πένθος χαρωπόν= η βαθιά συναίσθηση και το υπέροχο βίωμα της μακαρίας χαρμολύπης , πού υπάρχει και εγκρύπτεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Αφορμή ένας στίχος του Ν. Καρούζου, από το ποίημα "απολέλυσαι της ασθενείας σου". Όλοι οι ποιητές , είτε το γνωρίζουν , είτε το αρνούνται,είτε το αγνοούν είναι λίγο πολύ χαρμολυπικοί.Η μακαρία χαρμολύπη όμως εντοπίζεται απόλυτα μόνο στους βιωματικούς μυστικούς της ορθόδοξης πνευματικότητας.

Τετάρτη

δ.ελευθεράκης- Οσίπ Μαντελστάμ



Πόση η θλίψη βλέποντας τη μοναξιά των πόλεων και πού το τέλος της διαδρομής τους!
Ονειρεύομαι την αιωνιότητα μέσα στη σιωπή ενός δάσους.


Εάν ο θάνατος ενός ποιητή είναι ο τελευταίος κρίκος στην
 αλυσίδα των επιτευγμάτων του,
τότε το τέλος του ποιήματος είναι η αρχή της εξορίας,Οβίδιε.


Ξέρω πως θα συναντηθούμε στον Παράδεισο˙
αλλά στην Ιστορία πέφτει αδιάκοπα μία ψιλή βροχή που διαλύει την αιωνιότητα.







Δευτέρα

δ.σαββόπουλος-τσάμικο





Τόσος κόσμος πλάι του πέρασε και τον προσπέρασε
τι να ζητάει επαρχιώτης στην Ομόνοια μες το ψιλόβροχο αρχέ
ς του Μάη

Ψυχές πολύβουες κι ούτε ένα πρόσωπο τι καρτεράει κλαρίνα παίζουν
κόσμος γλεντάει η ώρα πάει η ώρα πάει

Ξένος ως και στη χαρά του μεσονύχτι του Σαββάτου

τραγουδάκια μου κατάμονα αν σας αντάμωνα θα 'πεφτα κάτου
στο ρυθμό σας ονειρεύομαι και ξενιτεύομαι στα βήματα του
κάπου εδώ έχω γνωστούς αλλά τέτοιαν ώρα μη βαρύνω τους

Ζήτω η Ελλάδα και καθετί μοναχικό στον κόσμο αυτό

Ελασσώνα Λειβαδιά Μελβούρνη Μόναχο
Αλαμάνα και Γραβιά Αμέρικα
Βελεστίνο Άγιοι Σαράντα Εσκι Σεχήρ
Κώστας Κώστας Μανώλης Πέτρος Γιάννης Τάκης
Πλατεία Ναυαρίνου Διοικητηρίου κι Εξαρχείων
Αλέκος Βασίλης Άγγελος
Μπιζανίου κι Αναλήψεως Αγίας Τριάδος κι 25ης Μαρτίου


η Ελλάδα που αντιστέκεται η Ελλάδα που επιμένει

κι όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει

Καλωσόρισες πουλί μου μοναξιά ελληνική μου

απ' αγάπη φεύγεις έρχεσαι πηγαινοέρχεσαι σαν την πνοή μου
κι απ' την έρημη την απόσταση παίρνει υπόσταση κάθε γιορτή μου
απ' τους δυο μας ποταμούς θα γευτεί μια νύχτα η έρημος καρπούς
 
1983
 
 
το ακούτε εδώ





Σάββατο

Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο, για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας-Οδυσσέας Ελύτης


Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μες το κλάμα του·
Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα…
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι,
Καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά,
Εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

Ήταν γερό παιδί·
Τις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του,
Η αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Να βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν…
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα!…

Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,
Και με το κράνος του – γιαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
που δεν γνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.
-Φωτιά στην άνομη, φωτιά!
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε

Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στώμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο,
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας.
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν.
Γιατί να κλάψουν;
Ήταν γενναίο παιδί!

Παρασκευή

“Ἀνήκω σὲ µία χώρα µικρή...” (Ομιλία του Γιώργου Σεφέρη)


 
 
Εδώ και μήνες η Ελλάδα είναι στο πραιτώριο. Χλευάζεται και κατασυκοφαντείται. Αναίσχυντοι αργυραμοιβοί την παίζουν στα ζάρια. Προσβάλλουν τους ανθρώπους της, αμφισβητούν την ιστορία της και τον πολιτισμό της. Όποια εφημερίδα και να ανοίξεις, μας έχουν κατατάξει στα «σκουπίδια». Μας θεωρούν ένα περιττό βάρος, από το οποίο όλοι θέλουν να απαλλαγούν, αλλά δεν ξέρουν ακόμα πώς. 
Ε, λοιπόν, η Ελλάδα δεν είναι για τα σκουπίδια! 
Δεν είμαστε οι Έλληνες διεφθαρμένοι και τεμπέληδες. Χαβαλέδες ήμασταν για πολύ καιρό. Βάλαμε τον αυτόματο πιλότο. Ένας φτωχός λαός, που γνώρισε την αφθονία και παρασύρθηκε γιατί νόμισε πως θα κρατήσει για πάντα. Πίστεψε και στα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» κάποιων αδίστακτων πολιτικάντηδων. 
Για την ακρίβεια ίσως στην Ελλάδα υπάρχουν λιγότεροι διεφθαρμένοι και τεμπέληδες απ’ ότι σε πολλές άλλες χώρες. Και τώρα ήρθε η ώρα του λογαριασμού. Είναι μια δύσκολη ώρα, αλλά δεν ήρθε το τέλος. Όμως, ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα το 15% του πληθυσμού της δεν ζει με κουπόνια. Ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα, κάθε ελληνόπουλο έχει δωρεάν πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο. Ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα έχουμε ένα, έστω ημιτελές, αλλά έχουμε σύστημα υγείας. Ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα έχουμε ένα κράτος που έχει μια μεγάλη περιουσία. Άλλα κράτη δεν έχουν τίποτα. Αυτήν βλέπουν και ξερογλύφονται. Ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα οι γονείς βοηθάνε τα παιδιά τους και εκείνα τους γονείς τους. Ευτυχώς, η μικρή και φτωχή Ελλάδα δεν ήταν απούσα από καμιά μεγάλη μάχη για την ελευθερία. Και έδινε το είναι της, όταν οι άλλοι είχαν ήδη παραδώσει και την ψυχή και το πνεύμα. Ευτυχώς ακόμα, η Ελλάδα έχει μέλλον. Έβλεπα εκείνα τα κορίτσια της Εθνικής Ομάδος Πόλο, να ανεβαίνουν στον Όλυμπο, μες τη «φωλιά του Δράκου», και είπα , πως δεν χάθηκε η ελπίδα. Υπάρχει ακόμα το μέταλλο του νικητή. Η Ελλάδα έχει μέλλον, γιατί στη μακραίωνα ιστορία της κάθε μεγάλη ήττα και καταστροφή, αντί να την αφανίσει, την ανάσταινε!
Γιατί τα γράφω αυτά; Μου τηλεφώνησαν κάποιοι «φίλοι» απ’ το εξωτερικό και μας ….νεκρολογούσαν! Είναι απ’ τα κοράκια που έχουν στοιχηματίσει στην πτώχευσή μας και ανησυχούν μήπως και χάσουν τα λεφτά τους! Και βιάζονται! Τόσο πολύ θύμωσα που έκλεισα το τηλέφωνο. Ύστερα τους έστειλα το κείμενο που ακολουθεί…. 
«Ἀνήκω σὲ µία χώρα µικρή. Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο, ποὺ δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ τὸν ἀγώνα τοῦ λαοῦ, τὴ θάλασσα, καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Εἶναι µικρὸς ὁ τόπος µας, ἀλλὰ ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια καὶ τὸ πράγµα ποὺ τὴ χαρακτηρίζει εἶναι ὅτι µᾶς παραδόθηκε χωρὶς διακοπή. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα δὲν ἔπαψε ποτὲ της νὰ µιλιέται. Δέχτηκε τὶς ἀλλοιώσεις ποὺ δέχεται καθετὶ ζωντανό, ἀλλὰ δὲν παρουσιάζει κανένα χάσµα.
Ἄλλο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς παράδοσης εἶναι ἡ ἀγάπη της γιὰ τὴν ἀνθρωπιά, κανόνας της εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Στὴν ἀρχαία τραγωδία, τὴν ὀργανωµένη µὲ τόση ἀκρίβεια, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ξεπερνᾶ τὸ µέτρο, πρέπει νὰ τιµωρηθεῖ ἀπὸ τὶς Ἐρινύες. Ὅσο γιὰ µένα συγκινοῦµαι παρατηρώντας πὼς ἡ συνείδηση τῆς δικαιοσύνης εἶχε τόσο πολὺ διαποτίσει τὴν ἑλληνικὴ ψυχή, ὥστε νὰ γίνει κανόνας τοῦ φυσικοῦ κόσµου. Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς διδασκάλους µου, τῶν ἀρχῶν τοῦ περασµένου αἰώνα, γράφει: «… θὰ χαθοῦµε γιατί ἀδικήσαµε …». Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀγράµµατος. Εἶχε µάθει νὰ γράφει στὰ τριάντα πέντε χρόνια τῆς ἡλικίας του. Ἀλλὰ στὴν Ἑλλάδα τῶν ἡµερῶν µας, ἡ προφορικὴ παράδοση πηγαίνει µακριὰ στὰ περασµένα ὅσο καὶ ἡ γραπτή. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ποίηση.
Εἶναι γιὰ µένα σηµαντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σουηδία θέλησε νὰ τιµήσει καὶ τούτη τὴν ποίηση καὶ ὅλη τὴν ποίηση γενικά, ἀκόµη καὶ ὅταν ἀναβρύζει ἀνάµεσα σ’ ἕνα λαὸ περιορισµένο. Γιατί πιστεύω πὼς τοῦτος ὁ σύγχρονος κόσµος ὅπου ζοῦµε, ὁ τυρρανισµένος ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνησυχία, τὴ χρειάζεται τὴν ποίηση. Ἡ ποίηση ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα – καὶ τί θὰ γινόµασταν ἂν ἡ πνοή µας λιγόστευε; Εἶναι µία πράξη ἐµπιστοσύνης – κι ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει ἂν τὰ δεινά µας δὲν τὰ χρωστᾶµε στὴ στέρηση ἐµπιστοσύνης. 
Παρατήρησαν, τὸν περασµένο χρόνο γύρω ἀπὸ τοῦτο τὸ τραπέζι, τὴν πολὺ µεγάλη διαφορὰ ἀνάµεσα στὶς ἀνακαλύψεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήµης καὶ στὴ λογοτεχνία. παρατήρησαν πὼς ἀνάµεσα σ’ ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικὸ δράµα καὶ ἕνα σηµερινό, ἡ διαφορὰ εἶναι λίγη. Ναί, ἡ συµπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου δὲ µοιάζει νὰ ἔχει ἀλλάξει βασικά. Καὶ πρέπει νὰ προσθέσω πὼς νιώθει πάντα τὴν ἀνάγκη ν’ ἀκούσει τούτη τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ ποὺ ὀνοµάζουµε ποίηση. Αὐτὴ ἡ φωνὴ ποὺ κινδυνεύει νὰ σβήσει κάθε στιγµὴ ἀπὸ στέρηση ἀγάπης καὶ ὁλοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγηµένη, ξέρει ποὺ νὰ ’βρει καταφύγιο, ἀπαρνηµένη, ἔχει τὸ ἔνστικτο νὰ πάει νὰ ριζώσει στοὺς πιὸ ἀπροσδόκητους τόπους. Γι’ αὐτὴ δὲν ὑπάρχουν µεγάλα καὶ µικρὰ µέρη τοῦ κόσµου. Τὸ βασίλειό της εἶναι στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς. Ἔχει τὴ χάρη ν’ ἀποφεύγει πάντα τὴ συνήθεια, αὐτὴ τὴ βιοµηχανία. 
Χρωστῶ τὴν εὐγνωµοσύνη µου στὴ Σουηδικὴ Ἀκαδηµία ποὺ ἔνιωσε αὐτὰ τὰ πράγµατα, ποὺ ἔνιωσε πὼς οἱ γλῶσσες, οἱ λεγόµενες περιορισµένης χρήσης, δὲν πρέπει νὰ καταντοῦν φράχτες ὅπου πνίγεται ὁ παλµὸς τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ποὺ ἔγινε ἕνας Ἄρειος Πάγος ἱκανός νὰ κρίνει µὲ ἀλήθεια ἐπίσηµη τὴν ἄδικη µοίρα τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ θυµηθῶ τὸν Σέλλεϋ, τὸν ἐµπνευστή, καθώς µᾶς λένε, τοῦ Ἀλφρέδου Νοµπέλ, αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ µπόρεσε νὰ ἐξαγοράσει τὴν ἀναπόφευκτη βία µὲ τὴ µεγαλοσύνη τῆς καρδιᾶς του.
Σ’ αὐτὸ τὸν κόσµο, ποὺ ὁλοένα στενεύει, ὁ καθένας µας χρειάζεται ὅλους τούς ἄλλους. Πρέπει ν’ ἀναζητήσουµε τὸν ἄνθρωπο, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται. Ὅταν στὸ δρόµο τῆς Θήβας, ὁ Οἰδίπους συνάντησε τὴ Σφίγγα, κι αὐτὴ τοῦ ἔθεσε τὸ αἴνιγµά της, ἡ ἀπόκρισή του ἦταν: ὁ ἄνθρωπος. Τούτη ἡ ἁπλὴ λέξη χάλασε τὸ τέρας. Ἔχουµε πολλὰ τέρατα νὰ καταστρέψουµε. Ἂς συλλογιστοῦµε τὴν ἀπόκριση τοῦ Οἰδίποδα.».

Ομιλία του Γιώργου Σεφέρη κατά την τελετή παραλαβής του Βραβείου Νομπέλ Λογοτεχνίας, 11 Δεκεμβρίου 1963.

Πέμπτη

από την υμνολογία αγίου δημητρίου






“Δεύρο, μάρτυς Xριστού, προς ημάς,

σου δεομένους συμπαθούς επισκέψεως 

και ρύσαι κεκακωμένους τυραννικαίς απειλαίς 

και δεινή μανία της αιρέσεως·


υφ’ ης ως αιχμάλωτοι και γυμνοί διωκόμεθα, 

τόπον εκ τόπου διαρκώς διαμείβοντες 

και πλανώμενοι εν σπηλαίοις και όρεσιν. 

Oίκτιρον ουν, πανεύφημε, και δος ημίν άνεσιν· 

παύσον την ζάλην και σβέσον την καθ’ ημών αγανάκτησιν, 

Θεόν ικετεύων, τον παρέχοντα τω κόσμω το μέγα έλεος”.
 


         

“Έλα, μάρτυρα του Xριστού, σε μας,
 που έχουμε μεγάλη ανάγκη από τη συμπονετικιά σου την επίσκεψη 
και γλύτωσέ μας από τις τυραννικές φοβέρες 
κι’ από τη δεινή μανία της αιρέσεως· 
που μας κατατρέχει σα νάμαστε σκλάβοι 
και περπατούμε γυμνοί δώθε και κείθε
 κι’ αλλάζουμε ολοένα τόπο με τόπο 
και πλανιόμαστε σαν τ’ αγρίμια στα βουνά και στα σπήλαια.
 
Λυπήσου μας, πανεύφημε, και δώσε μας ανάπαψη,
πάψε τη ζάλη και σβήσε την αγανάχτηση 
που σηκώθηκε καταπάνω μας,
παρακαλώντας το Θεό,
που δίνει στον κόσμο το μέγα έλεος”.(μτφ φ.κόντογλου)


 
ποίημα Θεοφάνους Γραπτού του οσίου
  
,

Δευτέρα

θ.παπακωνσταντίνου- οι άγιοι



Σα να μην γεννήθηκαν ποτέ,
σα να 'ταν ένα ψέμα
άνθρωποι που δώσαν την χαρά,
που 'φτασε και σε μένα.

Άγιοι που δεν θα γιορταστούν
γιατί δεν θα τους βρουν
ημέρα που ταιριάζει.

Άμυαλοι που πέσαν στην φωτιά
για να 'χει τ' όνειρο
φωλιά για να κουρνιάζει.

Δεν τους πρέπουν εικονίσματα
κεριά και καντηλέρια
τις χοές μας που και που στη γη
και τη ματιά στ' αστέρια.

Μέσα στης ζωής τον πανικό
ασίκικο χορό
χορεύουν οι ψυχές τους

Αχ! καρδούλα δως μου δύναμη
να βρω κάποια στιγμή
κι εγώ τις αντοχές τους.


Σάββατο

....πτοοῦμαι τὴν κατάραν σὺν τῇ ἐκκοπῇ...

 




Οἴμοι! τὶ ὁμοιώθην ἐγώ, τῇ ἀκάρπῳ συκῇ, 

καὶ πτοοῦμαι τὴν κατάραν σὺν τῇ ἐκκοπῇ, 

ἀλλ' ἐπουράνιε γεωργὲ Χριστὲ ὁ Θεός, 

τὴν χερσωθεῖσάν μου ψυχήν, καρποφόρον ἀνάδειξον,

καὶ ὡς τὸν ἄσωτον Υἱόν, δέξαι με καὶ ἐλέησόν με.



κατανυκτικό ιδιόμελο πού ψάλλεται την Κυριακή εσπέρας κατά την περίοδο του πλ Α΄
(παρακλητική) 
 

Πέμπτη

μ.αναγνωστάκης-επίλογος




Κι ὄχι αὐταπάτες προπαντός.
Τὸ πολὺ πολὺ νὰ τοὺς ἐκλάβεις σὰ δυὸ θαμποὺς
προβολεῖς μὲς στὴν ὁμίχλη
Σὰν ἕνα δελτάριο σὲ φίλους ποὺ λείπουν
μὲ τὴ μοναδικὴ λέξη: ζῶ.
«Γιατὶ» ὅπως πολὺ σωστὰ εἶπε κάποτε κι ὁ φίλος μου ὁ Τίτος,
«κανένας στίχος σήμερα δὲν κινητοποιεῖ τὶς μᾶζες
κανένας στίχος σήμερα δὲν ἀνατρέπει καθεστῶτα.»
Ἔστω.
Ἀνάπηρος, δεῖξε τὰ χέρια σου. Κρῖνε γιὰ νὰ κριθεῖς.






Δευτέρα

τρόμος- κ. καβάφης




Την νύκτα, Δέσποτα Χριστέ μου,
τον νου και την ψυχή μου φύλαττέ μου
σαν γύρω μου αρχινούν και περπατούνε

Όντα και Πράγματα που όνομα δεν έχουν

και τ’ άσαρκα ποδάρια των στην κάμαρή μου τρέχουν

και κάμνουν στο κρεββάτι μου κύκλο για να με διούνε —

και με κυττάζουν σαν να με γνωρίζουν

σαν να καγχάζουν άφωνα που τώρα με φοβίζουν.


Το ξέρω, ναι, με καρτερούνε

σαν βδελυρούς καιρούς να μελετούνε

οπόταν ίσως σέρνομουν μαζύ των — μες στο σκότος

με τα όντα και τα πράγματα αυτά ανακατευμένος.

Κι αποφρενιάζουν ο καιρός να ξαναρθή ο πρώτος.

Μα δεν θα νάρθη πια ποτέ· γιατί είμαι εγώ σωμένος,

εις του Χριστού τ’ όνομα βαπτισμένος.


Τρέμω σαν αισθανθώ το βράδυ

σαν νοιώσω που μες στο βαθύ σκοτάδι

επάνω μου είναι μάτια καρφωμένα....

Κρύψε με από την όρασί των, Δέσποτά μου.

Και σαν μιλούν ή τρίζουνε, μη αφίσεις ώς τ’ αυτιά μου

κανέν’ από τα λόγια των ναρθή τα αφορεσμένα,

μην τύχη και μες στην ψυχή μου φέρουν

καμμιά φρικώδη ανάμνησι απ’ τα κρυφά που ξέρουν. 

από το FB

Κυριακή

α.θωμόπουλος-στον ύπνο μου




Στον ύπνο μου απόψε είδα πάλι
πως ήμουνα λέει σοφός
οι άνθρωποι γύρω χορτάτοι
κοιτούσαν και βλέπανε πως
κυλούσε γλυκά η ζωή τους
αφέντες κακό πουθενά
χιλιάδες παιδιά στα ποτάμια
ψαρεύανε φως στα νερά

Στον ύπνο μου απόψε είδα πάλι
πως ήμουνα λέει σωστός
πως δεν τραγουδούσα μονάχος
κι ο φόβος φευγάτος κι αυτός
δεν είχαν αξία τα λόγια
δεν είχε ο Ιούδας φιλιά
και το πιο περίεργο απ' όλα
φωλιά η βουλή για πουλιά.






το τραγούδι είναι από τα πιό γνωστά του Π. Σιδηρόπουλου και το ακούτε εδώ












Παρασκευή

αγ. συμεων νέος θεολόγος - ποιού δάκρυσε η καρδιά;


 






ΠΩΣ ΑΠΟ ΓΗ —ἀπὸ πηλό, ἀπὸ χῶμα— ἔγινες,
κρατιόσουν μέσα της, μαζί της ὁ βίος σου,
καὶ τώρα ὅλα τἄχεις σὰν ἕνα τίποτα, σοῦ φαίνονται σκιά,
τὰ προσπερνᾶς ὅλα καὶ μόνο ἐμένα ζητᾶς;

Γιὰ μένα θέλεις νὰ μιλᾶς, νὰ διηγεῖσαι γιὰ μένα,
νὰ μὲ βλέπεις, ἂν εἶναι μπορετό, κάθε στιγμή σου,
οὔτε ὕπνο νὰ ἔχεις, οὔτε νὰ τρῶς, οὔτε νὰ πίνεις
ἢ νὰ ντύνεις τὸ σῶμα σου δὲν σὲ νοιάζει καθόλου


ύμνοι θείων ερώτων





Τετάρτη

γ. ιωάννου- ομίχλη






Ομίχλη πέφτει πάλι απάνω μου∙
αν είναι δίπλα μου κανείς, τελείως άγνωστο.

Ούτε στη μνήμη μου δε βρίσκω μια χαρά μου.
Η αμαρτία τίποτε δεν άφησε∙
ούτε ένα πρόσωπο, όλα τα πήρε πίσω.

Πολλή ομίχλη πέφτει απόψε πάνω μου
– μισάνοιξε την πόρτα μου και περιμένει.

Ό,τι φοβήθηκα με βρήκε με το παραπάνω.








Δευτέρα

ΕΙΚΟΝΑ Του Νίκου Καρούζου



Γυρίζει μόνος
στα χείλη του παντάνασσα σιωπή
συνέχεια των πουλιών τα μαλλιά του.
Ωχρός
με βουλιαγμένα όνειρα κι ανέγγιχτος
νερό τρεχάμενο στα ρείθρα, ωχρός
έλληνας.
Πάντα ο δρόμος μέσ’ στα μάτια του
κ’ η λάμψη απ’ τη φωτιά
που καταλύει
τη νύχτα.
Γυρίζει μόνος
στα χέρια του κλαδί από ελιά
γεμάτος πόνο χάνεται στα δειλινά
αισθάνεται
πως όλα χάθηκαν.
Μην του μιλάτε είναι άνεργος
τα χέρια στις τσέπες του
σαν δυο χειροβομβίδες.
Μην του μιλάτε δε μιλούν στους καθρέφτες.
Άνθη της λεμονιάς
λουλούδια του ανέμου
στεφάνωσέ τον Άνοιξη
τον κλώθει ο θάνατος.

ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕΣ’ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ.

(Τα Ποιήματα, Α΄, Ίκαρος 1993)
από το FB 

Κυριακή

γ. σεφέρης- με τον τρόπο του Γ.Σ

ακρόπολη λίνδου


Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
Στὸ Πήλιο μέσα στὶς καστανιὲς τὸ πουκάμισο τοῦ Κενταύρου
γλιστροῦσε μέσα στὰ φύλλα γιὰ νὰ τυλιχτεῖ στὸ κορμί μου
καθὼς ἀνέβαινα τὴν ἀνηφόρα κι ἡ θάλασσα μ᾿ ἀκολουθοῦσε
ἀνεβαίνοντας κι αὐτὴ σὰν τὸν ὑδράργυρο θερμομέτρου
ὡς ποὺ νὰ βροῦμε τὰ νερὰ τοῦ βουνοῦ.

Στὴ Σαντορίνη ἀγγίζοντας νησιὰ ποὺ βουλιάζαν
ἀκούγοντας νὰ παίζει ἕνα σουραύλι κάπου στὶς ἀλαφρόπετρες
μοῦ κάρφωσε τὸ χέρι στὴν κουπαστὴ
μιὰ σαΐτα τιναγμένη ξαφνικὰ
ἀπὸ τὰ πέρατα μιᾶς νιότης βασιλεμένης.

Στὶς Μυκῆνες σήκωσα τὶς μεγάλες πέτρες καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν Ἀτρειδῶν
καὶ πλάγιασα μαζί τους στὸ ξενοδοχεῖο τῆς «Ὡραίας Ἑλένης τοῦ Μενελάου»
χάθηκαν μόνο τὴν αὐγὴ ποὺ λάλησε ἡ Κασσάντρα
μ᾿ ἕναν κόκορα κρεμασμένο στὸ μαῦρο λαιμό της.
Στὶς Σπέτσες στὸν Πόρο καὶ στὴ Μύκονο
μὲ χτίκιασαν οἱ βαρκαρόλες.

Τί θέλουν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ λένε
πὼς βρίσκουνται στὴν Ἀθήνα ἢ στὸν Πειραιά;
Ὁ ἕνας ἔρχεται ἀπὸ Σαλαμίνα καὶ ρωτάει τὸν ἄλλο μήπως «ἔρχεται ἐξ Ὁμονοίας»
«Ὄχι ἔρχομαι ἐκ Συντάγματος» ἀπαντᾶ κι εἶν᾿ εὐχαριστημένος
«βρῆκα τὸ Γιάννη καὶ μὲ κέρασε ἕνα παγωτό».
Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει
δὲν ξέρουμε τὴν πίκρα τοῦ λιμανιοῦ σὰν ταξιδεύουν ὅλα τὰ καράβια
περιγελᾶμε ἐκείνους ποὺ τὴ νιώθουν.

Παράξενος κόσμος ποὺ λέει πὼς βρίσκεται στὴν Ἀττικὴ
καὶ δὲ βρίσκεται πουθενὰ
ἀγοράζουν κουφέτα γιὰ νὰ παντρευτοῦνε
κρατοῦν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται
ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶδα σήμερα καθισμένος σ᾿ ἕνα φόντο μὲ πιτσούνια καὶ μὲ λουλούδια
δέχουνταν τὸ χέρι τοῦ γέρο φωτογράφου νὰ τοῦ στρώνει τὶς ρυτίδες
ποὺ εἶχαν ἀφήσει στὸ πρόσωπό του
ὅλα τὰ πετεινὰ τ᾿ οὐρανοῦ.
Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει ὁλοένα ταξιδεύει
κι ἂν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς»
εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θέλησαν νὰ πιάσουν τὸ μεγάλο καράβι μὲ τὸ κολύμπι
ἐκεῖνοι ποὺ βαρέθηκαν νὰ περιμένουν τὰ καράβια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κινήσουν
τὴν ΕΛΣΗ τὴ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τὸν ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ.

Σφυρίζουν τὰ καράβια τώρα ποὺ βραδιάζει στὸν Πειραιὰ
σφυρίζουν ὁλοένα σφυρίζουν μὰ δὲν κουνιέται κανένας ἀργάτης
καμμιὰ ἁλυσίδα δὲν ἔλαμψε βρεμένη στὸ στερνὸ φῶς ποὺ βασιλεύει
ὁ καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μὲς στ᾿ ἄσπρα καὶ στὰ χρυσά.

Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
παραπετάσματα βουνῶν ἀρχιπέλαγα γυμνοὶ γρανίτες...
τὸ καράβι ποὺ ταξιδεύει τὸ λένε ΑΓΩΝΙΑ 937.


Α/Π Αὐλίς, περιμένοντας νὰ ξεκινήσει Καλοκαίρι 1936




εικόνα εδώ

Παρασκευή

εκτωρ κακναβάτος- φωνή μου ράτσα υψικάμινου

ι.μπος, οι πειρασμοί του αγ.αντωνίου






Πρώτον: σε θέλουνε ακίνδυνη και να ξεχνάς
κι ύστερα καλή μ' αυτούς φιλεναδίτσα
τρυφερή
υποσχετική
οι αχρείοι.

Φωνή μου ράτσα υψικάμινου από πλευρό
ανοιχτό του αίλουρου, της ανηφόρας
απ' τα εννιά σκοινιά του βούρδουλα
κι ο ήλιος φίδι μες στο σύρμα. 

Μην ξεχάσεις-φτύσ' τους.

Ας περιμένουν να σε σβήσω με νερό
ή κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων
ας περιμένουν οι αχρείοι.


1967








Πέμπτη

βιβλικά 3 : και μνήσθητι τοῦ κτίσαντός σε ἐν ἡμέραις νεότητός σου

 και μνήσθητι τοῦ κτίσαντός σε ἐν ἡμέραις νεότητός σου,

 ἕως ὅτου μὴ ἔλθωσιν ἡμέραι τῆς κακίας καὶ φθάσωσιν ἔτη, ἐν οἷς ἐρεῖς· 

οὐκ ἔστι μοι ἐν αὐτοῖς θέλημα·  

ἕως οὗ μὴ σκοτισθῇ ὁ ἥλιος καὶ τὸ φῶς καὶ ἡ σελήνη καὶ οἱ ἀστέρες, καὶ ἐπιστρέψωσι τὰ νέφη ὀπίσω τοῦ ὑετοῦ·

 ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ἐὰν σαλευθῶσι φύλακες τῆς οἰκίας καὶ διαστραφῶσιν ἄνδρες τῆς δυνάμεως, καὶ ἤργησαν αἱ ἀλήθουσαι, ὅτι ὠλιγώθησαν, καὶ σκοτάσουσιν αἱ βλέπουσαι ἐν ταῖς ὀπαῖς·

  καὶ κλείσουσι θύρας ἐν ἀγορᾷ, ἐν ἀσθενείᾳ φωνῆς τῆς ἀληθούσης, καὶ ἀναστήσεται εἰς φωνὴν τοῦ στρουθίου, καὶ ταπεινωθήσονται πᾶσαι αἱ θυγατέρες τοῦ ᾄσματος· καὶ ἀπὸ ὕψους ὄψονται, καὶ θάμβοι ἐν τῇ ὁδῷ· 

καὶ ἀνθήσῃ τὸ ἀμύγδαλον, καὶ παχυνθῇ ἡ ἀκρίς, καὶ διασκεδασθῇ ἡ κάππαρις, ὅτι ἐπορεύθη ὁ ἄνθρωπος εἰς οἶκον αἰῶνος αὐτοῦ, καὶ ἐκύκλωσαν ἐν ἀγορᾷ οἱ κοπτόμενοι· 

 ἕως ὅτου μὴ ἀνατραπῇ τὸ σχοινίον τοῦ ἀργυρίου, καὶ συντριβῇ τὸ ἀνθέμιον τοῦ χρυσίου, καὶ συντριβῇ ὑδρία ἐπὶ τῇ πηγῇ, καὶ συντροχάσῃ ὁ τροχὸς ἐπὶ τὸν λάκκον,  καὶ ἐπιστρέψῃ ὁ χοῦς ἐπὶ τὴν γῆν, ὡς ἦν, καὶ τὸ πνεῦμα ἐπιστρέψῃ πρὸς τὸν Θεόν, ὃς ἔδωκεν αὐτό.  

ματαιότης ματαιοτήτων, εἶπεν ὁ ἐκκλησιαστής, τὰ πάντα ματαιότης.

 

 εκκλ. ιβ΄1-7

Τετάρτη

ντ. χριστιανόπουλος-τί να τα κάνω τα τραγούδια σας








Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
ποτὲ δὲ λένε τὴν ἀλήθεια
ὁ κόσμος ὑποφέρει καὶ πονᾷ
κι ἐσεῖς τὰ ἴδια παραμύθια
Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
εἶναι πολὺ ζαχαρωμένα
ταιριάζουν σὲ σοκολατόπαιδα
μὰ δὲ ταιριάζουνε γιὰ μένα

















Ποιήματα
ἔκδ. Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, 1992

Τρίτη

γ. σεφέρης - το σπίτι κοντά στη θάλασσα

το κιτρινο σπίτι στην Αρλ, βαν γκονγκ






Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μου τὰ πῆραν. Ἔτυχε
νά᾿ ναι τὰ χρόνια δίσεχτα πόλεμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ
κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ
κάποτε δὲν τὰ βρίσκει- τὸ κυνήγι
ἦταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια-
οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια.
Μὴ μοῦ μιλᾶς γιὰ τ᾿ ἀηδόνι μήτε γιὰ τὸν κορυδαλλὸ
μήτε γιὰ τὴ μικρούλα σουσουράδα
ποὺ γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά της-
δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια
ξέρω πὼς ἔχουν τὴ φυλή τους, τίποτε ἄλλο.
Καινούργια στὴν ἀρχή, σὰν τὰ μωρὰ
ποὺ παίζουν στὰ περβόλια μὲ τὰ κρόσσια τοῦ ἥλιου,
κεντοῦν παράθροφυλλα χρωματιστὰ καὶ πόρτες
γυαλιστερὲς πάνω στὴ μέρα-
ὅταν τελειώσει ὁ ἀρχιτέκτονας ἀλλάζουν,
ζαρώνουν ἢ χαμογελοῦν ἢ ἀκόμη πεισματώνουν
μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔμειναν μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν
μ᾿ ἄλλους ποὺ θὰ γυρίζανε ἂν μποροῦσαν
ἢ ποὺ χάθηκαν, τώρα ποὺ ἔγινε
ὁ κόσμος ἕνα ἀπέραντο ξενοδοχεῖο.

Δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια,
θυμᾶμαι τὴ χαρά τους καὶ τὴ λύπη τους
καμιὰ φορά, σὰ σταματήσω-
ἀκόμη
καμιὰ φορά, κοντὰ στὴ θάλασσα, σὲ κάμαρες γυμνὲς
μ᾿ ἕνα κρεβάτι σιδερένιο χωρὶς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τὴ βραδινὴν ἀράχνη συλλογιέμαι
πὼς κάποιος ἑτοιμάζεται νὰ ῾ρθεῖ, πὼς τὸν στολίζουν
μ᾿ ἄσπρα καὶ μαῦρα ροῦχα μὲ πολύχρωμα κοσμήματα
καὶ γύρω του μιλοῦν σιγὰ σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιὰ καὶ σκοτεινὲς δαντέλες,
πὼς ἑτοιμάζεται νὰ ᾿ ρθει νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσει-

ἤ, μιὰ γυναίκα ἐλικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας ἀπὸ λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακοῦσες Ἀλεξάντρεια,
ἀπὸ κλειστὲς πολιτεῖες σὰν τὰ ζεστὰ παράθυροφυλλα,
μὲ ἀρώματα χρυσῶν καρπῶν καὶ βότανα,
πὼς ἀνεβαίνει τὰ σκαλιὰ χωρὶς νὰ βλέπει
ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν κάτω ἀπ᾿ τὴ σκάλα.

Ξέρεις τὰ σπίτια πεισματώνουν εὔκολα, σὰν τὰ γυμνώσεις.




Κίχλη, Α΄









εικόνα εδώ