πένθος χαρωπόν= η βαθιά συναίσθηση και το υπέροχο βίωμα της μακαρίας χαρμολύπης , πού υπάρχει και εγκρύπτεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Αφορμή ένας στίχος του Ν. Καρούζου, από το ποίημα "απολέλυσαι της ασθενείας σου". Όλοι οι ποιητές , είτε το γνωρίζουν , είτε το αρνούνται,είτε το αγνοούν είναι λίγο πολύ χαρμολυπικοί.Η μακαρία χαρμολύπη όμως εντοπίζεται απόλυτα μόνο στους βιωματικούς μυστικούς της ορθόδοξης πνευματικότητας.

Πέμπτη

Δεν θα βαδίσω σε κήπους ανθόσπαρτους. - Γ.Βερίτης



Δεν θα βαδίσω σε κήπους ανθόσπαρτους τώρα μαζί σου,
δε θα λουστείς στα νερά τα κρυστάλλινα του Παραδείσου..


Δύσκολο βρίσκεις και μέγα τ΄αγώνισμα, σκληρό τον νόμο,
κι΄ειναι βαρύς ο σταυρός που σου φόρτωσα πάνω στον ώμο!

Σφίξε αδερφέ τον σταυρό που σου χάρισα μέσα στα χέρια,
πρίν απο σένα τρυπήθηκα εγώ στην καρδιά με μαχαίρια!

Τούτο το αγώνισμα φίλε που σου δωκα μην τ΄αποστέρξεις,
Πρώτος ανέβηκα εγω τον ανήφορο αυτόν που θα τρέξεις..

Ηταν βαρύς ο σταυρός μου και ασήκωτος σαν απο πέτρα!
Πίστεψε δεν μου τον είχανε κόψει σ΄ανθρώπινα μέτρα..

Κι όμως σαν άνθρωπος όμοιος κι εγω τον κρατούσα..
κι έρημος, άφιλος, μες σε λυκόσκυλα μόνος τραβούσα..

Κοίτα στου δύσκολου δρόμου σου εδώ του σκληρού τα λιθάρια,
κοίτα και θα ΄βρεις ακόμα παντού τα ματόγραφτ΄ αχνάρια..

Κι όπου κοιτάξεις στις πέτρες εδώ τις μικρές, τις μεγάλες..
Θα ΄βρεις ακόμα να αχνίζουν ζεστές τις αιμάτινες στάλες..

Βλέπω τα χέρια σου απόκαμαν κι έμειναν σαν μαραμένα!
Ω και να δείς τα καρφιά που μου σκάψαν τα χέρια μου εμένα!

Σύγκορμος τρέμεις! τα πόδια παράλυσαν, θόλωσε ο νούς σου..
Μαύρισ ΄η μέρα σου αντάριασμα πλάκωσε τους ουρανούς σου!

Όλα τ΄αστέρια βασίλεψαν κι έσβησαν στα βλέφαρα σου..
κι ουτε μια λάμψη φωτίζει παρήγορη τη συμφορά σου!

Θάρρος παιδί μου, περπάτα και κράτα με, αντάμα θα πάμε
άγνωστη να ΄ναι και ξένη στα χείλη σου η λέξη "φοβάμαι"..

Δώσ΄ μου το χέρι σου κι άφοβα ακούμπησε πάνω σε μένα
Διώξε τα μαύρα πουλιά που κρατάς μεσ΄την σκέψη κρυμμένα!

Σάββατο

Παπαδιαμαντικά Των Ψυχών ...


Εν τω μεταξύ, η τεραστία ζεμπίλα, διά χειρών του μπαρμπα-Δημητρού, μετά πολλούς ωθισμούς και ελκυσμούς, έφθασεν αισίως έξω εις την υψηλήν πεζούλαν του νάρθηκος, όπου ο ορμαθός των παιδίων εκρεμάσθη τριγύρω εις την βράκαν του μπαρμπα-Δημητρού, ενώ η άλλη, η μικρή ζεμπίλα του Κακόμη, είχε ναυαγήσει εις τον μισόν δρόμον και διεσπάρησαν τα κόλλυβα εδώ κι εκεί εις τα μάρμαρα και εις το έδαφος της γης, κι έπεφταν με τα μούτρα τα παιδιά εν αλαλαγμώ και τα άρπαζαν. Μία πρώιμη κλώσσα με τα πουλάκια της και άλλαι παχείαι όρνιθες, ημίσεια δωδεκάς (όλαι αι όρνιθες της γειτονιάς ήσαν παχείαι, χάρις εις τα κόλλυβα), έτρεξαν κι έπεσαν εις τα κόλλυβα, έψαχναν, έφευγαν με φόβον και με αποκοτιάν, κι εγύριζαν, κι έτρωγαν με κλωγμούς και κικκαβισμούς δυσπίστους.
Και το σμήνος των παιδίων γύρω εις την βράκαν του Δημητρού εβόμβει κι έκαμνε φοβερόν θόρυβον, και δεν έπαυε ν’ ακούεται η κραυγή:
-Δω μ’ κι εμένα μπάρμπα!
-Κι εμένα μπάρμπα!
-Τώρα πήρες εσύ!
-Εγώ δεν επήρα!
-Κι εγώ δεν επήρα!
Το παιδίον εδείκνυεν αφελώς τας χείρας του κενάς, πλην ο κόρφος εφούσκωνε∙ και το άλλο παιδίον, με το στόμα πλήρες, έκαμνεν όρκον ότι δεν επήρε.
Πολλοί άνδρες, εξελθόντες από τα μαγαζεία, πτωχαί γυναίκες, βαστούσαι νήπια εις τας ωλένας, ήλθον, κι έτεινον τας χείρας διά τα κόλλυβα.
Κι έλεγον:
-Θεός σχωρέσ’ ! Θεός σχωρέσει!
-Δω μ’ κι εμένα, μπάρμπα.
-Εγώ δεν επήρα!
-Μα το ναι και μα το ο;
-Μα το ψέμα π’ σε γελώ...
...
Τὸ μικρὸν νήπιον εἶχε ζήσει πέντε ἡμέρας εἰς τὸν κόσμον, ἐν μέσῳ χιόνων καὶ παγετῶν. Ὁ παπὰς ἐφόρεσε τὸ ἐπιτραχήλι, καὶ ἄρχισε τὴν ἀκολουθίαν τῶν νηπίων. «Τῶν τοῦ κόσμου ἡδέων, ἀναρπασθὲν ἄγευστον… Ἐβόας τοῖς Ἀποστόλοις ἄφετε τὰ παιδία ἵνα ἔρχωνται πρός με…» «Οὐδέν ἐστι πατρὸς συμπαθέστερον, οὐδέν ἐστι μητρὸς ἀθλιώτερον…»
Ὅπου ὁ μικρὸς υἱὸς τοῦ παπᾶ, ὅστις ἐκοίταζεν ἀνάλγητος τὸ μικρὸν νεκρὸν σῶμα, ἠρώτησεν ἀκαίρως τὸν πατέρα του:
― Παπά, γιατί λὲς «μητρὸς ἀθλιέστερον», καὶ δὲν λὲς «συμπαθέστερον» ὅπως καὶ γιὰ τὸν πατέρα;
Καὶ πάλιν τὸ παπαδόπαιδον, καθὼς ἐκράτει τὸ Ἁγιασματάριον, κ᾽ ἐμουρμούριζε τὰς λέξεις μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του, δὲν ἐκρατήθη νὰ ἐρωτήσῃ:
― Γιατί, παπά, πεθαίνουν τὰ μικρὰ παιδάκια;
Ὡς ἀπάντησις εἰς τὴν ἐρώτησιν ἐπῆλθε τὸ τελευταῖον τροπάριον, τὸ «Δόξα».
«Ἄλγος τῷ Ἀδὰμ ἐχρημάτισεν ἡ τοῦ ξύλου ἀπόγευσις πάλαι ἐν Ἐδέμ… δι᾽ αὐτοῦ γὰρ εἰσῆλθεν ὁ θάνατος, παγγενῆ κατεσθίων τὸν ἄνθρωπον…»
Εἶτα ἡ ἐκφορὰ ἔγινεν ἔξω τοῦ ναΐσκου τῶν Ταξιαρχῶν. Ἡ γραῖα, ἡ συντέκνισσα, ἐκράτει τὸ μικρὸν πρόχειρον φέρετρον, ἐν εἴδει λίκνου. Ὁ ἱερεὺς μὲ μαχαιρίδιον ἐχάραξεν ἐπάνω εἰς ἕνα κεραμίδι σταυροειδῶς ΙΣ ΧΣ ΝΙ ΚΑ. Εἶτα «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσει», καὶ τὰ λοιπά. Τὸ μικρὸν πλάσμα κατῆλθε νὰ κοιμηθῇ τὸν χρόνιον ὕπνον ὑποκάτω ἀπὸ τὰς χιόνας.

Aπό τα διηγήματα "Άγια και Πεθαμένα" και " Η Συντέκνισσα"