πένθος χαρωπόν= η βαθιά συναίσθηση και το υπέροχο βίωμα της μακαρίας χαρμολύπης , πού υπάρχει και εγκρύπτεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Αφορμή ένας στίχος του Ν. Καρούζου, από το ποίημα "απολέλυσαι της ασθενείας σου". Όλοι οι ποιητές , είτε το γνωρίζουν , είτε το αρνούνται,είτε το αγνοούν είναι λίγο πολύ χαρμολυπικοί.Η μακαρία χαρμολύπη όμως εντοπίζεται απόλυτα μόνο στους βιωματικούς μυστικούς της ορθόδοξης πνευματικότητας.

Πέμπτη

κ.καβάφης-συμεών


Τα ξέρω, ναι, τα νέα ποιήματά του·
ενθουσιάσθηκεν η Βηρυτός μ' αυτά.
Μιαν άλλη μέρα θα τα μελετήσω.
Σήμερα δεν μπορώ γιατ' είμαι κάπως ταραγμένος.

Απ' τον Λιβάνιο πιο ελληνομαθής είναι βεβαίως.
Όμως καλλίτερος κι απ' τον Μελέαγρο; Δεν πιστεύω.



Α, Μέβη, τι Λιβάνιος! και τι βιβλία!
και τι μικρότητες!... Μέβη ήμουν χθες -
η τύχη τώφερε - κάτω απ' του Συμεών τον στύλο.

Χώθηκα ανάμεσα στους Χριστιανούς
που σιωπηλοί προσεύχονταν κ' ελάτρευαν,
και προσκυνούσαν· πλην μη όντας Χριστιανός
την ψυχική γαλήνη των δεν είχα -
κ' έτρεμα ολόκληρος και υπόφερνα·
κ' έφριττα, και ταράττομουν, και παθαινόμουν.

Α μη χαμογελάς· τριάντα πέντε χρόνια, σκέψου -
χειμώνα, καλοκαίρι, νύχτα, μέρα, τριάντα πέντε
χρόνια επάνω σ' έναν στύλο ζει και μαρτυρεί.
Πριν γεννηθούμ' εμείς - εγώ είμαι είκοσι ενιά ετών,
εσύ θαρρώ είσαι νεότερος μου -
πριν γεννηθούμ' εμείς, φαντάσου το,
ανέβηκεν ο Συμεών στον στύλο
κ' έκτοτε μένει αυτού εμπρός εις τον Θεό.
Δεν έχω σήμερα κεφάλι για δουλειά.-
Πλην τούτο, Μέβη, κάλλιο να το πεις
που ό,τι κι αν λεν οι άλλοι σοφισταί,
εγώ τον παραδέχομαι τον Λάμονα
για πρώτο της Συρίας ποιητή.
 

Τετάρτη

αργύρης χιόνης-το ωραίο καλοκαίρι



Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
Ωραίο αλλά κι επικίνδυνο
Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
Ξεχάστηκε θαμμένος μες στην άμμο
Όταν τον θυμηθήκαν ύστερ' από μέρες
Σηκώσαν το καπέλο του
Δεν ήταν από κάτω
Μια πάλλευκη τουρίστρια απ' το βορρά
Τα 'φτιαξε με τον ήλιο
Κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες
Σκούρυνε αφομοιώθηκε απ' το τοπίο
Οι δικοί της τώρα την αναζητούν
Μέσω του ερυθρού σταυρού
Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός
Αν τους βαστάει τώρα
Ας με ξαναδείρουν, είπε
Πήρανε ο μπαμπάς και η μαμά
Μαχαίρι και πιρούνι
Και χωρίς να τρυπηθούν
Του φάγαν την καρδιά...
Βαθιά ένα καράβι έμενε ακίνητο
Ακίνητο ένα καλοκαίρι
Φυσούσαν άνεμοι φουσκώναν τα πανιά
Δεν έλεγε να φύγει. Τι περίμενε;
Κανείς δεν ξέρει.

Παρασκευή

Δύο θεομητορικά









χαίροις ροδωνιά η ηδύπνους, η εκ καλύκων βλαστήσασα, παρθενίας ρόδον, ερυθρόν ευώδες...


 Χαῖρε, κρῖνον, οὗ ὁ γόνος Ἰησοῦς, ταῦτα τὰ κρῖνα τοῦ ἀγροῦ ἀμφιεννύντος·
ἡδύπνους ῥοδωνία τοῦ Πνεύματος, ἐξ ἧς Χριστὸς ἀνήθευτον ἐξ ἀσπορίας στολὴν περιεβάλετο, τὴν Σολομωντικὴν στολὴν ἀποκρύπτουσαν.
Χαῖρε, ἄνθος, τὸ πάσης ἀνθοβαφικῆς χροιᾶς ποικιλώτερον ἐξ ἀρετῆς ἁπάσης ἥδυσμα, ἐξ ἧς ἄνεισιν ἄνθος ὁμοίῳ ὅμοιον κατὰ μητρικὴν ἐμφέρειαν, ἐφ' ᾧ ἑπτὰ τὰ ἀναπαυόμενα πνεύματα, ὡς ὁ Λόγος.
Χαῖρε, νάρδος νάουσα, καὶ ἀρδεύουσα κατὰ τὰ μυρεψικὰ τῆς ἁγνείας ἀρώματα, ὧν ἡ διάδοσις ὀσμὴ ἡδεῖα τῷ φήσαντι ἐν Ἄσμασι·
Νάρδος μου ἔδωκεν ὀσμὴν αὐτοῦ.
Χαῖρε, στακτὴ, ἡ ἐκ παρθενικῆς βαλσαμουργίας ἀποστάξασα Χριστῷ, στακτὴν ἁγιάσματος, ἤτοι γάλακτος, ἡ ψάλλουσα ἐν Ἄσμασιν·
Ἀπόδεσμος τῆς στακτῆς ἀδελφιδοῦς μου ἐμοὶ, ἀναμέσον τῶν μαστῶν μου αὐλισθήσεται.
Χαῖρε, κιννάμωμον, τὸ ἐκ νοητοῦ παραδείσου τῆς ἀχραντίας ἐξιὸν ἄρωμα, οὗ ἡ ὀσμὴ ἡδεῖα τῷ λέγοντι ἐν Ἄσμασιν·
Ἀποστολαί σου παράδεισος ῥοῶν μετὰ καρπῶν ἀκροδρύων·
κάλαμος καὶ κιννάμωμον μετὰ πάντων ξύλων τοῦ Λιβάνου.
Χαῖρε, θύγατερ, ἡ θυηπόλος νεᾶνις, ἧς τὸ ἄχραντον ἐράσμιον, καὶ ὁ κόσμος παράδοξος τῷ φήσαντι ἐν Ἄσμασι·
Τί ὡραιώθησαν διαβήματά σου ἐν ὑποδήμασι, θύγατερ Ἀμιναδάβ;
Ἡ κοιλία σου θημωνία σίτου πεφραγμένη ἐν κρίνοις.
Χαῖρε, ἀδελφὴ, ἡ τοῦ καλοῦ ἀδελφοῦ παρώνυμος καὶ πανέραστος, οὗ ἡ φωνὴ τοιάδε ἐν Ἄσμασιν·
Ἐκαρδίωσας ἡμᾶς, ἀδελφή μου νύμφη, ἐκαρδίωσας;
Χαῖρε, νύμφη, ἧς νυμφοστόλος τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ νυμφίος ὁ Χριστὸς, ὁ λέγων ἐν Ἄσμασιν·
Ὁλοκάλη ἡ πλησίον μου, καὶ μῶμος οὐκ ἔστιν ἐν σοί·
δεῦρο ἀπὸ Λιβάνου, νύμφη.
Χαῖρε, μύρον, τὸ τῶν ἀρετῶν μυριότιμον σύνθημα, ἡ παναγνείας μύροις μυρίζουσα, ἐξ ἧς ὁμωνύμως σοι προῆλθεν ὁ Κύριος.
Μύρον γὰρ, φησὶν, ἐκκενωθὲν ὄνομά σου·
ἀφ' οὗ κέχρισται τὸ βασίλειον ἱεράτευμα. 








*θεοτοκάριον
**θεοδώρου οσίου στουδίτου, εις το γενέσιον της Θεοτόκου(απόσπασμα)












πηγή
πηγη εικόνας






Τρίτη

λίνα κασδάγλη-η παναγιά της ρεματιάς

παναγιά γλυκοφιλούσα, άγιον όρος


Ὁ παλιὸς ζωγράφος νήστεψε πολύ,
ἔκανε τὴν προσευχὴ του κατὰ τὴν ἀνατολή,
ἔπιασε μὲ κατάνυξη τὸ πινέλο καὶ χάραξε
τὰ κερένια χέρια καὶ τὰ χαμηλωμένα μάτια της
καὶ τὸ στρογγυλὸ μάγουλο τοῦ Βρέφους.

Εἶχε ὅμως στὰ πόδια του ἕνα σκύλο μ'ἀγαθὴ ματιά,
ὁ κότσυφας σφύριζε τὸν ὄρθρο στὴν ἰτιά,
κ' ἡ καλόγρια ἔβγαζε νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι
κ' ἔψελνε ἕνα τροπάριο στὴ Χαριτωμένη.

Ὁ ζωγράφος ἔκανε τὸ σταυρὸ του κ' ἔγραψε: Μήτηρ Θεοῦ.
Καὶ δὲν ἤξερε πὼς εἶχε ζωγραφίσει μία μητερούλα ταπεινή,
ποὺ σκυμμένη νανουρίζει τὸ μωρό της μὲ ψιλὴ παιδιάτικη φωνή.

Χωρὶς ἄλλο ἡ Παναγιὰ σηκώνεται πρωί-πρωὶ
καὶ γυρνάει τὴ ρόκα της ὡς τὴν ὥρα ποὺ σημαίνει ἑσπερινός.
Ἡ μία μέρα πλάι στὴν ἄλλη πάει στρωτὰ
σὰν τὰ γράμματα τοῦ Ὀκτώηχου -
κ' ἡ βδομάδα ἀρχίζει μ' ἕνα κόκκινο μεγάλο κεφαλαῖο:τὴν Κυριακή.)

Χωρὶς ἄλλο τὸ μωρό της παίζει μὲ μιὰ γίδα κανελλιά,
κ' ἐκείνη τὸ κοιτάζει μὲ πελώρια μάτια ἐκστατικά,
ποὺ δὲν πίστεψαν ἀκόμα ὁλότελα τὸ μήνυμα τοῦ Ἀγγέλου.

Κι ὅπως εἶναι ἁπλὴ κι ἀνήξερη, καὶ δὲ φοβᾶται τὸ κακό,
λέει στὴν προσευχή της νὰ γεμίσουνε καρπὸ oι δαμασκηνιές,
νὰ γιάνουν τὰ μικρά, ποὺ τὰ πείραξε τῆς καρυδιᾶς τὸ ἀγερικό.

Μοναχὰ τὴν ὥρα ποὺ μακραίνουν οἱ ἴσκιοι στὶς γωνιὲς
ἁπλώνεται καὶ στὴν ἄσπρη ψυχή της ὁ ἄγνωστος ἴσκιος τοῦ Σταυροῦ
καὶ τότε μπορεῖς ν' ἀκουμπήσης στὴν ποδιά της καὶ νὰ φωνάξης σιωπηλὰ
τὸν πλούσιο πόνο, τὸν ἀτέλειωτο καημὸ τοῦ κόσμου,
τὸ μεγάλο σου φόβο,τὸ μεγάλο φόβο τῆς ἀγάπης...

Κ' ἡ Παναγιὰ θὰ σὲ νανουρίζη, μαζὶ μὲ τὸ μωρό της, χωρὶς νὰ μιλᾶ...












εδώ