πένθος χαρωπόν= η βαθιά συναίσθηση και το υπέροχο βίωμα της μακαρίας χαρμολύπης , πού υπάρχει και εγκρύπτεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Αφορμή ένας στίχος του Ν. Καρούζου, από το ποίημα "απολέλυσαι της ασθενείας σου". Όλοι οι ποιητές , είτε το γνωρίζουν , είτε το αρνούνται,είτε το αγνοούν είναι λίγο πολύ χαρμολυπικοί.Η μακαρία χαρμολύπη όμως εντοπίζεται απόλυτα μόνο στους βιωματικούς μυστικούς της ορθόδοξης πνευματικότητας.

Δευτέρα

κ.καβάφης-μανουὴλ κομνηνός



Ὁ βασιλεὺς κὺρ Μανουὴλ ὁ Κομνηνὸς
μία μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου
αἰσθάνθηκε τὸν θάνατο κοντά.
Οἱ ἀστρολόγοι (οἱ πληρωμένοι) τῆς αὐλῆς ἐφλυαροῦσαν
ποὺ ἄλλα πολλὰ χρόνια θὰ ζήσει ἀκόμη.

Ἐνῷ ὅμως ἔλεγαν αὐτοί, ἐκεῖνος
παλιὲς συνήθειες εὐλαβεῖς θυμᾶται,
κι ἀπ᾿ τὰ κελλιὰ τῶν μοναχῶν προστάζει
ἐνδύματα ἐκκλησιαστικὰ νὰ φέρουν,
καὶ τὰ φορεῖ, κι εὐφραίνεται ποὺ δείχνει
ὄψι σεμνὴν ἱερέως ἢ καλογήρου.

Εὐτυχισμένοι ὅλοι ποὺ πιστεύουν,
καὶ σὰν τὸν βασιλέα κὺρ Μανουὴλ τελειώνουν
ντυμένοι μὲς στὴν πίστι των σεμνότατα.

Σάββατο

(R.Tagore)''-Ποια είν' η γλώσσα που μιλάς, θάλασσα εσύ;

 
 
 
''-Ποια είν' η γλώσσα που μιλάς, θάλασσα εσύ;
-Η γλώσσα των αιώνιων ερωτήσεων.
-Και σε ποια γλώσσα απαντάς, ουρανέ;
-Στη γλώσσα της ατέλειωτης σιγής.''
 
 
 
από φβ
εικών

Πέμπτη

οδ.ελύτης- το εικόνισμα


Ίδιος ο βράχος κι όλο ευσέβεια
Περιπατούν τα κύματα στα σκοτεινά. Οι ασφόδελοι
Και οι νάρκισσοι κι εκείνοι αποκυήματα
Της φαντασίας των νεκρών παν κατά νέφη και ύπνους

Προχωρώ από ένστικτο μην ξέροντας ποια μέρα

Μυρίζει ευγένεια ξύλου παλαιού
Ή ζώου ταπεινωμένου. Και βέβαια
Κάπου εδώ πρέπει να υπήρξα· τόσο γρήγορα
Πού ξημερώνει και σας ξαναβρίσκω

Βάσανα μου ιερά χορταριασμένα σπίτια κεραμιδιά μέσα στα
λεμονόδεντρα

Τόξα, καμάρες οπού εστάθηκα κι ανοιχτές βρύσες
Που ν’ άγγιξε άγγελος; Τί να ‘μεινε; Ποιος τώρα;

Μισοσβησμένος φτάνω από της πολιτείας τα μέρη
Όπως από της εκκλησιάς την πυρκαγιά το εικόνισμα
Κόκκινα της φωτιάς και μαύρα του δαιμόνου
Πού μες στη δρόσο του πρωινού
σιγά σιγά διαλύονται

Ξέφτιος κι όλο χαρακιές, με τη λέξη ακόμη σ’ αγαπώ ευδιάκριτη
επάνω του

Ο τοίχος! Και της κλίμακας ή κουπαστή κι εκείνη
Άβαφη κι από τις πολλές απαλές πού πέρασαν παλάμες λεία!
Φορτωμένος γηρατειά και νεότητες πάλι ανεβαίνω
Ξέροντας πού το παλιό σανίδωμα θα τρίξει, πότε
Θα με κοιτάξει από το κάδρο της ή θεία Μελισσινή
Και αν αύριο θα βρέξει

Ίσως κάτι πού μου ανήκει ανέκαθεν να διεκδικώ
Μπορεί και απλώς μια θέση μες στα Ερχόμενα
Πού είναι το Ίδιο· ένδυμα καμωμένο από φωτιά ψυχρή
Πράσινα του χαλκού και βυσσινιά βαθιά της Παναγίας

Στέκω με το δεξί μου χέρι στην καρδιά
Πίσω μου δύο ή τρία κηροπήγια
Το μικρό τετράγωνο παράθυρο πάνω στην καταιγίδα
Τα Πέραν και τα Μέλλοντα.

Ελύτης " το εικόνισμα "
Από Τα ελεγεία της Οξώπετρας

φωτογραφία  " Στα Μονοπάτια των Μονών και των Μεγάλων Ζωγράφων "
Ίδιος ο βράχος κι όλο ευσέβεια
Περιπατούν τα κύματα στα σκοτεινά. Οι ασφόδελοι
Και οι νάρκισσοι κι εκείνοι αποκυήματα
Της φαντασίας των νεκρών παν κατά νέφη και ύπνους
Προχωρώ από ένστικτο μην ξέροντας ποια μέρα

Μυρίζει ευγένεια ξύλου παλαιού
Ή ζώου ταπεινωμένου. Και βέβαια
Κάπου εδώ πρέπει να υπήρξα· τόσο γρήγορα
Πού ξημερώνει και σας ξαναβρίσκω

Βάσανα μου ιερά χορταριασμένα σπίτια κεραμιδιά μέσα στα
λεμονόδεντρα

Τόξα, καμάρες οπού εστάθηκα κι ανοιχτές βρύσες
Που ν’ άγγιξε άγγελος; Τί να ‘μεινε; Ποιος τώρα;

Μισοσβησμένος φτάνω από της πολιτείας τα μέρη
Όπως από της εκκλησιάς την πυρκαγιά το εικόνισμα
Κόκκινα της φωτιάς και μαύρα του δαιμόνου
Πού μες στη δρόσο του πρωινού
σιγά σιγά διαλύονται

Ξέφτιος κι όλο χαρακιές, με τη λέξη ακόμη σ’ αγαπώ ευδιάκριτη
επάνω του

Ο τοίχος! Και της κλίμακας ή κουπαστή κι εκείνη
Άβαφη κι από τις πολλές απαλές πού πέρασαν παλάμες λεία!
Φορτωμένος γηρατειά και νεότητες πάλι ανεβαίνω
Ξέροντας πού το παλιό σανίδωμα θα τρίξει, πότε
Θα με κοιτάξει από το κάδρο της ή θεία Μελισσινή
Και αν αύριο θα βρέξει

Ίσως κάτι πού μου ανήκει ανέκαθεν να διεκδικώ
Μπορεί και απλώς μια θέση μες στα Ερχόμενα
Πού είναι το Ίδιο· ένδυμα καμωμένο από φωτιά ψυχρή
Πράσινα του χαλκού και βυσσινιά βαθιά της Παναγίας

Στέκω με το δεξί μου χέρι στην καρδιά
Πίσω μου δύο ή τρία κηροπήγια
Το μικρό τετράγωνο παράθυρο πάνω στην καταιγίδα
Τα Πέραν και τα Μέλλοντα.



Από Τα ελεγεία της Οξώπετρας

φωτογραφία " Στα Μονοπάτια των Μονών και των Μεγάλων Ζωγράφων
"



από το φβ

Κυριακή

γ.ρίτσος- στίχοι από την 'ρωμηοσύνη'

ο ελκόμενος χριστός της μονεμβασίας
Ναί, ἀλήθεια, ὁ Ἑλκόμενος ἔχει δυὸ χέρια τόσο λυπημένα μέσα στὴ θηλειά τους
ὅμως τὸ φρύδι του σαλεύει σὰν τὸ βράχο ποὺ ὅλο πάει νὰ ξεκολλήσει πάνου ἀπ᾿ τὸ πικρό του μάτι.
Ἀπὸ βαθιὰ ἀνεβαίνει αὐτὸ τὸ κῦμα ποὺ δὲν ξέρει παρακάλια
ἀπὸ ψηλὰ κυλάει αὐτὸς ὁ ἀγέρας μὲ ρετσίνι φλέβα καὶ πλεμόνι ἀλισφακιά.

Ἄχ, θὰ φυσήξει μία νὰ πάρει σβάρνα τὶς πορτοκαλιές της θύμησης
Ἄχ, θὰ φυσήξει δυὸ νὰ βγάλει σπίθα ἡ σιδερένια πέτρα σὰν καψοῦλι
Ἄχ, θὰ φυσήξει τρεῖς καὶ θὰ τρελλάνει τὰ ἐλατόδασα στὴ Λιάκουρα
θὰ δώσει μία μὲ τὴ γροθιά του νὰ τινάξει τὴν τυράγνια στὸν ἀγέρα
καὶ θὰ τραβήξει τῆς ἀρκούδας νύχτας τὸ χαλκὰ νὰ μᾶς χορέψει τσάμικο καταμεσὶς στὴν τάπια
καὶ ντέφι τὸ φεγγάρι θὰ χτυπάει ποὺ νὰ γεμίσουν τὰ νησιώτικα μπαλκόνια
ἀγουροξυπνημένο παιδολόι καὶ σουλιώτισσες μανάδες.

Ἕνας μαντατοφόρος φτάνει ἀπ᾿ τὴ Μεγάλη Λαγκαδιὰ κάθε πρωινὸ
στὸ πρόσωπό του λάμπει ὁ ἱδρωμένος ἥλιος
κάτου ἀπὸ τὴ μασκάλη του κρατεῖ σφιχτὰ τὴ ρωμιοσύνη
ὅπως κρατάει ὁ ἐργάτης τὴν τραγιάσκα του μέσα στὴν ἐκκλησία.
Ἦρθε ἡ ὥρα, λέει. Νάμαστε ἕτοιμοι.
Κάθε ὥρα εἶναι ἡ δικιά μας ὥρα.




( από την συλλογή Ποιήματα, 1930-1960)



εδώ

Τρίτη

φ.κόντογλου- [ο ελάχιστος]



[...]Οι παλαιοί ζωγράφοι που ζωγραφίζανε τη Δευτέρα Παρουσία, παριστάνουνε στον ουρανό τον Χριστό καθισμένον στον θρόνο του για να κρίνει τον κόσμο, κι από τις δυο μεριές καθισμένους τους Δώδεκα Απόστολους. Από το υποπόδιο του θρόνου βγαίνει ο πύρινος ποταμός, που μέσα σ' αυτόν καίγουνται οι αμαρτωλοί, που τους καταπίνει ο βύθιος δράκων. Οι αρχάγγελοι κράζουνε με τις σάλπιγγες, και σηκώνουνται από τα μνήματα οι νεκροί τρομαγμένοι. Ένας άγγελος τυλίγει τον ουρανό σαν να 'ναι χαρτί, κι άλλος ζυγιάζει τις ψυχές. Οι άνεμοι φυσούνε θυμωμένοι από τις τέσσερες μεριές της οικουμένης, θηρία και τέρατα καταβροχθίζουνε κεφάλια, χέρια, πόδια ανθρώπινα. Οι δαίμονες τρίζουνε τα δόντια τους. Η κτίση όλη ταράζεται από τα θεμέλια της. Οι ψυχές τρέμουνε σαν τα ξερά φύλλα που τα παίρνει ο δρόλαπας. Ο ήλιος μαύρισε και καρβούνιασε, και το φεγγάρι έσβησε. Φόβος και τρόμος πλακώνει όλη την οικουμένη.
Μονάχα ένας άνθρωπος δεν ταράζεται, ένα γεροντάκι, ταπεινό και ήσυχο, που αργοπερπατά με το ραβδάκι του, μέσα στην κοσμοχαλασιά, και πορεύεται θαρρετά προς τον θρόνο του Χριστού. Αυτός είναι ο «Ελάχιστος», όπως είναι γραμμένο στην εικόνα, δηλαδή ο πιο τιποτένιος, ο πιο καταφρονεμένος σε τούτον τον κόσμο. Τούτος ο «Ελάχιστος» είναι ..., που ανοίξανε οι πόρτες τ' ουρανού για να μπει μέσα στον Παράδεισο. 

από το διήγημα μπαρμπα-μανώλης ο βασιλές

Σάββατο

τάσος λειβαδίτης- [μυστική πύλη]








……Φτεροῦγες σάλευαν κάτω ἀπ᾿ τὰ ἔπιπλα, καὶ στὸ βάθος ὁ σκοτεινὸς καθρέφτης ἔκανε τὰ παιδιὰ ν᾿ ἀρρωσταίνουν συχνά, γιατί δὲν ἤθελαν νὰ μεγαλώσουν,
……ἡ μητέρα ἔκλαιγε καὶ μὲ παρακαλοῦσε νὰ κατέβω, μὰ ἔμενα ἦταν ἡ μοῖρα μου νὰ περπατάω στὸ ταβάνι, μιὰ μάχη δική μου, μητέρα, ὅπου πάντα ὁ νεκρὸς ἤμουν ἐγώ.
……Γι᾿ αὐτὸ ἤξερα καὶ τῶν οὐρανῶν τὴ μυστικὴ ὑπόγεια πύλη.






από την συλλογή Νυχτερινός Επισκέπτης(1972) 






Κυριακή

ηλίας κατσούλης - ο φλεβάρης των φλεβών

 
 
Ο Αύγουστος του έκλεψε μια μέρα
την ύψωσε πανάκι σε μπρατσέρα
μια άλλη χρόνους τέσσερις χαμένη
σαν άσωτη επιστρέφει, μα δε μένει.

Φλεβάρης των φλεβών κουτσό ποτάμι
κυλάει σαν παράπονο στο τζάμι
Σαββάτο των ψυχών κρυφά δακρύζει
στα σπίτια των απόντων φτερουγίζει

Μάρωνος και Νικηφόρου και Ανθούσης τελεσφόρου
Χαραλάμπους και Βλασσίου, Κασσιανού και Θαλασσίου
Τρύφωνος και Παγκρατίου, ήλιος του μεσονυχτίου
φέγγει απότομα και λιώνει, της Υπαπαντής το χιόνι...

Η νύχτα Φαρισαίου και Τελώνου
αθώος ξένου αίματος και φόνου
ανάβει της αγάπης τα λυχνάρια
και τα παλιά διαβάζει συναξάρια

Μάρωνος και Νικηφόρου και Ανθούσης τελεσφόρου
Χαραλάμπους και Βλασσίου, Κασσιανού και Θαλασσίου
Τρύφωνος και Παγκρατίου, ήλιος του μεσονυχτίου
φέγγει απότομα και λιώνει, της Υπαπαντής το χιόνι...

Τρύφωνος και Παγκρατίου, ήλιος του μεσονυχτίου
φέγγει απότομα και λιώνει, της Υπαπαντής το χιόνι...
 
 
το ακούτε εδώ

Σάββατο

...μεγαλυνάριον...




 

λαβίςμυστική, ἡ τόν ἄνθρακα Χριστόν, συλλαβοῦσα ἐν γαστρι, σύ ὑπάρχεις Μαριάμ...



μεγαλυνάριον της Θ΄Ωδής της Υπαπαντής