πένθος χαρωπόν= η βαθιά συναίσθηση και το υπέροχο βίωμα της μακαρίας χαρμολύπης , πού υπάρχει και εγκρύπτεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Αφορμή ένας στίχος του Ν. Καρούζου, από το ποίημα "απολέλυσαι της ασθενείας σου". Όλοι οι ποιητές , είτε το γνωρίζουν , είτε το αρνούνται,είτε το αγνοούν είναι λίγο πολύ χαρμολυπικοί.Η μακαρία χαρμολύπη όμως εντοπίζεται απόλυτα μόνο στους βιωματικούς μυστικούς της ορθόδοξης πνευματικότητας.

Κυριακή

Τ.Σ. Έλιοτ - Γιατί δε μετανοούμε

 
 
Γιατί θα λάτρευαν οι άνθρωποι την Εκκλησία;
Γιατί θα λάτρευαν τους νόμους της;
Αυτή τους λέει για Ζωή και Θάνατο
κι όλα που θέλουν να ξεχάσουν.
Αυτή ‘ναι στοργική όπου αυτοί σκληροί,
σκληρή όπου αυτοί ‘ναι μαλακοί.
Αυτή τους λέγει για Κακό και Αμαρτία
κι άλλα δυσάρεστα.

Εκείνοι αδιάκοπα ζητούν να δραπετεύσουν
από το έξω σκότος και το εντός
ονειρευόμενοι συστήματα τόσο καλά
ώστε κανείς δεν χρειάζεται να ‘ναι καλός
.



Χορικά από τον «Βράχο».

Τετάρτη

κ. παλαμάς- μολώχ


Τῶν Ἑλλήνων τὴν πατρίδα
βάρβαροι τὴν ἀτιμάζουν!
Ὅπου ἀνθοπετοῦσαν οἱ Ἔρωτες
παραδέρνει ἡ νυχτερίδα.
Στὴ νυχτιά μας μιὰ πυγολαμπίδα,
τῶν ἀρχαίων ἡ μνήμη, ψευτοφέγγει
κ᾿ εἶναι μιὰ νυχτιὰ ποὺ δὲν τὴ διώχνεις,
τοῦ παντοτινοῦ μας ἥλιου ἀχτίδα!
Καὶ πατρίδα καὶ ψυχὴ ρουφᾶν
βάρβαροι ἀπὸ βάθη καὶ ἀπὸ ὕψη.
Κι ὅταν, μ᾿ ἕνα τρίσβαθο ὤχ!
τῶν Ἑλλήνων θεέ, ρωτοῦμε σέ:
«Εἶσ᾿ ἐσὺ ὁ ξανθὸς Ἀπόλλωνας;»
Ἀποκρίνεσαι:-«Εἶμ᾿ ἐγὼ ὁ Μολώχ!»

Δευτέρα

τ.λειβαδίτης-μεταναστεύω κι εγώ στην άλλη άκρη της ομπρέλας μου

...Έτσι, την ώρα που με τόση αφέλεια γονάτισα, όλοι νόμισαν πως ήθελα να εκλιπαρήσω - ενώ απλώς ήταν φθινόπωρο, ή μάλλον να το πω αλλιώς: το πιο θανάσιμο αμάρτημα είναι να μην αγαπάς τον εαυτό σου, αλλά μια μέρα δεν άντεξα, «εμένα με γνωρίζετε;» τους λέω,
«όχι» μου λένε - έτσι πήρα την εκδίκησή μου, και δε στερήθηκα ποτέ τους μακρινούς ήχους ή μη ρωτάτε τι μπορεί να συμβαίνει με τους τρελούς - τι άλλο απ' το να διασκεδάζουν ένα παιδί, που δεν ήθελε να μεγαλώσει, κι αφού οι ονειροκρίτες είναι περασμένης μόδας, μεταναστεύω κι εγώ στην άλλη άκρη της ομπρέλας μου.
 

Σάββατο

Ματθαῖος Μουντές - Ὁ κυρ-Φώτης δὲν φταίει ἢ ὁ κυρ-Φώτης θὰ ξαναρθεῖ


 

Ὁ κυρ-Φώτης δὲν φταίει
γιὰ τὰ νέον στοὺς σταυροὺς τῶν τρούλλων
γιὰ τὰ ἰδιωτικὰ παρεκκλήσια
τῶν νεοαριστοκρατῶν καὶ τῶν νεοπλούτων.

Ἐκεῖνος ἀποκατάστησε τὴν τιμὴ
τῶν βυζαντινῶν εἰκόνων
γιὰ τὶς καθέδρες καὶ τὰ ἐξωκκλήσια
μὲ τάματα καὶ δεήσεις καὶ δάκρυα
κι ὄχι μὲ λαχειοφόρες ἀγορές.

Πολέμησε τοὺς εἰκονοκλάστες
ἐγκόσμια νηπτικός·
στάθηκε κοντὰ στοὺς καυσοκαλυβίτες
ἄσκευος καὶ ἀπέριττος·
κάλεσε σὲ αὐτοσχέδια τράπεζα
τοὺς πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν ἁπλότητα·
τὶς ὀπῶρες τῆς Ὀρθοδοξίας
μάζευε στὸ καλαθάκι τῆς ἀλήθειάς του.

Στὸν Ξηροπόταμο τῶν ἀγαθῶν
εὐλόγησε τὰ ἄσπαρτα χωράφια·
συντρόφεψε τοὺς ἀσκητὲς καὶ τὰ κυνάρια·
νωτοφόρος καὶ ἄγρυπνος
κουβάλησε τὸ μικρὸ κοινόβιό του
στὴν ὀροφὴ τῶν οὐρανῶν.

Ἔπηξε τὴ Λαύρα του
στὴν πλαγιὰ τῆς ἀκτημοσύνης
καὶ κλάδευε τὴν ἀμπελικιά του
γιὰ νὰ τοῦ δίνει μιὰ μικρὴ νταμιζάνα κρασί.

Ἐπέστρεφε συχνὰ στὴν καταγωγὴ τῶν ὑδάτων
στὸ μικρὸ ἐπίνειο τῆς ταπεινοσύνης
στοὺς ἀρσανάδες τῆς πολύβουης ἀκτῆς.

Ἡσύχιος καὶ ἀνύπνωτος
κατέγραψε τὰς ἐπιδρομὰς τῶν δαιμόνων
καὶ τῶν πειρατῶν.

Ὁ κυρ-Φώτης δὲν φταίει
γιὰ τοὺς τοκογλύφους τῶν ἰδεῶν
καὶ τοὺς χριστοκάπηλους.

Πρὸς τὸ παρὸν σιωπᾶ.
Ὅμως φραγγέλιο μᾶς ἑτοιμάζει
ἀπὸ κεῖ ψηλὰ ποὺ μᾶς βλέπει.
(Πίνει τὸ τσιπουράκι του μὲ τὸν κὺρ Ἀλέξανδρο
καὶ τὸν Καροῦζο - ὁ Τσαρούχης τρώει τὸ γλυκό του.)
Συχνὰ ἀποστρέφει μὲ βδελυγμία τὸ πρόσωπο.
Ὀργίζεται.

Καὶ θἄρθει ὥρα καὶ νῦν ἐστι
ποὺ θὰ παραμερίσει βίαια
τοὺς κίβδηλους καὶ τοὺς παραχαράκτες
τὸν ἑσμὸ τῶν Φαρισαίων
τῶν καθαρῶν
τῶν κυμβάλων ποὺ ἀλαλάζουν τὴν ἀρετή τους
καὶ θὰ ἀποκαταστήσει ξανὰ
τὴν πονεμένη Ρωμιοσύνη.

Ἐκεῖ ποὺ τὰ ξυλοκέρατα τῶν ἀνέραστων
ἐκεῖ ποὺ πλαστικὰ ἰδανικὰ πλεονάζουν
ἐκεῖ, στὴν πενία καὶ στὴν ἔνδεια
θἄρθει καὶ θὰ μᾶς ἐμπλήσει καὶ πάλι
σίτου, οἴνου καὶ ἐλαίου

Δευτέρα

κ. φέρρης- ήτανε μια φορά






Ήτανε μια φορά μάτια μου κι έναν καιρό
μια όμορφη κυρά αρχόντισσα να σε χαρώ

Μια μικροπαντρεμένη κόρη ξανθή
τον κύρη της προσμένει βράδυ πρωί

Ένα Σαββάτο βράδυ καλέ μια Κυριακή
τον ήλιο το φεγγάρι, καλέ, παρακαλεί

Ήλιε μου φώτισέ τον φεγγάρι μου
πάνε και μίλησέ του για χάρη μου

Γυρίζει κι αρμενίζει καλέ στα πέλαγα
τους πειρατές θερίζει καλέ και τους χαλά

Στον ήλιο στο φεγγάρι και στη βροχή
και μένανε μ' αφήνει έρμη και μοναχή

Γαλέρα ανοίχτηκε μάτια μου με το βοριά
στη μάχη ρίχτηκε μάτια μου και στον καυγά

Μέσα σ' ένα σινάφι πειρατικό
είδα φωτιά ν' ανάβει και φονικό.










το ακούτε εδώ 

εικόνα εδώ

Σάββατο

...εγώ που δοκίμασα τις * μυριάδες αιχμές... - οδ. ελύτης

Ανοίγω το στόμα μου * και αναγαλλιάζει το πέλαγος
Και παίρνει τα λόγια μου * στις σκοτεινές του σπηλιές
Και στις φώκιες τις μικρές * τα ψιθυρίζει
Τις νύχτες που κλαίν * των ανθρώπων τα βάσανα.

Χαράζω τις φλέβες μου * και κοκκινίζουν τα όνειρα
Και τσέρκουλα γίνονται * στις γειτονιές των παιδιών
Και σεντόνια στις κοπέ * λες που αγρυπνούνε
Κρυφά για ν' ακούν * των ερώτων τα θαύματα

Ζαλίζει τ΄ αγιόκλημα * και κατεβαίνω στον κήπο μου
Και θάβω τα πτώματα * των μυστικών μου νεκρών
Και τον λώρο το χρυσό * των προδομένων
Αστέρων τους κό * βω να πέσουν στην άβυσσο. 

Σκουριάζουν τα σίδερα * και τιμωρώ τον αιώνα τους
Εγώ που δοκίμασα τις * μυριάδες αιχμές
Κι από γιούλια και ναρκίσ * σους το καινούριο
Μαχαίρι ετοιμά * ζω που αρμόζει στους Ήρωες. 

Γυμνώνω τα στήθη μου * και ξαπολύουνται οι άνεμοι
Κι ερείπια σαρώνουνε * και χαλασμένες ψυχές
Κι απ΄ τα νέφη τα πυκνά * της καθαρίζουν
Τη γη, να φανούν * τα Λιβάδια τα Πάντερπνα! 



 ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, ΤΑ ΠΑΘΗ, άσμα ιβ΄