πένθος χαρωπόν= η βαθιά συναίσθηση και το υπέροχο βίωμα της μακαρίας χαρμολύπης , πού υπάρχει και εγκρύπτεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Αφορμή ένας στίχος του Ν. Καρούζου, από το ποίημα "απολέλυσαι της ασθενείας σου". Όλοι οι ποιητές , είτε το γνωρίζουν , είτε το αρνούνται,είτε το αγνοούν είναι λίγο πολύ χαρμολυπικοί.Η μακαρία χαρμολύπη όμως εντοπίζεται απόλυτα μόνο στους βιωματικούς μυστικούς της ορθόδοξης πνευματικότητας.

Τετάρτη

κ καρυωτάκης - στο άγαλμα της ελευθερίας πού φωτίζει τον κόσμο

 
Λευτεριά, Λευτεριά, σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.

Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ' αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτσια κι εβραίοι.
Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το πορτραίτο του Dorian Gray.

Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί που η καθιέρωσις τους λείπει.


Ελεγεία και Σάτιρες, 1927

Τρίτη

Ὀδυσσέας Ἐλύτης - Θάνατος καὶ Ἀνάστασις τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου



Ἔτσι καθὼς ἐστέκονταν ὀρθὸς μπροστὰ στὴν Πύλη κι ἄπαρτος μὲς
στὴ λύπη του 
Μακριὰ τοῦ κόσμου ποὺ ἡ ψυχή του γύρευε νὰ λογαριάσει στὸ φάρ-
δος Παραδείσου Καὶ σκληρὸς πιὸ κι ἀπ᾿ τὴν πέτρα ποὺ δὲν τὸν
εἴχανε κοιτάξει τρυφερὰ ποτὲ - κάποτε τὰ στραβὰ δόντια του ἄσπρι-
ζαν παράξενα 
Κι ὅπως περνοῦσε μὲ τὸ βλέμμα του λίγο πιὸ πάνω ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώ-
πους κι ἔβγανε ἀπ᾿ ὅλους Ἔναν ποὺ τοῦ χαμογελούσε τὸν
Ἀληθινόν ποὺ ὁ χάρος δὲν τὸν ἔπιανε 
Πρόσεχε νὰ προφέρει καθαρὰ τὴ λέξη θάλασσα ἔτσι ποὺ νὰ γυαλί-
σοῦν μέσα της ὅλα τὰ δελφίνια Κι ἡ ἐρημιὰ πολλὴ ποὺ νὰ χωρᾶ ὁ
Θεός κι ἡ κάθε μιὰ σταγόνα σταθερὴ στὸν ἥλιο ν᾿ ἀνεβαίνει
Νέος ἀκόμα εἶχε δεῖ στοὺς ὤμους τῶν μεγάλων τὰ χρυσὰ νὰ λάμπουν
καὶ νὰ φεύγουν Καὶ μιὰ νύχτα θυμᾶται σ᾿ ὥρα μεγάλης τρικυ-
μῖας βόγκηξε ὁ λαιμός του πόντου τόσο ποὺ θολώθη μὰ δὲν ἔστερ-
ξὲ νὰ τοῦ σταθεῖ
Βαρὺς ὁ κόσμος νὰ τὸν ζήσεις ὅμως γιὰ λίγη περηφάνια τὸ ἄξιζε.



Τώρα καθὼς τοῦ ἥλιου ἡ φτερωτὴ ὁλοένα γυρνοῦσε καὶ πιὸ γρήγο-
ρα οἱ αὐλὲς βουτοῦσαν μέσα στὸ χειμώνα κι ἔβγαιναν πάλι κατά-
κόκκινες ἀπ᾿ τὰ γεράνια
Κι οἱ μικροὶ δροσεροὶ τροῦλοι ὅμοια μέδουσες γαλάζιες ἔφταναν κά-
θε φορὰ καὶ πιὸ ψηλὰ στ᾿ ἀσήμια ποὺ τὰ ψιλοδούλευε ὁ ἀγέρας
γι᾿ ἄλλων καιρών πιὸ μακρινῶν τὸ εἰκόνισμα
Κόρες παρθένες φέγγοντας ἡ ἀγκαλιὰ τοὺς ἕνα θερινὸ ξημέρωμα
φρέσκα βαγιόφυλλα καὶ τῆς μυρσίνης τῆς ξεριζωμένης τῶν βυθῶν
σταλάζοντας ἰώδιο τὰ κλωνάρια
Τοῦ ῾φερναν Ἐνῶ κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια του ἄκουγε στὴ μεγάλη κά-
ταβόθρα νὰ καταποντίζονται πλῶρες μαύρων καραβιών τ᾿ ἀρχαῖα
καὶ καπνισμένα ξύλα ὄθε μὲ στυλωμένο μάτι ὀρθὲς ἀκόμη Θεό-
μήτορες ἐπιτιμούσανε 
Ἀναποδογυρισμένα στὶς χωματερὲς ἀλόγατα σωρὸς τὰ χτίσματα
μικρὰ μεγάλα θρουβαλιασμὸς καὶ σκόνης ἄναμμα μὲς στὸν ἀέρα 
Πάντοτε μὲ μιὰ λέξη μὲς στὰ δόντια του ἄσπαστη κειτάμενος 
Αὐτὸς 
ὁ τελευταῖος Ἕλληνας! 




  (1969)







Δευτέρα

μ. αναγνωστάκης, δρόμοι παλιοί

Δρόμοι παλιοὶ ποὺ ἀγάπησα καὶ μίσησα ἀτέλειωτα
κάτω ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους τῶν σπιτιῶν νὰ περπατῶ

νύχτες τῶν γυρισμῶν ἀναπότρεπτες κι ἡ πόλη νεκρὴ

Τὴν ἀσήμαντη παρουσία μου βρίσκω σὲ κάθε γωνιὰ
κᾶμε νὰ σ᾿ ἀνταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο τοῦ τόπου μου κι ἐγὼ

Ξεχασμένος κι ἀτίθασος νὰ περπατῶ
κρατώντας μία σπίθα τρεμόσβηστη στὶς ὑγρές μου παλάμες

 

Καὶ προχωροῦσα μέσα στὴ νύχτα χωρὶς νὰ γνωρίζω κανένα
κι οὔτε κανένας κι οὔτε κανένας μὲ γνώριζε μὲ γνώριζε



μελοποιήθηκε από τον Μ.Θεοδωράκη
το ακούτε εδώ 


εικόνα εδώ

Κυριακή

ν.λαπαθιώτης, εκ βαθέων

Λυπήσου με, Θέ μου, στὸ δρόμο ποὺ πῆρα,
χωρίς, ὡς τὸ τέλος, νὰ ξέρω τὸ πῶς,
- χωρὶς νά ῾χω μάθει, μὲ μιὰ τέτοια μοῖρα,
ποιὸ κρῖμα μὲ δέρνει, καὶ ποιὸς ὁ σκοπός!

Λυπήσου τὰ χρόνια ποὺ πᾶνε χαμένα,
προτοῦ ἡ νύχτα πάλι βαριὰ ν᾿ ἁπλωθεῖ,
ζητώντας τοὺς ἄλλους, ζητώντας καὶ μένα,
ζητώντας ἐκεῖνο ποὺ δὲ θὰ βρεθεῖ!

Λυπήσου ὅλα κεῖνα ποὺ πᾶνε τοῦ κάκου,
γιατὶ ἔτσι τοὺς εἶπαν πὼς εἶναι γραφτό,
καὶ γίνουνται χῶμα, στὰ βάθη ἑνὸς λάκκου,
χωρὶς νὰ γυρέψουν τὸ λόγο γι᾿ αὐτό!

Λυπήσου κι ἐκεῖνα, λυπήσου κι ἐμένα,
- καὶ μένα, ποὺ πάω μὲ καρδιὰ στοργική,
ζητώντας μία λύση σὲ πράματα ξένα,
ποὺ δὲν ἔχουν, Θέ μου, καμιὰ λογική...

Λιγάκι νὰ κάνω πὼς κάτι μὲ σέρνει,
λιγάκι νὰ φέξει, μὲς στὰ σκοτεινά,
κι ἀμέσως ἡ μοῖρα μου τὸ ξαναπαίρνει,
κι ἀμέσως ἡ νύχτα γυρίζει ξανά...

Λυπήσου με, Θέ μου, στὴν ἀπόγνωσή μου,
λυπήσου τὴ φλόγα ποὺ μάταια σκορπῶ,
- λυπήσου με μὲς στὴν ἀγανάκτησή μου,
νὰ ζῶ δίχως λόγο, καὶ δίχως σκοπό...




εικονα εδώ

Σάββατο

ναζίμ χικμέτ, μικρόκοσμος






Και να, τι θέλω τώρα να σας πω. 
Μες στις Ινδίες μέσα στην πόλη της Καλκούτας,
φράξαν το δρόμο σ' έναν άνθρωπο.
Αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο κει που εβάδιζε.
Να το λοιπόν γιατί δεν καταδέχουμαι
να υψώσω το κεφάλι στ' αστροφώτιστα διαστήματα.
Θα πείτε, τ' άστρα είναι μακριά
κι η γη μας τόσο δα μικρή.

Ε, το λοιπόν, ο,τι και να είναι τ' άστρα,
εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω.
Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό,
πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο,
είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει,
είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε.

Παρασκευή

φώτης αγγουλές, αφρόκρινα




Το Εριντάν ορθόπλωρον
όργωνε το γαλάζιο κάμπο
τον ανθισμένο αφρόκρινα
κι αν ήταν το ταξίδι μας,
ταξίδι σκλάβων ή όχι,
δε μ` ένοιαζε, δεν τόκρινα.

Στην πλώρη στέκουμουν ορθός
και κοίταζα το τέρμα
τη δύση που ήταν κόκκινη
σα να τη βάψαν μ` αίμα
κι αν ήταν το αίμα της ζωής
που τη μαχαίρωναν ανθρώποι,
την ώρα αυτή δεν τόκρινα
τι `ταν για μας σκληρή η ζωή
και ξένοι γύρω οι τόποι
και το Εριντάν ορθόπλωρον
όργωνε το γαλάζιο κάμπο
τον ανθισμένο αφρόκρινα.



Πέμπτη

ν. καββαδίας, ο πιλότος Nagel


ι.αλταμούρας, θαλασσογραφία

Ο Νάγκαλ Χάρμπορ, Νορβηγός πιλότος στο Κολόμπο,
άμα έδινε κανονική πορεία στα καράβια
που φεύγαν για άγνωστους και μακρινούς λιμένες,
κατέβαινε στη βάρκα του βαρύς, συλλογισμένος,
καπνίζοντας ένα παλιό χωμάτινο τσιμπούκι,
και σε μια γλώσσα βορινή σιγά μονολογώντας
έφευγε μόλις χάνονταν ολότελα τα πλοία.

Ο Νάγκελ Χάρμπορ, πλοίαρχος σε φορτηγά καράβια,
αφού τον κόσμο γύρισεν ολόκληρο, μια μέρα
κουράστηκε κι απόμεινε πιλότος στο Κολόμπο.
Μα πάντα συλλογιζόταν τη μακρινή του χώρα
και τα νησιά που 'ναι γεμάτα θρύλους, τα Λοφούτεν.
Όμως μια μέρα επέθανε στην πιλοτίνα μέσα
Ξάφνου σαν ξεπροβόδισεν το Steamer Tank « Fjord Folden »
όπου έφευγε καπνίζοντας για τα νησιά Λοφούτεν...



από την συλλογή Μαραμπού 












Τετάρτη

γιώργος θεμέλης - μαθητεία





Μαθαίνεται ἡ Ἀγάπη,
Μαθαίνεται ἀπὸ μέσα, ἀποστηθίζεται.

Ὅπως ἡ θλίψη, ὅπως ἡ ἔκσταση.

Τ' ἄφωνα ψάρια δὲν πηγαίνουν
Σχολεῖο νὰ μάθουν τὴ σιωπή,
Τὴν ἐκθαμβωτικὴ θαλάσσια ἀγάπη
Μὲς σὲ βαθειὰ κρησφύγετα.

Τὰ ἐρωτικὰ πουλιὰ δὲ μελετοῦν
Μαθήματα ἀγάπης• δὲ γράφουν
Τὶς τέσσερες πράξεις της
Στὶς πλάκες τους οἱ πεταλοῦδες.

Ἴσως μονάχα οἱ Ἄγγελοι νὰ μαθαίνουν
Λέξεις, ὀνόματα, κομμένες συλλαβές,
Συλλαβίζοντας τὸν ἔρωτα μὲς στὴν οὐράνιαν ἐρημία.

Ἴσως νὰ ξέρουν καλὰ τὴ σιωπὴ τῆς Ἀγάπης,
Τὴ γλῶσσα τῆς σιωπῆς, τὸν ἀνεκλάλητον ἔρωτα τῶν πραγμάτων.

Αὐτὴ τὴ γλῶσσα, αὐτὴ τὴ Μουσική,
Αὐτὴ μαθαίνουν τὰ δάχτυλά μου.

Τὰ δάχτυλά μου, τὰ χείλη μου, τὰ ἔκπληχτα μάτια. 








Ἀπὸ Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ,
«Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης»
Ἐκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἀθῆναι 2000.

Τρίτη

γ. σεφέρης- στροφή


Στιγμή, σταλμένη ἀπὸ ἕνα χέρι
ποὺ εἶχα τόσο ἀγαπήσει
μὲ πρόφταξες ἴσια στὴ δύση
σὰ μαῦρο περιστέρι.
Ὁ δρόμος ἄσπριζε μπροστά μου,
ἁπαλὸς ἀχνὸς ὕπνου
στὸ γέρμα ἑνὸς μυστικοῦ δείπνου...
Στιγμὴ σπυρὶ τῆς ἄμμου,
ποὺ κράτησες μονάχη σου ὅλη
τὴν τραγικὴ κλεψύδρα
βουβή, σὰ νὰ εἶχε δεῖ τὴν Ὕδρα
στὸ οὐράνιο περιβόλι.






Δευτέρα

του μικρού βλαχόπουλου



ο διγενής ακρίτας, σπύρος βασιλείου

Ο Κωσταντίνος ο μικρός κι' ο Αλέξης ο αντρειωμένος,
και το μικρό Βλαχόπουλο, ο καστροπολεμίτης,
αντάμα τρων και πίνουνε και γλυκοκουβεντιάζουν,
κι' αντάμα έχουν τους μαύρους των 'ς τον πλάτανο δεμένους.
Του Κώστα τρώει τα σίδερα, τ' Αλέξη τα λιθάρια,
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δέντρα ξερριζώνει.
Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν και που χαροκοπούσαν,
πουλάκι πήγε κ' έκατσε δεξιά μεριά 'ς την τάβλα.
Δεν κελάϊδούσε σαν πουλί, δεν έλεε σαν αηδόνι,
μόν' ελαλούσε κ' έλεγε ναθρωπινή κουβέντα.
"Εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε,
και πίσω σας κουρσεύουνε Σαρακηνοϊ κουρσάροι.
Πήραν τ' Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη."

Ώστε να στρώση ο Κωσταντής και να σελλώση ο Αλέξης,
ευρέθη το Βλαχόπουλο 'ς το μαύρο καβαλλάρης.
"Για σύρε συ Βλαχόπουλο 'ς τη βίγλα να βιγλίσης,
αν είν' πενήντα κ' εκατό χύσου μακέλλεψέ τους,
κι' αν είναι περισσότεροι, γύρισε μίλησε μας."
Επήγε το Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίση.
Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνους κι' Αράπηδες κουρσάρους,
πλάγια κοκκινίζαν.
'ρχισε να τους διαμετράη, διαμετρημούς δεν είχαν.
Να πάη πίσω ντρέπεται, να πάη εμπρός φοβάται.
Σκύβει φιλεί το μαύρο του, στέκει και τον ρωτάει,
"Δύνεσαι, μαύρε μ', δύνεσαι 'ς το γαίμα για να πλέξης;
-Δύνομαι, αφέντη, δύνομαι 'ς το γαίμα για να πλέξω,
κι' όσους θα κόψη το σπαθί τόσους θενά πατήσω.
Μόν' δέσε το κεφάλι σου μ' ένα χρυσό μαντήλι,
μην τύχη λάκκος και ρηχτώ και πέσης απ' τη ζάλη.
-Σαΐτταις μου αλεξαντριαναίς, καμιά να μη λυγίσει,
και συ σπαθί μου διμισκί, να μην αποστομώσης.
Βόηθα μ', ευχή της μάννας μου και του γονιού μου βλόγια,
ευχή του πρώτου μ' αδερφού, ευχή και του στερνού μου.
Μαύρε μου, άιντε νά μπουμε, κι' όπου ο Θεός τα βγάλη!"

'Σ τα έμπα του μπήκε σαν αϊτός, 'ς τα ξέβγα σαν πετρίτης,
'ς τα έμπα του χίλιους έκοψε, 'ς τα ξέβγα δυο χιλιάδες,
και 'ς το καλό το γύρισμα κανένα δεν αφήνει.
Πήρε τ' Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και το μικρό Βλαχόπουλο την αρραβωνιασμένη.
Προσγονατίζει ο μαύρος του και πίσω του τους παίρνει.

'Στο δρόμο νοπού πήγαινε σέρνει φωνή περίσσα.
"Πού είσαι αδερφέ μου Κωσταντά κι' Αλέξη αντρεϊωμένε;
αν είστε εμπρός μου φύγετε κι' οπίσω μου κρυφτήτε,
τι θόλωσαν τα μάτια μου, μπροστά μου δε σας βλέπω,
και το σπαθί μου ερράγισε, κόβοντας τα κεφάλια,
κι' ο μαύρος λιγοκάρδισε πατώντας τα κουφάρια."

Κυριακή

μάρκος αυγέρης, προσευχή


                    
΄Ακοπο χάρισε φτερό του λογισμού μου, απ' τ' άδεια
της πίκρας και του αδύναμου πόθου να βγω, σκοτάδια.

Στου φωτός σου τα κύματα να το κρατώ ανοιγμένο,
άσειστον όλο, ακοίμητα πετράδια σκεπασμένο.

Στ' άσβηστο, οι Έρωτες οι Εφτά που σ' έζωσαν καμίνι,
πότε υψωμένη η καρδιά θα καίει, δετό ρουμπίνι;

Μες στου πνευματικού ουρανού τ' ατίμητα διαμάντια
θα 'ναι τα μάτια μου ανοιχτά, σ' αιώνια φέγγη αγνάντια.

Ω άγιοι 'λιοπερίχυτοι του λυτρωμού μου δρόμοι!
Του πονηρού δε θέλει αργήσει, θα λυγίσει η γνώμη.

Ως του θανάτου τα πλατιά φτερά θα με σηκώσουν
οι χρυσοπόρφυροι ουρανοί οι εφτά θα με κυκλώσουν.

Σ' αμάραντα θ' αγάλλομαι για πάντα καλοκαίρια.
Κι ενώ η ψυχή θα λούζεται στα παραδεισονέρια,

ψηλά σ' αιθρίες ατάραχες κι από τα θεία τα κλώνια,
θα κελαδούν ασίγητα, τα Ηλύσια χελιδόνια.




εικονα εδώ

Σάββατο

μοναχός αμόναχος - βάρος πλακώνει τὰ σωθικά μου




 

Βάρος πλακώνει
Τὰ σωθικά μου.
Νύχτα τῆς λησμονιᾶς
Μοῦ πλάνεψε τὰ χείλη.
Ἀπόμεινα μονάχος
Νὰ κυλιέμαι
στὰ φαντάσματα.

Εἶναι ἡμέρα Σάββατο
παραμονή.
Οἱ Μαρίες θὰ σηκωθοῦνε
λίαν πρωί.
Νὰ μετανοήσω
ἀπὸ ἀγάπη μόνο
γιὰ τὸν μεγάλο
τῆς ψυχῆς μου ἔρωτα.







Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Ψυχή μου», ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1993.







πηγη εικονας

Πέμπτη

άννα αχμάτοβα, χωρίς τίτλο

η καταστροφή των σοδόμων






Σκουριάζει το χρυσό και το ατσάλι παίρνει σήψη,
η πέτρα θρυμματίζεται, ο θάνατος παντού.
Πάνω στη γη πιο σταθερή η θλίψη
και πιο μακρόβιος ο λόγος του σοφού. 














Τετάρτη

κική δημουλά. ασυμβίβαστα



Όλα τα ποιήματά μου για την άνοιξη
ατέλειωτα μένουν.

Φταίει που πάντα βιάζεται η άνοιξη,

φταίει που πάντα αργεί η διάθεσή μου.

Γι’ αυτό αναγκάζομαι

κάθε σχεδόν ποίημά μου για την άνοιξη
με μια εποχή φθινοπώρου
ν’ αποτελειώνω.








πηγη εικονας

Τρίτη

οδ. ελύτης, το παράπονο

 
 
 
Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
Άλλα είν' εκείνα που αγαπώ
γι' αλλού γι' αλλού ξεκίνησα

Στ' αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ' ομολογώ
Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα

Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν τα κυνηγά
Πάντα πάντα θα 'ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.

(Τα ρω του έρωτα, 1972)
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Δευτέρα







Οι ανόητοι σπεύδουν εκεί



 που οι άγγελοι 



φοβούνται να πατήσουν





Αλέξανδρος Πόουπ| 1688-1744

σαρλ μπωντλαίρ- άλμπατρος



Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί
άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
 που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.

Και μόλις στο κατάστρωμα του καραβιού βρεθούν
αυτοί οι ρηγάδες τ' ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τ' αποσταμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.

Πώς κείτεται έτσι ο φτερωτός ταξιδευτής δειλός!
Τ' ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει!
Ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πώς πετούσε παρασταίνει.

Ίδιος με τούτο ο Ποιητής τ' αγέρωχο πουλί
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μέσ' στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματά του.


 






μτφρ. Αλέξανδρος Μπάρας 














πηγή εικόνας
 

Κυριακή

γ.σαραντάρης- έπος

Φύλλα δέντρου
Φτερὰ πουλιοῦ
Ἄνεμος
Ἔπειτα θάλασσα
Κύματα
Χρόνος γαλάζιος
Ὁρίζοντες παντοῦ
Καὶ μπροστά μας
οὐρανός

Σάββατο

Θεοτοκάριον 4: ἡ πανήγυρις τοῦ σωτηρίου συναλλάγματος...

θεοτόκος του Βλαντιμίρ









Παρθενικπανγυρις σμερον, ἀδελφο· 
σκιρττω κτσις, χορευτω ἡ ἀνθρωπτης· 
συνεκλεσε γρ μς ἡ ἁγα Θεοτκος,
τὸ ἀμλυντον κειμλιον τς παρθενας,
λογικς τοδευτρου δμ Παρδεισος,
τὸ ἐργαστριον τς νσεως τν δο φσεων
πανγυρις τοσωτηρου συναλλγματος
παστς, ἐν ᾗ ὁ Λγος νυμφεσατο τν σρκα
ἡ ὄντως κοφη νεφλη, ἡ τν πτν Χερουβεμ μετσματος βαστσασα.  
Τας ατς κεσαις, Χριστὲ ὁ Θες, σσον τς ψυχς μν.


δογματικό θεοτοκίο του αγ. Ιωάννου Δαμασκηνού, που ψάλλεται στον μικρό εσπερινό της Κυριακής του α΄ ήχου 






πηγη εικονας

Παρασκευή

ν.βρεττάκος-απόκριση

βαν γκονγκ, έναστρη νύχτα

στὸν ποιητὴ Θανάση Παπαθανασόπουλο



Ὁ ἥλιος μοιράζεται σὲ κομμάτια
μέσα στοὺς ποιητές. Εἶναι τὸ ἀντίδωρο
ποὺ ὁ Θεὸς διανέμει στοὺς ἐντολεῖς του.
Συμμετέχουμε στὴν ὑπόθεση τοῦ φωτός.
Ἐνῶ φτιάχνουν ἐκεῖνοι, πουλοῦν, διακινοῦν
ὅπου γῆς κι ὅπου ἄνθρωποι ὅπλα
κι ἀποθηκεύουν αἷμα σκοτώνοντας ὄνειρα
ἐμεῖς προσπαθοῦμε:
Νὰ φτιάξουμε
ἕναν οὐρανὸ μὲ λίγες λέξεις.










Πέμπτη

άσμα ασμάτων Η΄

1 ΤΙΣ δῴη σε, ἀδελφιδέ μου, θηλάζοντα μαστούς μητρός σου; εὑροῦσά σε ἔξω φιλήσω σε, καί γε οὐκ ἐξουδενώσουσί μοι. 2 παραλήψομαί σε, εἰσάξω σε εἰς οἶκον μητρός μου καὶ εἰς ταμιεῖον τῆς συλλαβούσης με· ποτιῶ σε ἀπὸ οἴνου τοῦ μυρεψικοῦ, ἀπὸ νάματος ροῶν μου. 3 εὐώνυμος αὐτοῦ ὑπὸ τὴν κεφαλήν μου, καὶ ἡ δεξιὰ αὐτοῦ περιλήψεταί με. 4 ὥρκισα ὑμᾶς, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, ἐν ταῖς δυνάμεσι καὶ ἐν ταῖς ἰσχύσεσι τοῦ ἀγροῦ ἐὰν ἐγείρητε καὶ ἐὰν ἐξεγείρητε τὴν ἀγάπην, ἕως ἂν θελήσῃ.
5 Τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα λελευκανθισμένη, ἐπιστηριζομένη ἐπὶ τὸν ἀδελφιδόν αὐτῆς; ὑπὸ μῆλον ἐξήγειρά σε· ἐκεῖ ὠδίνησέ σε ἡ μήτηρ σου, ἐκεῖ ὠδίνησέ σε ἡ τεκοῦσά σε. 6 θές με ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὴν καρδίαν σου, ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὸν βραχίονά σου· ὅτι κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη, σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος· περίπτερα αὐτῆς περίπτερα πυρός, φλόγες αὐτῆς· 7 ὕδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην, καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσιν αὐτήν. ἐὰν δῷ ἀνὴρ πάντα τὸν βίον αὐτοῦ ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐξουδενώσει ἐξουδενώσουσιν αὐτόν. 8 ἀδελφὴ ἡμῶν μικρὰ καὶ μαστοὺς οὐκ ἔχει· τί ποιήσωμεν τῇ ἀδελφῇ ἡμῶν ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ἐὰν λαληθῇ ἐν αὐτῇ; 9 εἰ τεῖχός ἐστιν, οἰκοδομήσωμεν ἐπ᾿ αὐτὴν ἐπάλξεις ἀργυρᾶς· καὶ εἰ θύρα ἐστί, διαγράψωμεν ἐπ᾿ αὐτὴν σανίδα κεδρίνην. 10 ἐγὼ τεῖχος, καὶ μαστοί μου ὡς πύργοι· ἐγὼ ἤμην ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτῶν ὡς εὑρίσκουσα εἰρήνην. 11 ἀμπελὼν ἐγενήθη τῷ Σαλωμὼν ἐν Βεελαμών· ἔδωκε τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ τοῖς τηροῦσιν, ἀνὴρ οἴσει ἐν καρπῷ αὐτοῦ χιλίους ἀργυρίου. 12 ἀμπελών μου ἐμὸς ἐνώπιόν μου· οἱ χίλιοι Σαλωμὼν καὶ οἱ διακόσιοι τοῖς τηροῦσι τὸν καρπὸν αὐτοῦ. 13 ὁ καθήμενος ἐν κήποις, ἑταῖροι προσέχοντες τῇ φωνῇ σου· ἀκούτισόν με· 14 φύγε, ἀδέλφιδέ μου, καὶ ὁμοιώθητι τῇ δορκάδι ἢ τῷ νεβρῷ τῶν ἐλάφων ἐπὶ ὄρη τῶν ἀρωμάτων.


ΤΕΛΟΣ



Τετάρτη

τίτος πατρίκιος, φάση μιας μάχης





Είμαστε φάτσα με φάτσα
με τον εχθρό μου.
‘Ενα γραφείο μονάχα μας χωρίζει
σα χαράκωμα ή σαν τάφος.
Πίσω απ’ τις αξιοπρεπείς μας μάσκες
από πολύ βαθιά ανεβαίνει και μας καίει το μίσος.
Και να που τούτη τη στιγμή,
τώρα που παίζεται η ζωή μου,
ανακαλύπτω στη μορφή του πως
θα μπορούσα να τον είχα αγαπήσει.
Να που τούτη τη στιγμή ανακαλύπτει
στη μορφή μου
πως θα μπορούσε να με είχε αγαπήσει.
  







 (από τη συλλογή "Μαθητεία 1952-1962", Πρίσμα, 1978) 





Τρίτη

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Αγών ψυχής



Μόνος μέσα στου ονόματός μου τη φυλακή,

παρ' όλο τον ήλιο τον πλούσιο της ημέρας,
στενοχωριέμαι και νοιώθω τυφλός,
τη γλυκειά στερημένος ελπίδα του κόσμου.

Σύννεφο άυλης ποιότητας άχρονης,

μπαίνει στο σπίτι των θυρών κεκλεισμένων,
αλλάζοντας τη νύχτα σε παράδεισο,
φως, η γλυκειά ελπίδα του κόσμου.

Εκεί που δεν την περιμένεις, αναπάντεχα,

από τις άκρες στο σώμα των δαχτύλων εισορμά
ακμή ζωής και θάνατος ταυτόχρονα,
ανάσα, η γλυκειά ελπίδα του κόσμου.

Μες στην απόγνωση της κάθε μέρας ερωτώ,

το δέντρο που με την απουσία της σαραβάλιασε,
πώς διψασμένο να χορτάση μπορεί
ψωμί, τη γλυκειά ελπίδα του κόσμου;

(1952)


Από τη συλλογή Ποιήματα (Παλαιοντολογικά) (1988)

Δευτέρα

...έγγισον ημίν, έγγισον ο πανταχού...

Χριστός του Κορβοράντο, Ρίο


Ταχεῖαν καί σταθεράν 
δίδου παραμυθίαν τοῖς δούλοις σου, ᾿Ιησοῦ, 
ἐν τῷ ἀκηδιάσαι τά πνεύματα ἡμῶν.
 μή χωρίζου τῶν ψυχῶν ἡμῶν ἐν θλίψεσι,
μή μακρύνου τῶν φρενῶν ἡμῶν ἐν περιστάσεσιν, 
ἀλλά ἀεί ἡμᾶς πρόφθασον. 

῎Εγγισον ἡμῖν, ἔγγισον ὁ πανταχοῦ.
 ὥσπερ καί τοῖς ᾿Αποστόλοις σου πάντοτε συνῆς, οὕτω καί τοῖς σέ ποθοῦσιν ἕνωσον σεαυτόν οἰκτίρμον, 
ἵνα συνημμένοι σοι ὑμνῶμεν,
καί δοξολογῶμεν τό πανάγιόν σου Πνεῦμα.

Γρήγορη και σταθερή 
δώσε την παρηγοριά στους δούλους σου , Ιησού,
γιατί νεκρώθηκαν οι ψυχές μας από την αναισθησία
μη χωρίζεσαι από τις ψυχές μας στις θλίψεις,
μην απομακρύνεσαι από τα μυαλά μας, όταν συναπαντάμε συμφορά
αλλά πάντα να προφτάνεις και δίπλα μας να μενεις.

Έλα κοντά μας, έλα συ πού είσαι παντού,
όπως ήσουνα πάντοτε μαζί με τους δικούς σου αποστόλους,
έτσι και με αυτούς πού σε ποθούν Ενώσου,
ώστε σαν ένα σώμα να Σε υμνούμε και να δοξολογούμε το Πανάγιο σου Πνεύμα.


Οίκος της Εορτής και τροπάριον της έκτης ώρας




πηγη εικονας

Κυριακή

κ χ μύρης ,τη μέρα της πεντηκοστής

ψυχή(κοινώς πεταλούδα)
Τη μέρα της Πεντηκοστής,
τη νύχτα της γονατιστής
πάν' οι ψυχές και κάθονται
βουβές στα περιβόλια.
Τρυπώνουν στις κρυφές γωνιές
μαζί με τις αράχνες
και μας κοιτούν αμίλητες
αθώρητες και μόνες.

Τη μέρα της Πεντηκοστής,
τη νύχτα της γονατιστής
πάν' οι ψυχές και κρέμονται
στα ρούχα και στο φράχτη.
Φωλιάζουν στο καλό κρασί
και στο παλιό πυθάρι
γεμίζουν τις ραγισματιές
κι ανοίγουν τους φεγγίτες.

Τη μέρα της Πεντηκοστής,
τη νύχτα της γονατιστής
μη κόψετε ξερό κλαρί
ούτε χλωρό βλαστάρι.
Μη μάσετε τ' ασπρόρουχα
και διώξετε τσ' αράχνες
μην πίνετε γλυκό κρασί
και φοβηθούν και φύγουν.


Μελοποιήθηκε από τον Μαρκόπουλο και τραγουδήθηκε από τον Νίκο Ξυλούρη



πηγη εικονας

Σάββατο

Από την υμνολογία της Πεντηκοστής






Ἔρρηξε γαστρὸς ἠτεκνωμένης πέδας,
Ὕβριν τε δυσκάθεκτον εὐτεκνουμένης,
Μόνη προσευχὴ τῆς Προφήτιδος πάλαι
Ἄννης, φερούσης πνεῦμα συντετριμμένον,
Πρὸς τὸν δυνάστην, καὶ Θεὸν τῶν γνώσεων.

   

Λυτήριον κάθαρσιν ἀμπλακημάτων,
Πυρίπνοον δέξασθε Πνεύματος δρόσον,
Ὦ τέκνα φωτόμορφα τῆς Ἐκκλησίας,
Νῦν ἐκ Σιὼν γὰρ ἐξελήλυθε νόμος,
Ἡ γλωσσοπυρσόμορφος Πνεύματος χάρις



Ὅσοις ἔπνευσεν ἡ θεόρρυτος χάρις,
Λάμποντες, ἀστράπτοντες, ἠλλοιωμένοι,
Ὀθνείαν ἀλλοίωσιν εὐπρεπεστάτην
Ἰσοσθενοῦσαν τὴν ἄτμητον εἰδότες,
Σοφὴν τρίφεγγον οὐσίαν δοξάζομεν.



από τον ιαμβικό κανόνα της Πεντηκοστής, ποίημα αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού