πένθος χαρωπόν= η βαθιά συναίσθηση και το υπέροχο βίωμα της μακαρίας χαρμολύπης , πού υπάρχει και εγκρύπτεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Αφορμή ένας στίχος του Ν. Καρούζου, από το ποίημα "απολέλυσαι της ασθενείας σου". Όλοι οι ποιητές , είτε το γνωρίζουν , είτε το αρνούνται,είτε το αγνοούν είναι λίγο πολύ χαρμολυπικοί.Η μακαρία χαρμολύπη όμως εντοπίζεται απόλυτα μόνο στους βιωματικούς μυστικούς της ορθόδοξης πνευματικότητας.

Τρίτη

φ.δεληβοριάς-χριστούγεννα

Χριστούγεννα
Δεν περιμένω όμως τίποτα πια
Τον Αι Βασίλη απλώς τον λέγαν μπαμπά
Κι είν’ ένας πρώην Έλλην αριστερός
Ένας θνητός
Με τ’ όνειρό του δίχως στέγη καμιά
Και το ανοιξιάτικο κορίτσι – μαμά
Πλακώνεται απ’ τη συνταγή την παλιά
Οι μυρωδιές θυμίζουν κάτι βαρύ
Κάποια πληγή
Που απλώς δε θέλουμε ν’ ανοίξει ξανά

Χριστούγεννα

Τα πλεϊμομπίλ μου είν’ εξαιτίας μου κουτσά
Σβησμένα στη σαμπάνια βεγγαλικά
Ίσως για κάποιους νά `ναι ακόμα γιορτή
Μα ποιοι είν’ αυτοί;
Ζουν σε θερμοκοιτίδες ή σε χωριά;

Χριστούγεννα

Κι ό,τι αρχίζω μου πηγαίνει στραβά
Πάντα με πάει σ’ ενός σταυρού τα καρφιά
Και πότε πότε τα καρφώνω κι εγώ
Σε άλλον αμνό
Έτσι ήταν πάντα κι έτσι θά `ναι ξανά

Χριστούγεννα

Κι εσύ τι θες απ’ τη ζωή μου ξανά;
Με τα λαμπιόνια σου τα θανατερά
Και το φιλί σου πάντοτε αποδεκτό
Πως σε μισώ
Θες νά `σαι η ίδια και ν’ αλλάζω εγώ
Με θες προσωπικό σου δημιουργό
Μη λες πως μοιάζω με τον Ντόναλντ εγώ
Λάμπω εγώ
Με μ’ ένα σπότλαϊτ που δε μου είναι αρκετό

Χριστούγεννα

Τι φταίω που αν λείπεις η ζωή μου διψά
Το γαϊδουράκι της τραβάει αργά
Να βρει ένα πανδοχείο νυχτερινό
Να `ναι ανοιχτό
Ή έστω μια φάτνη να χωράει το κενό

Χριστούγεννα

Χωρίς αυτά ο χρόνος δεν ξεκινά
Βοσκούς μαζεύω, μάγους από μακριά
Γιορτάζω για ν’ αλλάξουμε οριστικά
Χρόνια πολλά
Χωρίς να προσποιούμαι τίποτα πια

Δευτέρα

φ.κόντογλου-καπετάνιος αγιογράφος

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ Χριστούγεννα, στὰ 1864, ἔκανε μεγάλη φουρτούνα μὲ χιονιά. Στ’ἀγριεμένο πέλαγο δὲν φαινότανε πουθενὰ πανί. Μοναχὰ ἕνα μικρὸ καΐκι πάλευε μὲ τὸ χάρο ἀνοιχτὰ ἀπὸ τὴν Τῆνο. Ἤτανε ἑνὸς καπετὰν Γιώργη ἀπὸ τὴ Νάξο, φορτωμένο κρασιὰ ἀπὸ τὴ Σαντορίνη. Ὅλη τὴ μέρα ἀγαντάριζε στὸν ἀγέρα, μὰ σὰν σκοτείνιασε, ὁ βοριὰς σκύλιαξε κ' ἔσπασε τ’ ἄρμπουρο, ἔβγαλε καὶ τὸ τιμόνι ἀπὸ τὰ βελόνια. Οἱ ἄνθρωποι προφτάξανε καὶ ρίξανε τὴ βάρκα στὴ θάλασσα καὶ μπήκανε μέσα. Δὲν εἴχανε ἀλαργάρει ὥς μιὰ τουφεκιὰ τόπο, καὶ βούλιαξε τὸ καΐκι. Τὴ βάρκα τὴν ἅρπαξε τὸ μπουρίνι καὶ τὴν πήγαινε ὅπου ἤθελε μέσα στὴν πίσσα τῆς νύχτας. Οἱ τρεῖς νοματέοι ποὺ βρισκόντανε μέσα, ἤτανε ὁ καπετὰν Γιώργης κι' ἄλλοι δυὸ γεμιτζῆδες, σὲ ἐλεεινὴ κατάσταση, βρεμένοι μέχρι κόκκαλο μὲ κεῖνον τὸν χιονιά, πουντιασμένοι ἀπὸ τὸ τάντανο, δίχως καμμιὰν ἐλπίδα πὼς θὰ γλυτώνανε. Πιάσανε καὶ κλαίγανε σὰν τὰ μωρά, καὶ τάξανε κ' οἱ τρεῖς νὰ πᾶνε νὰ καλογερέψουνε, ἂν λάχαινε νὰ γλυτώσουνε. Κι’ ὁ Θεὸς ἄκουσε τὶς φωνὲς ποὺ τὸν παρακαλούσανε γιατί βγαίνανε σὰν τοῦ Ἰωνᾶ μέσα ἀπὸ καρδιὲς ἀπελπισμένες, καὶ κεῖ ποὺ δὲν ξέρανε ποῦ βρισκόντανε, σὰν ξημέρωσε, εἴδανε πὼς ὁ καιρὸς καλωσύνεψε ἀνέλπιστα, καὶ πὼς βρισκόντανε κοντὰ στὴ Σύρα. Ἤβγανε γεροὶ ὄξω καὶ τοὺς μαζέψανε κάτι ψαράδες, δὲν ἀρρώστησε κανένας. Καθίσανὲ δυὸ τρεῖς μέρες στὴ Σῦρα, κ' εἴπανε πὼς ἒχουνε χρέος νὰ κάνουνε τὸ τάξιμό τους. Πουλήσανε τὴ βάρκα, καὶ μὲ κεῖνα τὰ λεφτὰ μπαρκάρανε, καὶ πήγανε ἴσια στ' Ἅγιον Ὄρος καὶ γινήκανε κ' οἱ τρεῖς καλογέροι, δίχως νὰ εἰδοποιήσουνε τὰ σπίτια τους πὼς γλυτώσανε, ἀφοῦ εἴπανε πὼς εἶναι πιὰ πεθαμένοι γιὰ τὸν κόσμο. Ὁ καπετὰν Γιώργης πῆγε κι' ἀσκήτεψε στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, κ' ἒφταξε σὲ μεγάλα μέτρα, μὲ προσευχή, μὲ νηστεία καὶ μὲ σκληρὴ κακοπάθηση τοῦ κορμιοῦ, τόσο, ποὺ ξακούστηκε ἡ ἁγιοσύνη του σ' ὅλὸ τὸ Ὄρος. Ἔμαθε καὶ τὴν τέχνη κοντὰ σ’ ἕναν γέροντα μάστορα, κ' ἒγινε σπουδαῖος ἁγιογράφος. Ἡ γυναῖκα του τὸν εἶχε γιὰ πνιγμένον κ' ἔκανε κάθε χρόνο τὰ κόλυβά του. Δὲν ἒμαθὲ πὼς γλύτωσε καὶ πὼς καλογέρεψε ὁ ἄντρας της. Μαυροφόρεσε αὐτὴ καὶ τὰ δυὸ παιδιὰ της τὰ πιὸ μεγάλα, γιατί τὸ μικρὸ ἤτανε μωρὸ βυζανιάρικο. Κι' ὁ καπετὰν Γιώργης, ποὺ γίνηκε Πάτερ Γεράσιμος, δὲν θέλησε νὰ μάθει τίποτα γιὰ τὸ σπίτι του, μὴν τύχει καὶ τὸν νικήσει ἡ ἀγάπη τῶν παιδιῶν του. Ἀλλὰ σὰν περάσανε δυὸ τρία χρόνια, δυνάμωσε ἡ ψυχή του μὲ τὴ θεία χάρη κ' ἤθελε νὰ βγεῖ γιὰ λίγον καιρὸ ἀπὸ τὸ Ὄρος, ὅπως βγαίνανε κι' ἄλλοι πατέρες γιὰ ἐλέη, καὶ νὰ πάγει στὴ Νάξο νὰ δεῖ τὰ παιδιὰ του καὶ τὴ γυναῖκα του, δίχως νὰ φανερωθεῖ. Μάλιστα, σὰν διάβασε τὸ συναξάρι τ' ἅγιου Γιάννη τοῦ Καλυβίτη, ποὺ ἤτανε μοναχογυιὸς κι’ ἀρχοντόπουλο, καὶ πῆγε κρυφὰ καὶ καλογέρεψε, καὶ γιὰ νὰ πονέσει ἀκόμα πιὸ πολὺ ἡ καρδιά του γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πῆγε στὸ πατρικὸ τὸ σπίτι του κ' ἔκανε τὸν ὑπηρέτη δίχως νὰ τὸν ξέρουνε οἱ γονιοί του, κι' ἔτσι παράδωσε τὸ πνεῦμα του στὸ Θεό, σὰν διάβασε λοιπὸν ὁ πάτερ Γεράσιμος τούτη τὴ συγκινητικὴ τὴν ἱστορία, ἀποφάσισε σίγουρα νὰ πάγει στὴ Νάξο. Πῆρε λοιπὸν τὴν εὐχὴ ἀπὸ τὸν γέροντά του, καὶ μπῆκε σ' ἕνα καΐκι καὶ τὸν ἔβγαλε στὴν Πάρο. Ἐκεῖ κάθισε κανένα μῆνα, κ' ἐπειδὴς εἶχε πάρει μαζί του καὶ τὰ σύνεργα τῆς ζωγραφικῆς, ζωγράφισε καὶ καμπόσα εἰκονίσματα ποὺ τοῦ παραγγείλανε. Καὶ τόση ἤτανε ἡ εὐλάβειά του κ' ἡ σεβασμιότητα ποὺ εἶχε τὸ παρουσιαστικό του, ποὺ ξακούστηκε στὰ γύρωθε νησιὰ πὼς τὰ εἰκονίσματα ποὺ ζωγράφιζε ἤτανε «ἔθαρμα» (1), γιατί δὲν ἔτρωγε λάδι παρὰ ἔβαζε μονάχα λίγο, μὲ τοῦ φτεροῦ τὴν ἄκρη, στὸ φαγητό του τὴν Κυριακὴ ποὺ δὲν δούλευε, κ' ἔτρωγε καὶ τὸ ψωμὶ μὲ μέτρο, καὶ τὸ νερὸ ἀκόμα ποὔπινε. Τὰ γόνατά του ἤτανε πληγωμένα ἀπὸ τὶς μετάνοιες ποὺ ἔκανε ὅλη τὴ νύχτα, κι' ὁ ὕπνος του ἤτανε μοναχὰ μιὰ δυὸ ὧρες, καὶ τὸν ἔπαιρνε καθιστὸς ἀπάνω στὸ σεντοῦκι ποὖχε τὰ ἐργαλεῖα του, εἴτε πλαγιαστὸς ἀπάνω στὸ χῶμα. Κι' ἀπὸ τὰ λιγοστὰ λεφτουδάκια ποὺ ἔπαιρνε γιὰ τὰ κονίσματα ποὺ ἔκανε, γιὰ τὴ συντήρησή του ξόδευε τὰ πιὸ λίγα, καὶ τ’ἄλλα τἄδινε κρυφὰ στοὺς φτωχούς.

Πήγανε λοιπὸν ἀπὸ τὴ Νάξο δυὸ τρεῖς εὐλαβεῖς χριστιανοὶ καὶ τὸν παρακαλέσανε νὰ πάγει καὶ στὸ νησί τους. Καὶ δὲν τὸν γνωρίσανε, γιατὶ εἶχε ἀλλάξει ὁλότελα τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὰ γένεια κι' ἀπὸ τὰ μαλλιὰ κι’ ἀπὸ τὴ μεγάλη ἐγκράτεια, καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ἁγιοσύνη. Καὶ κεῖνος χάρηκε πολύ, καὶ σὰν βρέθηκε μοναχός του ἔκλαψε καὶ φχαρίστησε τὸν Θεό, γιατί ἤτανε φανερὸ πὼς θέλημά του ἤτανε νὰ πάγει στὴν πατρίδα του νὰ δοκιμαστεῖ ἡ πίστη του «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ».



Βγῆκε λοιπὸν στὴ Νάξο, ἕξη χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ γίνηκε καλόγερας. Οἱ θεοφοβούμενοι χριστιανοὶ κατεβήκανε καὶ τὸν πήρανε ἀπὸ τὴ βάρκα, κι' ὁ καθένας ἤθελε νὰ τὸν πάρει στὸ σπίτι του, γιὰ νἄχει τὴν εὐλογία του. Πλὴν ὁ Χριστὸς ἔδειξε πάλι πὼς τὸν θεωροῦσε στερεὸν στὴν πίστη του καὶ ἤρθανε τὰ πράγματα τέτοιας λογῆς, ὥστε νὰ τὸν βάλουνε οἱ πιτρόποι τῆς ἐκκλησίας σ' ἕνα κελλὶ ποὺ ἤτανε ἀντίκρυ στὸ σπίτι του. Δὲν περάσανε δυὸ τρεῖς μέρες καὶ πῆρε παραγγελιὰ νὰ ζωγραφίσει κάμποσες εἰκόνες, κ' ἔπιασε καὶ δούλευε. Τὴ μέρα ἤτανε κλεισμένος στὸ κελλί του καὶ δὲν κύταξε καθόλου ἀπὸ τὸ παράθυρο. Μοναχὰ τὴ νύχτα, σὰν ἀνάβανε τὴ λάμπα στὸ σπίτι του, καθότανε στὰ σκοτεινὰ δίχως νὰ τὸν βλέπουνε, καὶ κύτταζε μέσα τὴ χήρα τὴ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του μαυροντυμένα, ποὺ καθόντανε στὸ τραπέζι γιὰ νὰ φᾶνε. Τότες τρέχανε σὰν βρύσες τὰ μάτια του, κ' ἔπεφτε σὲ προσευχὴ καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν βαστάξει μὲ τὸ δυνατὸ χέρι του γιὰ νὰ μὴν λυγίσει, ὥστε νὰ βγάλει πέρα τοῦτον τὸν μεγάλον ἀγῶνα ποὺ ἤτανε παραπάνω ἀπ' ὅσο μπορεῖ νὰ ἀντέξει ἄνθρωπος. Γονάτιζε, κ' ἔκλαιγε γονατιστός. Ἔλεγε τὸ ψαλτῆρι κ' ἡ καρδιά του σὰ νἄθελε νὰ βγεῖ
ἀπὸ τὸ στῆθος του, σὰν περιστέρι νὰ πετάξει. Ποῦ νὰ πετάξει; στὸ σπίτι του ἢ στὸ Θεό, ποὺ εἶπε «ὅποιος ἀγαπᾶ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ παιδιὰ περισσότερο ἀπὸ ἐμένα, αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιός μου; Κ’ ἔλεγε μὲ κλάψιμο: «Ἕως τίνος θήσομαι ὀδύνας ἐν τῇ καρδίᾳ μου, ἡμέρας καὶ νυκτός; Ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριος ὁ Θεός μου. Φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου: Ἴσχυσα πρὸς αὐτόν. Κύριε, ἐν σοὶ ρυσθήσομαι ἀπὸ πειρατηρίου, καὶ ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος. Σύ μου εἴ καταφυγὴ ἀπὸ θλίψεως τῆς περιεχούσης με. Κύριε, ἐναντίον σου πᾶσα ἡ ἐπιθυμία μου, καὶ ὁ στεναγμός μου ἀπό σοῦ οὐκ ἀπεκρύβη. Πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καὶ τὰ κύματά σου ἐπ' ἐμὲ διῆλθον. Τὶς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς, καὶ πετασθήσομαι, καὶ καταπαύσω; Ὁ Θεός, τὴν ζωήν μου ἐξήγγειλά σοι, ἔθου τὰ δάκρυά μου ἐνώπιόν σου. Ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι. "Οτι ἐρρύσω τὴν ψυχήν μου ἐκ τοῦ θανάτου, τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀπὸ δακρύων, τοὺς πόδας μου ἀπὸ ὀλισθήματος. Ἐκοπίασα κράζων, ἐβραγχίασεν ὁ λάρυγξ μου, ἐξέλιπον οἱ ὀφθαλμοί μου ἀπὸ τοῦ ἐλπίζειν με ἐπὶ τὸν Θεόν μου». Κι' ἀπὸ τὸν πολὺν ἀγῶνα τὸν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος κατὰ τὰ ξημερώματα. Κι' ἄνοιγε τὰ μάτια του κ' ἔβλεπε τὴ μέρα ποὺ γλυκοχάραζε καὶ στάλαζε εἰρήνη στὴν καρδιά του, σὰν νἄτανε ἄλλος ἄνθρωπος. Ἔβαζε μὲ τὸν νοῦ του τὸ θρῆνο ποὺ ἔκανε τὴ νύχτα, κ' ἔλεγε μὲ σιγανὴ φωνή: «Τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμός, καὶ εἰς τὸ πρωὶ ἀγαλλίασις. Κύριος ἐγεννήθη βοηθός μου. Ἔστρεψας τὸν κοπετόν μου εἰς χαρὰν ἐμοί• διέρρηξας τὸν σάκκον μου καὶ περιέζωσάς με εὐφροσύνην». Ἔτσι περνούσανε οἱ μέρες. Καὶ δυνάμωνε ἡ ψυχή του, τόσο, ποὺ ἀποροῦσε καὶ δόξαζε τὸν Θεό. Γιατί ἔφταξε νὰ καλημερίζει τ' ἀγοράκι του ποὺ ἔβγαινε τὸ πρωὶ ἀπὸ τὸ σπίτι του νὰ πάγει νὰ δουλέψει σ' ἕνα τσαγκαράδικο, καὶ τὸ μικρὸ τὸ κοριτσάκι του ποὺ ἤτανε βυζανιάρικο τὸν καιρὸ ποὺ θαλασσοπνίγηκε, πήγαινε κάθε τόσο στὸ κελλί του καὶ τοῦ φιλοῦσε τὸ χέρι καὶ κουβεντιάζανε μαζί. Ἤτανε τότε ὡς ἕξη χρονῶν καὶ τὸ λέγανε Καλλιοπίτσα. Πήγαινε λοιπὸν ἡ Καλλιοπίτσα, στὸν παποῦ, καὶ τοὔδινε κρύο νερὸ ἀπὸ τὴ στέρνα, καὶ σαπούνιζε καὶ τὶς βροῦτσες ποὺ ζωγράφιζε, καὶ δὲν ἤθελε νὰ φύγει ἀπὸ κοντά, σὰ νἄνοιωθε πὼς τὴν τραβοῦσε τὸ αἷμα. Καὶ κεῖ ποὺ μιλούσανε, ὧρες ὧρες γύριζε ὁ Πάτερ Γεράσιμος τὸ πρόσωπό του καὶ σφούγγιζε τὰ μάτια του, κ' ἔλεγε πάλι: «Κτηνώδης ἐγενήθην παρὰ σοί• κἀγὼ διαπαντὸς μετὰ σοῦ, ἤγουν: «Σὰν τ' ἀναίσθητο τὸ ζῶο γίνηκα γιὰ σένα, Θεέ μου, μὰ ἐγὼ παντοτινὰ εἶμαι μαζί σου».

Μιὰ μέρα χτύπησε ἡ πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, καὶ σὰν ἄνοιξε, βλέπει μπροστά του τὴ γυναῖκα του. Καὶ σὰν νἄτανε ἀπὸ πέτρα κι' ὄχι ἄνθρωπος μὲ κορμί, δὲν ἀπόδειξε τίποτα, κι' οὔτε ταράχτηκε στὸ παραμικρό. Καὶ κείνη δὲν τὸν γνώρισε ὁλότελα, καὶ τοῦ λέγει: «Καλὴ μέρα, γέροντα», καὶ φίλησε τὸ χέρι του. Καὶ κεῖνος τῆς λέγει: «Ὁ Θεὸς νὰ σὲ εὐλογεῖ, τέκνο μου». Καὶ σὰν μπήκανε μέσα, κάθισε ὁ Πάτερ Γεράσιμος στὸ σκαμνί του, καὶ κείνη κάθισε ντροπαλὴ καὶ πικραμένη στὸ σεντοῦκι. Καὶ θέλοντας νὰ μιλήσει ἡ κακομοῖρα δάκρυσε. Ἡ γυναῖκα ποὺ δὲν τὸν γνώρισε τὸν ἄντρα της, δάκρυσε, καὶ κεῖνος ποὺ τὴ γνώρισε, δὲν δάκρυσε, μήτε ταράχτηκε, μήτε τίποτα ἀπόδειξε, παρὰ καθότανε μὲ χαροποιὸ πρόσωπο, σὰν τοὺς μάρτυρες τὴν ὥρα ποὺ τοὺς καίγανε καὶ ποὺ ξεσκίζανε τὰ κορμιά τους. Λέγει του ἡ γυναίκα δακρυσμένη: «Ἦρθα, γέροντα νὰ σὲ παρακαλέσω νὰ μοῦ φτιάξεις μιὰν εἰκόνα τ' ἅγιου Γιώργη, σὲ μνημόσυνο τοῦ μακαρίτη τ’ἀντρός μου, ποὺ πνίγηκε ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα πρὶν ἀπὸ ἕξη χρόνια». «Μετὰ χαρᾶς», λέγει ὁ καλόγερας. «Βοήθεια σου. Μὰ δὲν εἶναι καλὸ νὰ κλαῖς, γιατί βαραίνεις τὴν ψυχή του. Εἶσαι χήρα γυναῖκα, δὲν θέλω τίποτα γιὰ τὸν κόπο μου». Ἡ γυναίκα τοὔκανε μετάνοια κ' ἔφυγε. Τὴν ἄλλη μέρα πρωὶ πρωὶ ὁ Πάτερ Γεράσιμος ἔβαλε μπροστὰ τὴν εἰκόνα. Ὅσον καιρὸ τὴ δούλευε, τὰ μάτια του τρέχανε σὰν βρύσες, οἱ μπογιὲς μὲ τὰ δάκρυα ἤτανε ζυμωμένες. Στὸ ἀπάνω μέρος ζωγράφισε τὸν ἅγιο Γιώργη ἁρματωμένον καὶ θλιμμένον καβάλλα στ' ἄλογο, κι' ἀπὸ κάτω τὸ θεριὸ λαβωμένο ἀπὸ τὸ κοντάρι του, κ' ἡ βασιλοπούλα κύτταζε τρομαγμένη κ' ἔμοιαζε τὴν Καλλιοπίτσα. Καὶ στὸ κάτω μέρος χώρισε ἕνα μέρος, καὶ ζωγράφισε ἕνα καράβι ποὺ βούλιαζε, καὶ τρεῖς ναῦτες ποὺ θαλασσοπαλεύανε μέσα στ' ἄγρια τὰ κύματα, κ' ἔγραψε: «Τὸ ναυάγιον». Καὶ σὲ μιὰ γωνιὰ ἔγραψε πάλι τοῦτα τὰ λόγια: «Ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Γεωργίου Ἀντρῆ ὅν περ κατέπιε ὑδατόστρωτος τάφος, ἐν ἔτει 1864, μηνὶ Δεκεμβρίῳ 25». Κι' ἀπὸ κάτω ἔγραψε «Διὰ χειρὸς Γερασίμου μοναχοῦ του ἁμαρτωλοῦ. Ἔτους 1870».

Ὕστερα ἀπὸ κανέναν μῆνα, ὁ Πάτερ Γεράσιμος μίσεψε ἀπὸ τὴ Νάξο γιὰ νὰ γυρίσει στὸ Ὅρος. Περνῶντας ἀπὸ τὴ Σύρα ἔγραψε στὴ γυναῖκα του πὼς ἔμαθε ἀπὸ ἕναν ἄλλον καλόγερα πὼς ὁ Καπετὰν Γιώργης ζεῖ καὶ πὼς εἶναι στὸ Ὄρος, καὶ πὼς νὰ στείλει ἐκειπέρα τὸ γυιὸ της τὸν μεγάλο γιὰ νὰ τοῦ δώσει τὶς παραγγελιές του. Σὰν γύρισε πίσω στὴ σκήτη τῆς μετανοίας του, πήρε ἕνα γράμμα ἀπὸ τὸ γυιό του πὼς σὲ λίγες μέρες θὰ πήγαινε νὰ τὸν ἀνταμώσει. Κατέβηκε στὴ Δάφνη καὶ τὸν περίμενε. Σὰν βγῆκε ἀπὸ τὴ βάρκα, τὸν καλωσόρισε ὁ Πάτερ Γεράσιμος. Καθίσανε καὶ κουβεντιάζανε γιὰ τὴ Νάξο, γιὰ τὸ σπίτι τους. Κάθε τόσο ρωτοῦσε τὸ παιδί: «Πότε θἄρθει, γέροντα, ὁ πατέρας μου;» Καὶ κεῖνος τοὔλεγε: «Πῆγε ὡς τοῦ Ξηροποτάμου, κι' ὅπου νἆνε θἄρθει». Πάλι σὲ λίγο ξαναρωτοῦσε : «Πότε θἄρθει, γέροντα, ὁ πατέρας μου;» Ὅπου σὲ μιὰ στιγμή, τὸν πήρανε τὰ δάκρυα τὸν γέροντα, καὶ λέγει τοῦ παιδιοῦ του: «Ἐγώ εἶμαι, παιδί μου, ὁ πατέρας σου, ἐγὼ ἤμουνα μιὰ φορὰ ὁ καπετὰν Γιώργης. Μὰ θἄμουνα πνιγμένος ἂν δὲ μὲ γλύτωνε ὁ Θεός, κ' ἔταξα νὰ γίνω καλόγερας. Τώρα ἐσὺ δὲν εἶσαι ὀρφανό, μὰ ἐγὼ εἶμαι πιὰ πεθαμένος γιὰ τὸν κόσμο. Ἔτσι θέλησε ὁ Παντοδύναμος ποὺ εἶπε πὼς θὰν ἀφήσει γονιοὺς καὶ παιδιὰ καὶ γυναῖκα ὅποιος τὸν ἀγαπᾶ. Γεννηθήτω τὸ θέλημά του».


Ἀπὸ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ» ἔτος β’ τόμος τέταρτος τεῦχος 45, Χριστούγεννα 1949

myriobiblos

Πέμπτη

ν.καρούζος-πράξη μοναχού μονοχίτωνος



Κάποια όνειρα που βλέπω, μ’ αρέσει ναν τα διηγιέμαι. Τι είδα χτες. Ένας ερημίτης κόβει λουλούδι και λέει στους μαθητάδες ολόγυρα: «Βλέπετε τίποτα σ΄αυτήνε την πράξη;». Ο ένας λέει πως είναι αγάπη για τ’ άνθη και ομοίωση μαζί τους. ο άλλος λέει πως είναι η μη-συνείδηση και τείνει σε κινήσεις μη-χρησιμότητας. ένας άλλος αποκρίνεται πως ήτανε μια ανάπαυλα της αγιότητας. Ο ερημίτης πάει στο μίσχο, δένει το λουλούδι με σπάγγο, λέγοντας: «Ήτανε μια πράξη εξουσίας». Και έμεινε άφωνος έως θανάτου, κατά το όνειρο που είδα.

Τρίτη

χαλίλ γκιμπράν-ο πόλεμος και τα μικρά έθνη





Κάποτε, ψηλὰ πάνω ἀπὸ κάποιο λιβάδι ποὺ μιὰ προβατίνα κι ἕνα προβατάκι βοσκοῦσαν, ἕνας ἀετὸς κυκλόφερνε καὶ κοίταζε πεινασμένα κάτω τὸ προβατάκι. Κι ἐνῷ ἦταν ἕτοιμος νὰ κατέβει καὶ ν᾿ ἁρπάξει τὴ λεία του, κάποιος ἄλλος ἀετὸς φάνηκε καὶ γυρόφερνε πάνω ἀπ᾿ τὴν προβατίνα καὶ τὸ μικρό της, μὲ τὴν ἴδια πεινασμένη διάθεση. 

Τότε, οἱ δυὸ ἀνταγωνιστὲς ἄρχισαν νὰ παλεύουν, γεμίζοντας τὸν οὐρανὸ μὲ τὶς ἄγριες κραυγές τους.

Ἡ προβατίνα κοίταξε ψηλὰ κι ἔνιωσε μεγάλη κατάπληξη. Γύρισε στὸ προβατάκι καὶ εἶπε : «Παράξενο πρᾶγμα πού ῾ναι, παιδί μου, δυὸ ἀρχοντικὰ πουλιὰ νὰ πρέπει νὰ ρίχνονται τὸ ἕνα στ᾿ ἄλλο. Ὁλόκληρος οὐρανὸς καὶ δὲν εἶναι ἀρκετὰ μεγάλος καὶ γιὰ τὰ δυό τους; Προσευχήσου, μικρό μου, προσευχήσου μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά σου νὰ δώσει ὁ Θεὸς εἰρήνη στὰ φτερωτὰ ἀδέρφια σου».

Καὶ τὸ προβατάκι προσευχήθηκε μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του.

Σάββατο

γ. σαραντάρης- εμείς οι έλληνες



Εμείς οι Έλληνες
Που σε χαρούμενα νησιά έχουμε τόπο
Σε άμοιρη στεγνή γη
Που την υγραίνει ευλάβεια στον αιώνα
Η πλούσια ανάμνηση
Ο άφθονος ήλιος
Εμείς ίσαμε τώρα δουλοπάροικοι
Ξένων ξεμωραμένων εξουσιών
Που γέρασαν σαν δέντρα
Μελαγχολικά αγνάντια στον τάφο
Και με παράξενο με αλλόφρονα εγωισμό
Ακόμα μας κρατάν στην αγκαλιά τους
Πουλιά που κρυώνουμε
Και δεν νοιαζόμαστε να στήσουμε
Σε πιο πράσινο χώρο
Τη φωλιά μας
Εμείς πότε θα διαβούμε
Στην τύχη μας μια ώρα που δεν σβήνει
Στα χέρια μας στα νιάτα μας
Μια φούχτα δύναμη και θάρρος
Που τήνε χρειάζεται και χαιρετάει
Ο ζωντανός κόσμος
Η Δύση πού θα βρει καινούριο δρόμο
Για τις ανθρώπινες ψυχές;

Κυριακή

οδ.ελύτης-[ήρθαν ντυμένοι φίλοι...]

Ήρθαν ντυμένοι φίλοι
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας
και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
Έφεραν το Σοφό, τον Οικιστή, και το Γεωμέτρη,

την πάσα υποταγή και δύναμη,
παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.
Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.
Ούτε μέλισσα καν δεν γελάστηκε
το χρυσό ν’ αρχίσει παιχνίδι
ζέφυρος καν, τις λεύκες να φουσκώσει ποδιές.
Έστησαν και θεμελίωσαν
στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα
πύργους κραταιούς και επαύλεις
ξύλα και άλλα πλεούμενα,
τους νόμους τους θεσπίζοντας
τα καλά και συμφέροντα,
στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.
Και το μέτρο δεν 
έδεσε ποτέ με την σκέψη τους.
Ούτε καν ένα χνάρι θεού
στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε
ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς
τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει.
Έφτασαν ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας.
Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε
παρά μόνο σίδερο και φωτιά.
Στ’ ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα
μόνο όπλα και σίδερο και φωτιά.
Μόνο όπλα και σίδερο και φωτιά


οδυσσέας ελύτης – άξιον εστί
εικόνα: παναγιά της νίκης

Τετάρτη

[μιλούσες για πράγματα]-γ.σεφέρης

Μιλοῦσες γιὰ πράγματα ποὺ δὲν τά ῾βλεπαν
κι αὐτοὶ γελοῦσαν.
Ὅμως νὰ λάμνεις στὸ σκοτεινὸ ποταμὸ
πάνω νερά·
νὰ πηγαίνεις στὸν ἀγνοημένο δρόμο
στὰ τυφλά, πεισματάρης
καὶ νὰ γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σὰν τὸ πολύροζο λιόδεντρο -
ἄφησε κι ἂς γελοῦν.
Καὶ νὰ ποθεῖς νὰ κατοικήσει κι ὁ ἄλλος κόσμος
στὴ σημερινὴ πνιγερὴ μοναξιὰ
στ᾿ ἀφανισμένο τοῦτο παρὸν -
ἄφησέ τους.
θαλασσινὸς ἄνεμος κι ἡ δροσιὰ τῆς αὐγῆς
ὑπάρχουν χωρὶς νὰ τὸ ζητήσει κανένας.


θερινό ηλιοστάσι, θ΄

ημέρα κοίμησης του +20-9-1971

Κυριακή

ζωή καρέλλη-μετά τον εσπερινό


παναγιά φιλουσιώτισσα

Περίσκεπτη η Θεοτόκος
Στη σκοτεινή, Βυζαντινή εικόνα,
αυτή η μεσιτεύουσα γλυκεία ελπίς,
Έμεινε σοβαρή και μ' αυστηρή θωριά.

Στο βλέμμα του επισκέπτη που Την κοίταζε μελαγχολία γεμάτος για την
απιστία του,
γνωρίζοντας συνάμα την μύχιαν έπαρση,
ίσως και τον κρυμμένο φόβο,
μέσα στην άδειαν εκκλησία,
αφού τελείωσε ο σύντομος Εσπερινός.


Πέμπτη

κ.καβάφης-συμεών


Τα ξέρω, ναι, τα νέα ποιήματά του·
ενθουσιάσθηκεν η Βηρυτός μ' αυτά.
Μιαν άλλη μέρα θα τα μελετήσω.
Σήμερα δεν μπορώ γιατ' είμαι κάπως ταραγμένος.

Απ' τον Λιβάνιο πιο ελληνομαθής είναι βεβαίως.
Όμως καλλίτερος κι απ' τον Μελέαγρο; Δεν πιστεύω.



Α, Μέβη, τι Λιβάνιος! και τι βιβλία!
και τι μικρότητες!... Μέβη ήμουν χθες -
η τύχη τώφερε - κάτω απ' του Συμεών τον στύλο.

Χώθηκα ανάμεσα στους Χριστιανούς
που σιωπηλοί προσεύχονταν κ' ελάτρευαν,
και προσκυνούσαν· πλην μη όντας Χριστιανός
την ψυχική γαλήνη των δεν είχα -
κ' έτρεμα ολόκληρος και υπόφερνα·
κ' έφριττα, και ταράττομουν, και παθαινόμουν.

Α μη χαμογελάς· τριάντα πέντε χρόνια, σκέψου -
χειμώνα, καλοκαίρι, νύχτα, μέρα, τριάντα πέντε
χρόνια επάνω σ' έναν στύλο ζει και μαρτυρεί.
Πριν γεννηθούμ' εμείς - εγώ είμαι είκοσι ενιά ετών,
εσύ θαρρώ είσαι νεότερος μου -
πριν γεννηθούμ' εμείς, φαντάσου το,
ανέβηκεν ο Συμεών στον στύλο
κ' έκτοτε μένει αυτού εμπρός εις τον Θεό.
Δεν έχω σήμερα κεφάλι για δουλειά.-
Πλην τούτο, Μέβη, κάλλιο να το πεις
που ό,τι κι αν λεν οι άλλοι σοφισταί,
εγώ τον παραδέχομαι τον Λάμονα
για πρώτο της Συρίας ποιητή.
 

Τετάρτη

αργύρης χιόνης-το ωραίο καλοκαίρι



Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
Ωραίο αλλά κι επικίνδυνο
Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
Ξεχάστηκε θαμμένος μες στην άμμο
Όταν τον θυμηθήκαν ύστερ' από μέρες
Σηκώσαν το καπέλο του
Δεν ήταν από κάτω
Μια πάλλευκη τουρίστρια απ' το βορρά
Τα 'φτιαξε με τον ήλιο
Κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες
Σκούρυνε αφομοιώθηκε απ' το τοπίο
Οι δικοί της τώρα την αναζητούν
Μέσω του ερυθρού σταυρού
Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός
Αν τους βαστάει τώρα
Ας με ξαναδείρουν, είπε
Πήρανε ο μπαμπάς και η μαμά
Μαχαίρι και πιρούνι
Και χωρίς να τρυπηθούν
Του φάγαν την καρδιά...
Βαθιά ένα καράβι έμενε ακίνητο
Ακίνητο ένα καλοκαίρι
Φυσούσαν άνεμοι φουσκώναν τα πανιά
Δεν έλεγε να φύγει. Τι περίμενε;
Κανείς δεν ξέρει.

Παρασκευή

Δύο θεομητορικά









χαίροις ροδωνιά η ηδύπνους, η εκ καλύκων βλαστήσασα, παρθενίας ρόδον, ερυθρόν ευώδες...


 Χαῖρε, κρῖνον, οὗ ὁ γόνος Ἰησοῦς, ταῦτα τὰ κρῖνα τοῦ ἀγροῦ ἀμφιεννύντος·
ἡδύπνους ῥοδωνία τοῦ Πνεύματος, ἐξ ἧς Χριστὸς ἀνήθευτον ἐξ ἀσπορίας στολὴν περιεβάλετο, τὴν Σολομωντικὴν στολὴν ἀποκρύπτουσαν.
Χαῖρε, ἄνθος, τὸ πάσης ἀνθοβαφικῆς χροιᾶς ποικιλώτερον ἐξ ἀρετῆς ἁπάσης ἥδυσμα, ἐξ ἧς ἄνεισιν ἄνθος ὁμοίῳ ὅμοιον κατὰ μητρικὴν ἐμφέρειαν, ἐφ' ᾧ ἑπτὰ τὰ ἀναπαυόμενα πνεύματα, ὡς ὁ Λόγος.
Χαῖρε, νάρδος νάουσα, καὶ ἀρδεύουσα κατὰ τὰ μυρεψικὰ τῆς ἁγνείας ἀρώματα, ὧν ἡ διάδοσις ὀσμὴ ἡδεῖα τῷ φήσαντι ἐν Ἄσμασι·
Νάρδος μου ἔδωκεν ὀσμὴν αὐτοῦ.
Χαῖρε, στακτὴ, ἡ ἐκ παρθενικῆς βαλσαμουργίας ἀποστάξασα Χριστῷ, στακτὴν ἁγιάσματος, ἤτοι γάλακτος, ἡ ψάλλουσα ἐν Ἄσμασιν·
Ἀπόδεσμος τῆς στακτῆς ἀδελφιδοῦς μου ἐμοὶ, ἀναμέσον τῶν μαστῶν μου αὐλισθήσεται.
Χαῖρε, κιννάμωμον, τὸ ἐκ νοητοῦ παραδείσου τῆς ἀχραντίας ἐξιὸν ἄρωμα, οὗ ἡ ὀσμὴ ἡδεῖα τῷ λέγοντι ἐν Ἄσμασιν·
Ἀποστολαί σου παράδεισος ῥοῶν μετὰ καρπῶν ἀκροδρύων·
κάλαμος καὶ κιννάμωμον μετὰ πάντων ξύλων τοῦ Λιβάνου.
Χαῖρε, θύγατερ, ἡ θυηπόλος νεᾶνις, ἧς τὸ ἄχραντον ἐράσμιον, καὶ ὁ κόσμος παράδοξος τῷ φήσαντι ἐν Ἄσμασι·
Τί ὡραιώθησαν διαβήματά σου ἐν ὑποδήμασι, θύγατερ Ἀμιναδάβ;
Ἡ κοιλία σου θημωνία σίτου πεφραγμένη ἐν κρίνοις.
Χαῖρε, ἀδελφὴ, ἡ τοῦ καλοῦ ἀδελφοῦ παρώνυμος καὶ πανέραστος, οὗ ἡ φωνὴ τοιάδε ἐν Ἄσμασιν·
Ἐκαρδίωσας ἡμᾶς, ἀδελφή μου νύμφη, ἐκαρδίωσας;
Χαῖρε, νύμφη, ἧς νυμφοστόλος τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ νυμφίος ὁ Χριστὸς, ὁ λέγων ἐν Ἄσμασιν·
Ὁλοκάλη ἡ πλησίον μου, καὶ μῶμος οὐκ ἔστιν ἐν σοί·
δεῦρο ἀπὸ Λιβάνου, νύμφη.
Χαῖρε, μύρον, τὸ τῶν ἀρετῶν μυριότιμον σύνθημα, ἡ παναγνείας μύροις μυρίζουσα, ἐξ ἧς ὁμωνύμως σοι προῆλθεν ὁ Κύριος.
Μύρον γὰρ, φησὶν, ἐκκενωθὲν ὄνομά σου·
ἀφ' οὗ κέχρισται τὸ βασίλειον ἱεράτευμα. 








*θεοτοκάριον
**θεοδώρου οσίου στουδίτου, εις το γενέσιον της Θεοτόκου(απόσπασμα)












πηγή
πηγη εικόνας






Τρίτη

λίνα κασδάγλη-η παναγιά της ρεματιάς

παναγιά γλυκοφιλούσα, άγιον όρος


Ὁ παλιὸς ζωγράφος νήστεψε πολύ,
ἔκανε τὴν προσευχὴ του κατὰ τὴν ἀνατολή,
ἔπιασε μὲ κατάνυξη τὸ πινέλο καὶ χάραξε
τὰ κερένια χέρια καὶ τὰ χαμηλωμένα μάτια της
καὶ τὸ στρογγυλὸ μάγουλο τοῦ Βρέφους.

Εἶχε ὅμως στὰ πόδια του ἕνα σκύλο μ'ἀγαθὴ ματιά,
ὁ κότσυφας σφύριζε τὸν ὄρθρο στὴν ἰτιά,
κ' ἡ καλόγρια ἔβγαζε νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι
κ' ἔψελνε ἕνα τροπάριο στὴ Χαριτωμένη.

Ὁ ζωγράφος ἔκανε τὸ σταυρὸ του κ' ἔγραψε: Μήτηρ Θεοῦ.
Καὶ δὲν ἤξερε πὼς εἶχε ζωγραφίσει μία μητερούλα ταπεινή,
ποὺ σκυμμένη νανουρίζει τὸ μωρό της μὲ ψιλὴ παιδιάτικη φωνή.

Χωρὶς ἄλλο ἡ Παναγιὰ σηκώνεται πρωί-πρωὶ
καὶ γυρνάει τὴ ρόκα της ὡς τὴν ὥρα ποὺ σημαίνει ἑσπερινός.
Ἡ μία μέρα πλάι στὴν ἄλλη πάει στρωτὰ
σὰν τὰ γράμματα τοῦ Ὀκτώηχου -
κ' ἡ βδομάδα ἀρχίζει μ' ἕνα κόκκινο μεγάλο κεφαλαῖο:τὴν Κυριακή.)

Χωρὶς ἄλλο τὸ μωρό της παίζει μὲ μιὰ γίδα κανελλιά,
κ' ἐκείνη τὸ κοιτάζει μὲ πελώρια μάτια ἐκστατικά,
ποὺ δὲν πίστεψαν ἀκόμα ὁλότελα τὸ μήνυμα τοῦ Ἀγγέλου.

Κι ὅπως εἶναι ἁπλὴ κι ἀνήξερη, καὶ δὲ φοβᾶται τὸ κακό,
λέει στὴν προσευχή της νὰ γεμίσουνε καρπὸ oι δαμασκηνιές,
νὰ γιάνουν τὰ μικρά, ποὺ τὰ πείραξε τῆς καρυδιᾶς τὸ ἀγερικό.

Μοναχὰ τὴν ὥρα ποὺ μακραίνουν οἱ ἴσκιοι στὶς γωνιὲς
ἁπλώνεται καὶ στὴν ἄσπρη ψυχή της ὁ ἄγνωστος ἴσκιος τοῦ Σταυροῦ
καὶ τότε μπορεῖς ν' ἀκουμπήσης στὴν ποδιά της καὶ νὰ φωνάξης σιωπηλὰ
τὸν πλούσιο πόνο, τὸν ἀτέλειωτο καημὸ τοῦ κόσμου,
τὸ μεγάλο σου φόβο,τὸ μεγάλο φόβο τῆς ἀγάπης...

Κ' ἡ Παναγιὰ θὰ σὲ νανουρίζη, μαζὶ μὲ τὸ μωρό της, χωρὶς νὰ μιλᾶ...












εδώ

Σάββατο

ντ. χριστιανόπουλος , [μια γυναίκα στον δρόμο...]













μιὰ γυναῖκα στὸ δρόμο
μαλώνει τὸ παιδάκι της
«δε θὰ πᾶμε στὸ σπίτι;
θὰ σὲ κρεμάσω ἀνάποδα»
γύρισα κι εἶδα τὸ μικρό:
ἤτανε κιόλας κρεμασμένο




κ.καρυωτάκης-πεθαίνοντας




Μάταιη ψυχή, στην ατονία εσπέρας εαρινής,
ενώ θα κλείνεις τα χρυσά φτερά σου πληγωμένη,
την ώρα που σα λύτρωση κάτι θα καρτερείς,
φτωχή καρδιά, θανάσιμα μα αιώνια λυπημένη·
όταν, φτασμένη απάνω στον ορίζοντα, θα ιδείς
μίση να φεύγουν οι έρωτες, χολή τα πάθη σου όλα,
όταν ανέβει από τα εξαίσια τ' άνθη της ζωής
μύρον η απογοήτευση, ψυχή μου ονειροπόλα
την ώρα την υπέρτατη που θε να θυμηθείς
μ' ένα μόνο χαμόγελο τα φίλα και τα ενάντια --
μάταιη ψυχή, στο πέλαγο, στο αγέρι τι θα πεις;
ω, τι θα πεις, στενή καρδιά, στη χλωμή δύση
αγνάντια;

Κυριακή

ζωή καρέλλη- ψυχή, μη λησμονείς την έπαρση


Ψυχή, μη λησμονείς την έπαρση.
Το άσπονδο που τρέφεις,
σαν έρωτας σκληρότατος υπάρχει
και εισχωρεί ως το μεδούλι του σκελετού,
που συγκρατεί του σώματος την ύψωση.
Μη λησμονείς την έπαρση,
φαρμάκι αδυσώπητο, φάρμακο δυνατό
κρατάει την έκφραση άκαμπτη
και δυναμώνει η γνώση του χωρισμού.
Ποιος χωρισμός θα σε βαστάξει ανένδοτη
κι ακέρια; Πώς ημπορεί
μια τέτοια να συγχωρήσει προσφορά;
Ω συμφορά, τα χέρια της αγάπης παραλύουν
και προχωρεί στο δρόμο της πορείας,
εξόριστος ο άνθρωπος.
Δίχως της συγκατάβασης τη χάρη,
στεγνών’ η δύναμη την ευφορία του σώματος.
Σα θάνατος αδιέξοδος η δύναμη της έπαρσης,
σπάνιο, απαίσιο χάρισμα της μοναξιάς αγέρωχης.
Μη λησμονείς την έπαρση.
Μονάχα, όταν σου γίνει δοκιμασία, ψυχή,
θα μάθεις τη σημασία
της άκρατης, σφοδρής υπερηφάνειας
το ακόρεστο μυστικό.

εσείσθησαν λαοί...

θεοτόκος στην πρέσπα


Ἐσείσθησαν λαοί, ἐταράχθησαν ἔθνη, 

βασιλεῖαι κραταιαὶ δέ, ἔκλιναν Ἁγνή,


ἐκ τοῦ φόβου τοῦ τόκου σου· 


ἦλθε γὰρ ὁ Βασιλεύς μου,


καὶ καθεῖλε τὸν τύραννον,

καὶ τὸν κόσμον φθορᾶς ἐλυτρώσατο.




( από τον θεομητορικό της Κυριακής του δ' ήχου)

Τετάρτη

νίκος γαβριήλ πεντζίκης- στροφή



Ν.Γ.Πεντζίκης. Μηνί Ιουνίου 25, 1969, τέμπερα σε 26,5Χ19,5 εκ.








Θέλω να σε μιλήσω κ' εμποδίζουμαι.
Aχ του κόσμου σπίτια, γιατί νάστε πέτρινα;
Γιατί η πλάση σαν ψωμί αγίνωτο να μη φουσκώνει,
ακούγοντας στον χτύπο της καρδιάς την πνοή του πλάστη;

Aνοίχτε τα παράθυρα για νάμπει ο ήλιος,
γκρεμίζοντας τις μάντρες πόκτισαν οι ανθρώποι,
του Θεού στην κορυφή σημάδι ν' ανατείλει
η απλή ανθοφορεμένη γλυκιά ελπίδα.

Σένα θέλω να τραγουδήσω λουλούδι της γης,
καθώς το χέρι μου βυθίζω στο παρελθόν της γενιάς,
μες από σωρούς πεσμένα φύλλα νεκρά,
ίσαμε το μίσχο που σηκώνει το κεφάλι σου ψηλά.

Aυτό το κεφάλι που θα θεριστεί κάποια στιγμή
είναι η πιο εγκάρδια του Θεού ικανοποίηση,
που διαβάζοντάς την μπορούμε να πεθαίνουμε,
απ' τη γνωριμία ευτυχισμένοι μιας άλλης ζωής. 



(1961)












Δευτέρα

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Η ΣΥΝΤΕΚΝΙΣΣΑ



      - Γεννήσατε;
          - Σπαργανίσαμε, συντέκνισσα.
      Ήτον γυνή απ’ τα βουνά, σύζυγος ποιμένος, του Θοδωρή του Τσολοβίκου, από εκείνας τας αρχαϊκάς, τις πρωτινές ή παλαιικές, καθώς τας έλεγαν. Είχε ζήσει εις τα ήμερα βουνά τα εγγύς της πολίχνης όπου ο παρείσακτος νεωτερισμός ακόμη δεν είχε ποδάρια δια ν’ αναρριχηθεί, ωνόμαζε το πιάτο πινάκι, την σουπιέρα λοπάδα, το μπαρμπούνι τριγλί, το τσεκούρι αξινάρι, την πουλάδα νοσσίδα, και την κουμπάρα, εις την οποία ωμίλει, την προσηγόρευε «συντέκνισσα». Πλην τούτων, είχεν άλλας τινάς αφελείς λεπτότητας και ευφημισμούς εις την γλώσσαν, και τον τοκετόν τον απεκάλει «σπαργάνισμα».
      Είχε κατέλθει εις την πολίχνην λίαν πρωί, με τον βαρύνάγριον χειμώνα του Δεκεμβρίου. Η χιων έπιπτεν όλην την νύκτα, και μέχρι της πρωίας. Το είχε «πασπαλώσει» εις τα βουνά, τώρα το «έστρωνε» και εις τον κάμπον, εις τα λιβάδια, επάνω εις τας στέγας και τα δώματα των οικιών, και κάτω εις τους δρομίσκους της μικράς πόλεως.
      Η γραία είχε διευθυνθεί εις του παπά το σπίτι. Ο παπα- Βαγγέλης ήτον ακόμα στην εκκλησιά, δεν είχε απολύσει η λειτουργία. Ήτον σαρανταήμερονπαραμοναί των Χριστουγέννων, και, κατά το έθος, η μυσταγωγία ετελείτο καθημερινώς εις τους ναούς. Όλ’ αι ενορίτισσαι του παπα-Βαγγέλη του εκουβαλούσαν στο σπίτι τα συνήθη «βλογούδια». Ήσαν δε ταύτα ψωμάκια ενσφράγιστα με το σημείον του Σταυρού, προσφερόμενα κατ’ οίκον εις τους ιερείς δια τας ψυχάς των τεθνεώτων, κατά την διάρκεια της Τεσσαρακοστής. Πολλαί ενορίτισσαι, αντί να φέρουν ψωμάκια, έφερον ένα σακκούλι αλεύρι, και τούτο επροτιμούσαν εν γένει οι παπαδιές. Όχι διότι θα επεθυμούσαν να «μβαίνουν σε κόπο», να ζυμώνουν, αλλά διότι τα βλογούδια ποτέ δεν εφτουρούσαν, κι εμοιράζοντο συνήθως εις τα πτωχά και τα ξυπόλυτα της γειτονιάς, όπως και τα κόλλυβα.
      Η περί ης ο λόγος γραία τσομπάνισσα, η Τσολοβίκαιναήτον από τες καλές ενορίτισσες. Προ ολίγων ημερών είχε φέρει εις την οικίαν του παπά, όπως κατ’ έτος εσυνήθιζεν, ογκώδη οπωσούν σάκκον με αλεύρι από εντόπιον σίτονπαραγωγήν από τους κόπους των ιδίων τέκνων της, και δια τον λόγον τούτον, ως και διότι ήτο συντέκνισσά της, απήλαυε της ευνοίας της παπαδιάς.
      - Θ’ αργήσ’ ου παπάς, συντέκνισσα;
      - Όπου είναι, έρχεται, κουμπάρα.
      Η συντέκνισσα είχε φέρει από το καλύβι, εντός καλάθου, μίαν φιάλην γεμάτην… όχι γάλα,αλλά καθαρόν νερόν, από το αγίασμα των Ταξιαρχών, το αναβλύζον υπ’ αυτό το ιερόν βήμα του εξοχικού ναΐσκου. Διηγήθη εν ολίγοις εις την πρεσβυτέραν ότι η κόρη της, η Κρατήρα, ήτις είχεν υπανδρευθεί προ τριών ετών, εγέννησε την νύκτα αυτήν το δεύτερον παιδί της, αγόρι. Εις την πρώτην γένναν, προ δύο ετών, είχε κάμει κορίτσι, το οποίον είχε ζήσει ολίγας ημέρας, και είχεν αποθάνει. Τώρα πλέον ας ήτον στερεωμένο και καλορρίζικο, να της ζήσει αυτό, αφού μάλιστα ήτον και αγοράκι. Η παπαδιά της είπε τας εγκαρδίους ευχάς της, και ούτε την ηρώτησε τι περιείχεν η φιάλη, η εντός του καλάθου, ήξευρε καλώς περί τίνος επρόκειτο.
      Συνήθειαν είχον αι γερόντισσαι ποιμενίδες του βουνού, όταν νεωτέρα τις μεταξύ τούτων εγέννα βρέφος εν καιρώ χειμώνος, εις το καλύβι, στα βουνά επάνω, και ο χειμών ήτο σφοδρός, όπως εφέτος, επειδή θα ήτον μεγάλος κόπος δια τον παπάν ν’ ανέλθει να δώσει την συνήθη ευχήν εις την λεχώνα, να γεμίζουν έν αγγείον νερόν, ή από το αγίασμα των Ταξιαρχών ή από το πλούσιον νάμα του Προφήτου Ηλιού, κατά το κατάμερον εις το οποίον έβοσκαν ή εκατοικούσαν αι οικογένειαι των αγροδιαίτων, και να το πηγαίνουν εις τον παπάν, κάτω εις την χώραν. Ο παπάς εφορούσε τότε το επιτραχήλι, άνοιγε το Ευχολόγιον, κι εδιάβαζεν επάνω εις την φιάλην του νερού τας «Ευχάς εις γυναίκα λεχώ». Η δε γερόντισσα έπαιρνε την φιάλην του νερού του διαβασμένου, επανέστρεφεν εν σπουδή, ταχύπους και ανυπόδητη, εις το βουνόν, εις το καλύβι, κι ερράντιζε με το ηγιασμένον νερόν την λεχώ, το βρέφος, την κλίνην, το λίκνον, την γυναίκα την εκτελέσασαν χρέη μαίας, αν τοιαύτη υπήρχε, και τους άλλους όσοι τυχόν παρέστησαν εις τον τοκετόν, ως και όλον τον θάλαμον. Ούτω εγίνετο ήσυχος ότι είχε την ευχήν της Εκκλησίας, και, με την βοήθειαν του Χριστού και της Παναγίας, παν κακόν έφευγε τότε μακράν. Υπήρχεν ευσέβεια και εις τα βουνά.

*  *  *

       Μετ’ ολίγον ήλθεν ο παπάς από την εκκλησίαν, ήκουσε την ιστορίαν από την συντέκνισσανέπιε την φασκομηλιάν του μ’ ένα μικρόν δίπυρον, είτα έβαλε το επιτραχήλι κι εδιάβασε τας ευχάς. Η γυνή έλαβε την φιάλην του νερού και απήλθε.
      Μετά δύο ημέρας, το δειλινόν του Σαββάτου, η γερόντισσα επανήλθε δρομαία. Είχε παύσει να χιονίζει, αλλά ψυχρός βορράς εφύσα επάνω εις τα χιονισμένα μέρη. Το χιόνι ήτον, όπως έλεγαν, μισό μπόι στα βουνά, ένα γόνα κάτω στην χώραν. Αλλά κατ’ ακρίβειαν, επάνω στα βουνά θα ήτον ως ένα γόνα, και ως μίαν πιθαμήν κάτω.
      Η συντέκνισσα είχεν έλθει ασθμαίνουσα, σχεδόν «ξεγλωσσασμένη», την ώραν που ο παπάς ητοιμάζετο να υπάγει στον εσπερινόν. Άρχισε να διηγείται:
      - Την άλλην φορά, σύντεκνε παπά, την ευχή σου να ’ευχαριστώ, μ’ εμάλωσες –μου ’πες πως δεν έκαμα καλά που έπιασα το παιδί και το βάφτισα μονάχη μου, στον αέρα, κι είπα «στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνέγματος», μα πως έπρεπε να το βαφτίσω σε μια λεκάνη με νερό… και μου ’πες πως το παιδί σαν απέθανε, δεν έπρεπε να ταφεί σ’ άγια χώματα, και δεν μπορούσες η αγιωσύνη σου, να ’ρθεις να το διαβάσεις. Τώρα, το παιδί αυτό, κινδυνεύει, δεν είναι καλά… Τους είπα, εγώ θα τρέξω κάτω στη χώρα να πω του παπά αν θέλει να ’ρθει, και σεις σαν ιδείτε πως δεν πάει το παιδί καλά, κι αργώ εγώ να γυρίσω, τότε να το βουτήξετε σε μια λεκάνη με χλιο νερό τρεις φορές, και να πείτε «στ’ όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνέγματος»... Είπα μια να πάρω το παιδί, να το τυλίξω καλά, και να σου το φέρω να το βαφτίσεις, παπά μου…μόνε φοβήθηκα μην τελειώσει στο δρόμο το παιδί, και πάει αβάφτιστο, και τότε θα το είχα στο λαιμό μου… Έτσι αποφάσισα να ’ρθω να σου ’πω, κι όπως πεις η αγιωσύνησου έτσι να γίνει… Έφερα και το γαϊδουράκι μαζί, μην τυχόν θέλεις για τα ιερά σου, και για καβάλα.
      Άμα ήκουσε την εξήγησιν της συντέκνισσας, η παπαδιά ακουσίως συνήψε τας χείρας και υπεψιθύρισε:
   - Πω, πω! θα κρυώσεις, παπά μου!
Ο παπάς εσκέφθη, προς στιγμήν, είτα είπεν:
-   Ας είναι· θα έλθω να το βαφτίσω.
Στραφείς εν σπουδή προς την πρεσβυτέραν είπε:
-       Στείλε, παπαδιά, το κλειδί, του παπά-Γιάννη, να πάει να διαβάσει εσπερινό, επειδή θα λείπω εγώ.. Φώναξε το παιδί…να πάει ως την εκκλησιά, να του δώσει ο παπά-Γιάννης το μικρό γυαλάκι με τ΄Άγιο Μύρο…
Είτα μεταμεληθείς όσον αφορά την αποστολήν του υιού του:
-       Όχι, μην τον στέλνεις, παπαδιά… μην του λες χαμπάρι... θα γυρεύει να μας ακλουθήσει, να ’ρθή μαζί μας… Θα πάω μοναχός μου καλύτερα… για να πάρω και τ’ Αρτοφόριο… για να το κοινωνήσουμε κιόλα, κατά τη βάφτιση, το παιδί.
Έβαλε εις μικρόν δισσάκιον μίαν δεσμίδα με τα παλαιά του άμφια, το Ευαγγέλιον, το μικρόν Ευχολόγιον, και το θυμιατόν.
-       Έχω το γαϊδουράκι, επανέλαβε και δευτέραν φοράν η συντέκνισσα. Φέρε να το φορτώσω, παπά. Καβαλικεύεις κι η αγιωσύνη σου.
-       Βλέπουμε· κουμπάρα, φόρτωσε τα ιερά, κι έλα ως την εκκλησιά με το γαϊδουράκι.
Η παπαδιά ανήσυχος τους έβλεπεν αναχωρούντας, αλλά δεν ετόλμα να εκφωνήσει παράπονον ή αντίρρησίν τινα, έκαμε την ανάγκην φιλοτιμίαν, και είπε:
   -  Τουλόου σ’ θα το βαφτίσεις, κουμπάρα;… Τι κρίμα, που δεν μπορώ κι εγώ να ’ρθω, να γίνω νουνά.
   -  Ας είσαι καλά, συντέκνισσα, είπεν η γραία. Μου έχεις βαφτίσει δυό παιδιά απ’ το λαιμό σου, και τα δυο ζούνε.. Τώρα εγώ θα κάμω τη νουνά.
   Επήγαν μέχρι του ενοριακού ναού, είτα εξεκίνησαν. Ο μικρός δεκαετής του παπά ευτυχώς δεν τους είχε μυρισθεί, επειδή έπαιζεν εκείνην την στιγμήν τις χιονιές μαζί με άλλα παιδιά. Άλλως θα έτρεχε κατόπιν τους, και θα ήθελε να τους συνοδεύσει εις την εκδρομήν, με όλον το ψύχος και τα χιόνια.
   Όταν εβγήκαν εις τα Λιβάδια, έξω του χωρίου, ο ήλιος έκλινε ταχύς, μέσω λευκών συννέφων, έλαμπαν τα χιόνια στα βουνά, εσφύριζεν ο άνεμος ανάμεσα στις κουμαριές και τα σχοίνια, όλα βαρυφορτωμένα από χιόνια, δέντρα και θάμνους και χαμόκλαδα. Ηκούετο ελαφρύς θρους χιόνος πιπτούσης εδώ κι εκεί. Το ονάριον επάτει ως επάνω εις βαμβάκια στρωμένα, έτρεχεν, έτρεχε κι ο παπάς καβάλα…Έτρεχε κι η συντέκνισσα απ’ οπίσω απ’ την ουράν, γνωρίζουσα με ελαφρά τινα επιφωνήματα και με μίαν βέργαν την οποίαν εκράτει, να κάμνει το υποζύγιον να τρέχει.
   Έτριζε το χιόνι υπό τα βήματα. Επήγαν από τον κάτω δρόμον, το ρέμα-ρέμα, όπου δεν είχε πιάσει πολύ το χιόνι. Πλησίον εις το ρεύμα του μικρού χειμάρρου, εις το αμμόχωμα, το χιόνι καθώς έπιπτενέλυωνε. Η συντέκνισσα έλεγεν:
         - Ο Χριστός μαζί μας!
        Ενόει το Άγιον Αρτοφόριον, το οποίον ο παπάς είχε βάλει εις τον κόλπον του, είτα το Άγιον Μύρον και τα ιερά σύμβολα, Ευαγγέλιον και Σταυρόν. Σαν ανηφόρισαν από το ρέμα, επήραν τον πλαγινόνδρόμον, εις το υπήνεμον, όπου επί μάλλον έτριζεν υπό τους πόδας το χιόνι. Πουλί δεν εκελαδούσε, μόνον κρωγμός κόρακος ηκούσθη, κάπου, σιμά εις ένα βράχον προκύπτοντα εις την οφρύν του βουνού, με μίαν σπηλιάν υποκάτω. Η συντέκνισσα επανέλαβε «Χριστός και Παναγιά!»
       Και η φωνή του κόρακος εσίγησε.
       Έφθασαν εις την κορυφήν του μικρού βουνού, ενύχτωνε. Χάσιμο φεγγαριού. Ολίγα άστρα έλαμπον άνω, εντός άχνης, ως κοσμήματα εις πέπλον χηρείας, και τα χιόνια κάτω αντέλαμπον εις την αστροφεγγιάν. Ηκούσθη μία φωνή αγριογάτου θρηνώδους. Η συντέκνισσα είπε πάλιν:
      - Χριστός!
      Και ο αγριόγατος έπαυσε να ουρλιάζει. Η μικρά συνοδία εβάδισεν ακόμα ολίγον, και τέλος έφθασαν εις το καλύβι.

*  *  *

          Δύο ανθρώπιναι φωναί ηκούσθησαν εις τα πρόθυρα της επαύλεως. Ο βοσκός, ο σύζυγος της λεχούς, και ο σύντροφος του, ο αδελφός εκείνης -οίτινες τώρα μόλις είχον έλθει με το κοπάδι από το πέραν Μέγα Ρεύμα, όπου είχον οδηγήσει εις το υπήνεμον τα πρόβατα- του επερίμεναν.
-         Έρχονται, έρχονται!
-         Είναι κι ο παπάς μαζί!
    Οι δύο βοσκοί εβοήθησαν τον παπάν να πεζεύσει, εξεφόρτωσαν το δισάκκιον με τα ιερά, εισήλθον όλοι εις την καλοκτισμένην καλύβην, όπου υπήρχε θάλπος εστίας, και οσμή αγροτικής οικοκυροσύνης. Η λεχώ άμα τους είδε, χλωμή, μελαψή, ανεσηκώθη επί της κλίνης.
     - Ας γίνει χριστιανός, εψιθύρισεν.
     - Ας μβει στου Θεού τη στράτα, παιδί μου, συνεπλήρωσεν η μήτηρ της.
Μεγάλη χύτρα με νερόν εθερμαίνετο εις την εστίανΗτοιμάσθη καθαρά λεκάνη. Ο παπάς εφόρεσε τ’ άμφια, και άρχισε τας ευχάς των κατηχουμένων.
      Η συντέκνισσα επήρεν εις τους βραχίονας της το νεογνόνανείδεονμελαψόν, και θλιβερώς ασθμαίνον, κι εστάθη πλησίον τού παπά. Μετ’ ολίγον εκείνος της είπε να στραφεί προς δυσμάς.
   - «Απετάξω τω Σατανά;»
      Η γερόντισσα είχε βαπτίσει και άλλα βοσκόπουλα εις την ζωήν της. Απεκρίθη πάραυτα:
   - Απεταξάμενος
   - «Και εμφύσησον και έμπτυσον αυτώ»
     Η ανάδοχος έκαμε φφπφ!
   Ο ιερεύς της είπε να στραφεί προς τα εικονίσματα, όπου έκαιε κανδήλα με μεγάλην φλόγα της θρυαλλίδος.
   - «Συντάσσει τω Χριστώ;… Και πιστεύεις Αυτώ
   Είπεν ολίγα λόγια από το Πιστεύω, άλλα πλειότερα ο υιός της, όσα ήξευραν. Τα λοιπά συνεπλήρωσεν ο ιερεύς.
-        - «Συνετάξω τω Χριστώ;»
-  «Συνεταξάμενος….»
      Είτα, επάνω εις την πρόχειρον κολυμβήθραν, ανεγνώσθησαν αι ευχαί. Ευθύς ύστερον, «Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού…». Το βρέφος έκλαυθμύριζεν ολίγον, πλην ανέπνεεν ελευθεριώτερον. Έπειτα «Σφραγίς δωρεάς», ακολούθως «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε», και οι τρεις γύροι περί την κολυμβήθραν. Τελευταίον «Οι ένδεκα μαθηταί επορεύθησαν …έως της συντελείας του αιώνος. Αμήν».
   Τέλος ο παπάς επήρε το Αρτοφόριον, από την σανίδα του εικονοστασίου, όπου το είχεν αποθέσει, και μετέδωκεν εις το νήπιον το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Είτα εξεδύθη, εσκεύασεν όλα τα ιερά του, εκάθισεν, είπε τας ιδιαιτέρας ευχάς του, έφαγε δύο ή τρία ξηρά σύκα, τα οποία προσεφέρθησανέπιεν ολίγον ρακίον από στέμφυλα, έργον των χειρών της συντέκνισσας, και απήλθε, δύο ώρας νύκτα, καβάλα πάλιν στο γαιδουράκι, συνοδευόμενος την φοράν ταύτην από τον νεαρόν βοσκόν, τον υιόν της γραίας.

*  *  *

   Τρεις ημέρας ύστερον, την Τρίτην το μεσημέρι, η συντέκνισσα κατήλθε και πάλιν, με πρόσωπον κατηφές. Το παιδίον είχεν αποθάνει.
-          Όπως πεις η αγιωσύνη σου, είπε, να το βάλωμε σ’ άγιο χώμα;
-          Είναι στον Παράδεισο πρύμα, όπου κι αν το βάλουμε, είπεν ο παπάς.
-          Με τα τσαρουχάκια του, συνεπλήρωσε την παροιμιώδη έκφρασιν η παπαδιά.
-          Δεν είχε μεγαλώσει ακόμα για να φορέσει τσαρουχάκια, είπεν ο παπά-Βαγγέλης. Εις τον κήπον της Εδέμ δεν έχει αγκάθια και τριβόλια, και μπορεί κανείς να πάει και ξυπόλυτος.
Είτα επέφερεν:
-          Ας είναι, συντέκνισσα. Θα ’ρθώ να το θάψω.
Ο παπάς εκαβαλίκεψε και πάλιν το ονάριον. Ήτο ημέρα, την φοράν ταύτην. Τα χιόνια δεν είχαν λυώσειαλλ’ ήτο νηνεμία, και μάλλον γλύκα.
   Την φοράν όμως αυτήν, ηκολούθησε και ο μικρός υιός του παπά.
    Δεν ημπόρεσαν να τον γελάσουν, όπως την άλλην φοράν.  Άμα είδε την συντέκνισσαν να έρχεται, εκατάλαβε πως κάτι τρέχει, κι εκόλλησεν εκεί, εις την πόρταν της οικίας, εις την σκάλαν, όπου ήκουσε την είδησιν της γραίας.
    Το παπαδόπαιδον, μικρόν μαθητάριον δέκα ή ένδεκα χρόνων, ήτο πολύ περίεργον και επίμονον πλάσμα. Επέμενεν ν’ ακολουθεί «τον παπά του» παντού, εις την πόλιν και την εξοχήν, εις χαράν και εις λύπην, εις ζωντανά κι αποθαμένα. Ανέβησαν τον ανήφορον. Ο ήλιος άρχιζε να λυώνει τα χιόνια. Μικρός πολύρροχθος χείμαρρος εσχηματίζετο παντού όπου χαράδρα και μικρά κοιλάς. Μετ’ ολίγον έφθασαν εις το καλύβι, όπου μία λεχώνα, μήτηρ ποιμενίς έκλαιε το αγοράκι της, το οποίον δεν είχε προφθάσει να θηλάσει.
    Το μικρόν νήπιον είχε ζήσει πέντε ημέρας εις τον κόσμον, εν μέσω χιόνων και παγετών. Ο παπάς εφόρεσε το επιτραχήλι, και άρχισε την ακολουθίαν των νηπίων. «Των του κόσμου ηδέων, αναρπασθένάγευστον… Εβόας τοις Αποστόλοις άφετε τα παιδία ίνα έρχωνται προς με…» «Ουδέν εστι πατρός συμπαθέστερον, ουδέν εστι μητρός αθλιώτερον…»
     Όπου ο μικρός υιός του παπά, όστις εκοίταζεν ανάλγητος το μικρόν νεκρόν σώμα, ηρώτησεν ακαίρως τον πατέρα του:
-          Παπά, γιατί λες «μητρός αθλιέστερον», και δεν λες «συμπαθέστερον» όπως και για τον πατέρα;
  Ο ιερεύς άρχισε τα τελευταία τροπάρια του Ασπασμού. «Ώ! Τις μη θρηνήσει τέκνον μου… ότι βρέφος άωρον, εκ μητρικών αγκαλών, ώσπερ στρουθίον επέτασας… Ώ τέκνον, τις ποτε μη στενάξει βλέπων σου το πρόσωπον ευμάραντον, το πριν ως ρόδον τερπνόν!…»
    Και πάλιν το παπαδόπαιδον, καθώς εκράτει το Αγιασματάριον, κι εμουρμούριζε τας λέξεις μαζί με τον πατέρα του, δεν εκρατήθη να ερωτήσει:
-          Γιατί, παπά, πεθαίνουν τα μικρά παιδάκια;
Ως απάντησις εις την ερώτησίν του επήλθε το τελευταίον τροπάριον, το «Δόξα».
       «Άλγος τω Αδάμ εχρημάτισεν η του ξύλου απόγευσις πάλαι εν Εδέμ…δι’ αυτού γαρ εισήλθεν ο θάνατος, παγγενή κατεσθίων τον άνθρωπον…»
       Είτα η εκφορά έγινεν έξω του ναΐσκου των Ταξιαρχών. Η γραία, η συντέκνισσα, εκράτει το μικρόν πρόχειρον φέρετρον, εν είδει λίκνου. Ο ιερεύς με μαχαιρίδιον εχάραξεν επάνω εις ένα κεραμίδι σταυροειδώς ΙΣ/ΧΣ                                                                                                                        ΝΙ/ΚΑ. Είτα «Γη ει και εις γην απελεύσει», και τα λοιπά. Το μικρόν πλάσμα κατήλθε να κοιμηθεί τον χρόνιον ύπνον υποκάτω από τας χιόνας.

(1903)




Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/#ixzz4kQbAmwsV