πένθος χαρωπόν= η βαθιά συναίσθηση και το υπέροχο βίωμα της μακαρίας χαρμολύπης , πού υπάρχει και εγκρύπτεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Αφορμή ένας στίχος του Ν. Καρούζου, από το ποίημα "απολέλυσαι της ασθενείας σου". Όλοι οι ποιητές , είτε το γνωρίζουν , είτε το αρνούνται,είτε το αγνοούν είναι λίγο πολύ χαρμολυπικοί.Η μακαρία χαρμολύπη όμως εντοπίζεται απόλυτα μόνο στους βιωματικούς μυστικούς της ορθόδοξης πνευματικότητας.

Πέμπτη

ν.βρεττάκος- ένας μικρότερος κόσμος


Ἀναζητῶ μίαν ἀκτὴ νὰ μπορέσω νὰ φράξω
μὲ δέντρα ἢ καλάμια ἕνα μέρος
τοῦ ὁρίζοντα. Συμμαζεύοντας τὸ ἄπειρο, νἄχω
τὴν αἴσθηση: ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε μηχανὲς
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγες· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουν στρατιῶτες
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ὅπλα
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγα, στραμμένα κι αὐτὰ πρὸς τὴν ἔξοδο
τῶν δασῶν μὲ τοὺς λύκους· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ἔμποροι
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι σε ἀπόκεντρα
σημεῖα τῆς γῆς ὅπου ἀκόμη δὲν ἔγιναν ἁμαξωτοὶ δρόμοι.
Τὸ ἐλπίζει ὁ Θεὸς
πὼς τουλάχιστο μὲς στοὺς λυγμοὺς τῶν ποιητῶν
δὲν θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει ποτὲς ὁ παράδεισος.

Τρίτη

...από τις καταβασίες των Βαΐων...


 

Τὴν Σιὼν ἐπ' ὄρους ἀνάβηθι, ὁ εὐαγγελιζόμενος, καὶ τὴν Ἱερουσαλήμ, ὁ κηρύσσων ἐν ἰσχύϊ ὕψωσον φωνήν. Δεδοξασμένα ἐλαλήθη περὶ σοῦ, ἡ Πόλις τοῦ Θεοῦ, εἰρήνη ἐπὶ τὸν Ἰσραήλ, καὶ σωτήριον ἔθνεσιν.

Ἐβόησαν, ἐν εὐφροσύνῃ Δικαίων τὰ πνεύματα, Νῦν τῷ Κόσμῳ, διαθήκη καινὴ διατίθεται, καὶ ῥαντίσματι, καινουργείσθω λαὸς θείου Αἵματος

Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, συστήσασθε ἑορτήν, καὶ ἀγαλλόμενοι, δεῦτε μεγαλύνωμεν Χριστόν, μετὰ βαΐων καὶ κλάδων, ὕμνοις κραυγάζοντες· Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου, Σωτῆρος ἡμῶν

Δευτέρα

...ἑβδελυγμένον λογιοῦνται ὡς νεκρόν...



 
ελκόμενος,μονεμβασία



Κύριε, ἐρχόμενος πρὸς τὸ Πάθος, 


τοὺς ἰδίους στηρίζων Μαθητὰς ἔλεγες,

 κατ΄ ἰδίαν παραλαβὼν αὐτούς. 


Πῶς τῶν ῥημάτων μου ἀμνημονεῖτε, ὧν πάλαι εἶπον ὑμῖν, 


ὅτι Προφήτην πάντα οὐ γέγραπται εἰμὴ ἐν Ἱερουσαλὴμ ἀποκτανθῆναι; 


Νὺν οὖν καιρὸς ἐφέστηκεν, ὃν εἶπον ὑμῖν· 


ἰδοὺ γὰρ παραδίδομαι, ἁμαρτωλῶν χερσὶν ἐμπαιχθῆναι,

 οἳ καὶ σταυρῷ με προσπήξαντες, ταφῇ παραδόντες, 

ἑβδελυγμένον λογιοῦνται ὡς νεκρόν· 

ὅμως θαρσεῖτε· 

τριήμερος γὰρ ἐγείρομαι 

εἰς ἀγαλλίασιν πιστῶν καὶ ζωήν τὴν αἰώνιον



ύμνος μεγ. δευτέρας

Κυριακή

οδ.ελύτης-[δεν αντέχω τα παράθυρα χωρίς θέα]



Είμαι ένας απλός, καθημερινός, αισιόδοξος άνθρωπος.
Αλλά, δεν αντέχω τα παράθυρα χωρίς θέα.
Τα παράθυρα βρίσκονται εκεί για να ταξιδεύουν τη ματιά.
Για ν' αποκαλύπτουν ορίζοντες.
Για να υπόσχονται το "παραπέρα". 
Για να λούζουν στο αληθινό φώς τ' άδεια δωμάτια. 
Για να φτιάχνουν σκιές με χρώμα πάνω στούς λευκούς τοίχους....





εδώ

Παρασκευή

ν.καρούζος-ρομαντικός επίλογος



Μὴ μὲ διαβάζετε ὅταν δὲν ἔχετε
παρακολουθήσει κηδεῖες ἀγνώστων
ἢ ἔστω μνημόσυνα.
Ὅταν δὲν ἔχετε
μαντέψει τὴ δύναμη
ποὺ κάνει τὴν ἀγάπη
ἐφάμιλλη τοῦ θανάτου.
Ὅταν δὲν ἀμολήσατε ἀϊτὸ τὴν Καθαρὴ Δευτέρα
χωρὶς νὰ τὸν βασανίζετε
τραβώντας ὁλοένα τὸ σπάγγο.
Ὅταν δὲν ξέρετε πότε μύριζε τὰ λουλούδια
ὁ Νοστράδαμος.
Ὅταν δὲν πήγατε τουλάχιστο μιὰ φορὰ
στὴν Ἀποκαθήλωση.
Ὅταν δὲν ξέρετε κανέναν ὑπερσυντέλικο.
Ἂν δὲν ἀγαπᾶτε τὰ ζῶα
καὶ μάλιστα τὶς νυφίτσες.
Ἂν δὲν ἀκοῦτε τοὺς κεραυνοὺς εὐχάριστα
ὁπουδήποτε.
Ὅταν δὲν ξέρετε πῶς ὁ ὡραῖος Modigliani
τρεῖς ἡ ὥρα τὴ νύχτα μεθυσμένος
χτυποῦσε βίαια τὴν πόρτα ἑνὸς φίλου του
γυρεύοντας τὰ ποιήματα τοῦ Βιγιὸν
κι ἄρχισε νὰ διαβάζει ὦρες δυνατὰ
ἐνοχλώντας τὸ σύμπαν.
Ὅταν λέτε τὴ φύση μητέρα μας καὶ ὄχι θεία μας
Ὅταν δὲν πίνετε χαρούμενα τὸ ἀθῶο νεράκι.
Ἂν δὲν καταλάβατε πῶς ἡ Ἀνθοῦσα
εἶναι μᾶλλον ἡ ἐποχή μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΧΡΩΜΑΤΑ
Μὴ μὲ διαβάζετε
ὅταν
ἔχετε
δίκιο.
Μὴ μὲ διαβάζετε ὅταν
δὲν ἤρθατε σὲ ρήξη μὲ τὸ σῶμα...
Ὥρα νὰ πηγαίνω
δὲν ἔχω ἄλλο στῆθος.

Τρίτη

γ.σεφέρης- [...καὶ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καθισμένη στὰ γόνατα τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ...]









Για μας ήταν άλλο πράγμα ο πόλεμος 
για την πίστη του Xριστού
και για την ψυχή του ανθρώπου καθισμένη στα γόνατα της Yπερμάχου Στρατηγού,


που είχε στα μάτια ψηφιδωτόν τον καημό της Pωμιοσύνης, 

εκείνου του πελάγου τον καημό 

σαν ήβρε το ζύγιασμα της καλοσύνης.

Σάββατο

μ.ελευθερίου-τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα

Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα
και τους καημούς που σκέπασε καπνός
η ξενιτιά τα βρήκε αδελφωμένα
Κι οι ξαφνικές χαρές που ήρθαν για μένα
ήταν σε δάσος μαύρο κεραυνός

κι οι λογισμοί που μπόρεσα για σένα

Και σου μιλώ σ’ αυλές και σε μπαλκόνια
και σε χαμένους κήπους του Θεού
κι όλο θαρρώ πως έρχονται τ’ αηδόνια
με τα χαμένα λόγια και τα χρόνια
 

εκεί που πρώτα ήσουνα παντού
και τώρα μες στο κρύο και στα χιόνια


Η μοίρα κι ο καιρός το `χαν ορίσει
στον κόσμο αυτό να ρίξω πετονιά
κι η νύχτα χίλια χρόνια να γυρίσει
Στο τέλος της γιορτής να τραγουδήσει
αυτός που δεν εγνώρισε γενιά
και του καημού την πόρτα να χτυπήσει.


Δεν ήτανε ρολόι σταματημένο
σε ρημαγμένο κι άδειο σπιτικό
οι δρόμοι που με πήραν και προσμένω
Τα λόγια που δεν ξέρω σου τα δένω
με τους ανθρώπους που `δαν το κακό
και το `χουν στ’ όνομά τους κεντημένο


Αυτός που σπέρνει δάκρυα και πόνο
θερίζει την αυγή ωκεανό
μαύρα πουλιά τού δείχνουνε το δρόμο
Κι έχει τη ζωγραφιά κοντά στον ώμο,
σημάδι μυστικό και ριζικό
πως ξέφυγε απ’ τον Άδη κι απ’ τον κόσμο



το ακούτε μελοποιημένο εδώ

Παρασκευή

Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες





 
Ανδρείοι σεις που πολεμήσατε και πέσατ' ευκλεώς·
τους πανταχού νικήσαντας μη φοβηθέντες.
Άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Διαίος και ο Κριτόλαος.

 Όταν θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν,
«Τέτοιους βγάζει το έθνος μας» θα λένε
για σας. Έτσι θαυμάσιος θάναι ο έπαινός σας. --

Εγράφη εν Αλεξανδρεία υπό Αχαιού·
έβδομον έτος  Πτολεμαίου, Λαθύρου.

Τρίτη

κ. καρυωτάκης-θάνατοι




Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα
την έχουν μέσα τους.




Χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα
κι απ' τη χαρά ζεστά των φιλημάτων,
χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα
χτυπήσατε τις πόρτες των θανάτων·

ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε
και διψασμένα εμείνατε ποτήρια,
ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε
κι εμείνατε κλεισμένα παραθύρια·

ω, που' χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,
κι ο λόγος σας εδιάλεξε για τάφο,
ω, που' χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,
και τον καημό δεν είπατε που γράφω·

μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
τον πόνο κάποιας ώρας, κάποιου τόπου
μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
τον Πόνο των Πραγμάτων και του Ανθρώπου.
ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων
εικόνα εδώ 

Κυριακή

τάσος λειβαδίτης-αγιότητα








Hμερολόγιο ήσυχο στον τοίχο,
μια ημερομηνία κι οι άγιοι σιωπηλοί, 
χλωμοί κι αναμάρτητοι,
σημειωμένοι μόνο με το μικρό τους όνομα, 
όπως τους φώναζε η μητέρα τους.

Kύριε, κανείς δεν ήθελε να μεγαλώσει.



Παρασκευή

α΄ χαιρετισμοί

 







Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν Ἥλιον,
χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαῖρε, δι' ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις,
χαῖρε, δι' ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Πέμπτη

εσπέρια της τυρινής

 




Ὁ πλάστης μου Κύριος, χοῦν ἐκ τῆς γῆς προσλαβών με, ζωηρῷ φυσήματι, ψυχώσας ἐζώωσε καὶ ἐτίμησεν, ἐπὶ γῆς ἄρχοντα, ὁρατῶν ἁπάντων, καὶ Ἀγγέλοις ὁμοδίαιτον. Σατὰν δ΄ ὁ δόλιος, ὀργάνῳ τῷ ὄφει χρησάμενος, ἐν βρώσει ἐδελέασε, καὶ Θεοῦ τῆς δόξης ἐχώρισε, καὶ τῷ κατωτάτῳ, θανάτῳ παραδέδωκεν εἰς γῆν. Ἀλλ' ὡς Δεσπότης καὶ εὔσπλαγχνος, πάλιν ἀνακάλεσαι.
 
Στολὴν θεοΰφαντον, ἀπεξεδύθην ὁ τάλας, σοῦ τὸ θεῖον πρόσταγμα, παρακούσας Κύριε, συμβουλίᾳ ἐχθροῦ· καὶ συκῆς φύλλα δέ, καί τοὺς δερματίνους, νῦν χιτῶνας περιβέβλημαι· ἱδρῶτι κέκριμαι· ἄρτον μοχθηρὸν κατεσθίειν γάρ, ἀκάνθας καὶ τριβόλους δέ, φέρειν μοι ἡ γῆ κεκατήραται. Ἀλλ' ὁ ἐν ὑστέροις, τοῖς χρόνοις ἐκ Παρθένου σαρκωθείς, ἀνακαλέσας εἰσάγαγε, πάλιν εἰς Παράδεισον.
 
Παράδεισε πάντιμε, τὸ ὡραιότατον κάλλος, θεόκτιστον σκήνωμα, εὐφροσύνη ἄληκτε, καὶ ἀπόλαυσις, δόξα τῶν Δικαίων, Προφητῶν τερπνότης, καὶ Ἁγίων οἰκητήριον, ἤχῳ τῶν φύλλων σου, Πλάστην τὸν τῶν ὅλων ἱκέτευε, τὰς πύλας ὑπανοῖξαί μοι, ἃς τῇ παραβάσει ἀπέκλεισα· καὶ ἀξιωθῆναι, τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς μεταλαβεῖν, καὶ τῆς χαρᾶς, ἧς τὸ πρότερον, ἐν σοὶ κατετρύφησα


εσπέρια της τυρινής

Παρασκευή

ν.γ.πεντζίκης-σκόρπια φύλλα




Σκόρπια φύλλα του φθινόπωρου
οι αγρότες για τη σπορά περιμέναν βροχή
ο άνεμος κλωθογύριζε ανοίγοντας τα επουράνια
"ποια οδό ακολουθούν τα κίτρινα φύλλα που πέφτουν;"
αντίθετο δρόμο παίρνοντας ο απόστολος των εθνών
από Nεαπόλεως της νυν Kαβάλας
Προς Θεσσαλονικείς A΄ Eπιστολής το ανάγνωσμα
ου θέλω υμάς αγνοείν περί των κεκοιμημένων
ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί

ψηλό σαν τηλόπτης φάρος το καμπαναριό
καμπύλ' ανοίγματα προς όλα τα σημεία του ορίζοντα
ότι είναι και δεν είναι σειρά συμπτώσεων
στο περιβόλι τάφοι με σταυρούς
κατάντικρυ η φωτιά κατάτρωγε το καράβι
πέθανε η πολυαγαπημένη μάννα του
έξ' απ' την ξύλινη θύρα καθόταν και περίμενε το κορίτσι
όπως κάθονται απάνω στ' άνθη οι πεταλούδες
μια ωραία πεταλούδα κι' έν' άδειο γραμματοκιβώτιο
ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές
νύχτα ερχόταν και τον έβρισκε
στον μυχό του κόλπου όπου εκβάλλει η ενδοχώρα
στο αναπεπταμένο πέλαγος που κατάπιε τον πατέρα
όταν δε μπόρεσε να καταλάβει τις κινήσεις του γιου του
ότι το πένθος σημαίνει νίκη και τρανή χαρά
έρχεται να φορτώσει σιτάρι στην αποβάθρα
και σχολιάζουν το θέαμα οι γνωστικοί
ερμηνευτές του ζωντανού ονείρου δακτυλοδεικτούν
πίσω ταφόπετρες με μάτια το χωριό
με αναστήματα υψηλά πλούσια βλάστηση το σκιάζει
ανάμεσα στις υπερκείμενες στέγες των φυλλωμάτων
και στους υπόρροφους θάμνους ανέρπει μνήμη
αφωσίωσις και πίστη θερμή ο κισσός
όπως ακριβώς ήσουν και ήταν
κάτω από την επιφάνεια κάνοντας βουτιά
όπου τα πλοία του Mαρδονίου εναυάγησαν
αλλά ξέρουμε ασφαλώς πως ο θησαυρός διεσώθη
στις θαλασσοσπηλιές όπου οι φώκες μοιρολογούν
στου αγιώνυμου Όρους τους βράχους τους κρυσταλλώδεις
αρωγή σε όποιον τεκταίνεται μεγάλα και πολλά
τον ήλιο που βυθά στη λεκάνη της μάννας του
και θρηνούν όσοι τον πίστεψαν γιατί σβύνει
άλλη δυνατότητα προσφέροντας εκ των υγρών εγκάτων

να μας πας στην ξενητειά
να μας πας στα πέρα μέρη
φύσα θάλασσα πλατειά
φύσ' αγέρι, φύσ' αγέρι.

Τρίτη

κ. καβάφης-πρόσθεσις



 





Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω.
Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω —
που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ)

που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί
απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό
δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί.


 







(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)

Σάββατο

εις αναμάρτητον χώραν




Εἰς ἀναμάρτητον χώραν, καὶ ζωηράν,
ἐπιστεύθην,

γεωσπορήσας τὴν ἁμαρτίαν,
τῇ δρεπάνῃ ἐθέρισα, τοὺς στάχυας τῆς ἀμελείας,

καὶ δραγμάτων ἐστοίβασα, πράξεών μου τὰς θημωνίας,
ἃς καὶ κατέστρωσα οὐχ ἅλωνι τῆς μετανοίας. 



Ἀλλ' αἰτῶ σε, τὸν προαιώνιον γεωργὸν ἡμῶν Θεόν,
τῷ ἀνέμῳ τῆς σῆς φιλευσπλαγχνίας 
ἀπολίκμισον τὸ ἄχυρον τῶν ἔργων μου 


καὶ σιτάρχησον τῇ ψυχῇ μου τὴν ἄφεσιν, 
εἰς τὴν οὐράνιόν σου συγκλείων με ἀποθήκην 

καὶ σῶσόν με.




από τα εσπέρια της Κυριακής του Ασώτου

Τετάρτη

θ.ντοστογιέφσκι-το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου





Θυμάμαι, πως ξαφνικά είδα εν' αστεράκι μέσ' στο σκοτάδια. - Είν' ο Σύριος; ρώτησα χωρίς να μπορώ να κρατηθώ, μ' όλο που τόθελα πολύ. -«Όχι, είναι τ' αστέρι που είχες δη μεσ' απ' τα σύννεφα, σα γύριζες σπίτι σου», μου απάντησε το ον που με μετέφερε. Ήξερα πως ήταν ανθρώπινης καταγωγής, μα περίεργο πράγμα, δεν το συμπαθούσα καθόλου αυτό το ον, και μάλιστα μου προκαλούσε βαθειά απέχθεια. Περίμενα πως θάβρισκα το απόλυτο μηδέν, και γι' αυτό έχωσα τη σφαίρα στην καρδιά μου. Και τώρα, να που βρισκόμουν στην αγκαλιά ενός όντος, όχι ανθρώπινου βέβαια, μα που ήταν και υπήρχε.
«Ώστε υπάρχει λοιπόν πέραν του τάφου ζωή!» σκέφτηκα μ' εκείνη την παράξενη ζαλάδα του ονείρου, μα ωστόσο, η καρδιά μου διατηρούσε κατά βάθος την ουσιαστική αρετή της: «αφού θα ξαναϋπάρξω, έλεγα μέσα μου, και θα ξαναζήσω επειδή το θέλει μια αδυσώπητη βούληση, δε θέλω ούτε να νικηθώ ούτε να ταπεινωθώ!»- «Ξέρεις πως σε φοβάμαι και γι' αυτό με περιφρονείς», είπα ξαφνικά στο σύντροφό μου μη μπορώντας να συγκρατήσω την ταπείνωση αυτής της ερώτησης όπου διαφαινόταν μια ολόκληρη ομολογία, και νοιώθοντας πως αυτή η δειλία μου τρυβέλιζε την καρδιά σα να με τσιμπούσε βελόνα. Εκείνος δεν απάντησε στην ερώτησή μου, μα ξαφνικά ένοιωσα πως δε με περιφρονούσε, πως δε με κορόιδευε κι ούτε καν με λυπόντανε, και πως το ταξείδι μας έτεινε σ' ένα μυστηριώδη κι' άγνωστο σκοπό που μόνο εμένα αφορούσε. Ο τρόμος μεγάλωνε μέσα στην καρδιά μου. Η σιωπή του συντρόφου μου μεταδόθηκε και σε μένα και με διαπότιζε, όχι χωρίς πόνο, με την σιωπηλή παρουσία του. Πηγαίναμε μεσ' από αβυθομέτρητα σκοτάδια. Από καιρό, δεν έβλεπα πια τους γνωστούς μου αστερισμούς. Ήξερα πως στο βάθος τ' ουρανού υπάρχουν αστέρια που οι αχτίνες τους φτάνουνε στη γης μόνο υστέρα από χιλιάδες κι εκατομμύρια χρόνια, ίσως να χαμε περάσει κιόλας αυτά τα χρονικά διαστήματα.
Περίμενα κάτι, γεμάτος από ένα νοσταλγικό πόνο που μου ράγιζε την καρδιά. Και ξαφνικά ένα πολύ γνωστό συναίσθημα που μούφερνε βαθιές αναμνήσεις με συγκλόνισε ολόκληρο. Ξανάβλεπα τον ήλιο μας! Ήξερα πως δεν μπορούσε να είναι ο ήλιος μας, εκείνος που γέννησε τη γη μας, και πως βρισκόμαστε σε άπειρη απόσταση από τον ήλιο μας, μα μέσα μου καταλάβαινα πως ήταν ένας ήλιος απόλυσα όμοιος με τον δικό μας, κάτι σαν αντίλαλος και σαν σωσίας του. Μια απέραντη, τρυφερότητα πλημμύρισε την ψυχή μου, φέρνοντάς της ενθουσιασμό: Το φως εκείνου που με δημιούργησε αντιλαλούσε μεσ' στην καρδιά μου και την ανάσταινε, κι' ένοιωσα για πρώτη φορά από τότε που κατέβηκα στον τάφο το γυρισμό της ζωής, της παλιάς ζωής.-Αφού είναι ο ήλιος, ακριβώς ο ίδιος ήλιος με τον δικό μας, τότε που είναι η γη;- Κι ο σύντροφος μου μου 'δειξε εν' αστέρι σα σμαράγδι που αστροφτοκόπαγε μέσα στη νύχτα.

Πετούσαμε ολόισια καταπάνω του.

-Μα είναι δυνατόν να γίνωνται τέτοιες επιστροφές μέσα στο σύμπαν, είναι δυνατό να είν' αυτός ο φυσικός νόμος; Κι' αν είναι γης αυτό μπορεί νάναι η ίδια γης με τη δικιά μας;... Εντελώς όμοια, το ίδιο δύστυχη και το ίδιο φτωχιά, κι' όμως αγαπητή, αιώνια αγαπημένη, μια γης που ξέρει ν' αγαπιέται ακόμα και απ' τα πιο αχάριστα παιδιά της;... Φώναξα αναρριγώντας από αβάσταγη, αγάπη γι' αυτή τη γης που γεννήθηκα και που λιποτάχτησα απ' αυτήν. Και εμπρός μου, σαν αστραπή, πέρασε η εικόνα του μικρού κοριτσιού που είχα προσβάλλει.

-Θα τα μάθης όλα, μου απάντησε ο σύντροφός μου, και στα λόγια του, διαφαινόταν ένας θλιμμένος τόνος.

 
Μα γρήγορα ζυγώναμε στον πλανήτη. Μεγάλωνε μπρος στα μάτια μου, κι άρχισα κι όλας να διακρίνω τον ωκεανό και τα περιγράμματα της Ευρώπης, όταν ξαφνικά ένα παράξενο αίσθημα ζήλειας - μια ευγενική και άγια, ζήλεια - άναψε μεσ' στην καρδιά μου. Πως μπορεί να γίνεται μια τέτοια επανάληψη, είπα μέσα μου, και για ποιο σκοπό; Αγαπώ, και μόνο αυτή τη γης που άφησα μπορώ ν' αγαπήσω, που πάνω της έμμειναν οι στάλες απ' το αίμα μου, όταν, σαν αχάριστος γιός, έβαλα τέλος στη ζωή μου με μια πιστολιά πάνω στην καρδιά μου. Μα ποτέ, όχι, ποτέ δεν έπαψα να την αγαπώ αυτή τη γης, ακόμα και κείνη, τη νύχτα που την αποχαιρέτησα. Να υπάρχη τάχα ο πόνος πάνω σ' αυτή την καινούργια γης; Εκεί - πέρα, στη γης μας, μόνο με πόνο μπορούμε,ν' αγαπήσουμε, και μόνο ,μεσ' απ' τον πόνο. Δεν ξέρουμε ν' αγαπούμε διαφορετικά, κι' ούτε ξέρουμε άλλη αγάπη. Ζητώ τον πόνο για να μπορέσω ν' αγαπήσω, ποθώ, διψώ ν' αγκαλιάσω κλαίγοντας αυτή τη μοναδική γης που παράτησα, και δε θέλω να ζήσω, αρνιέμαι να ζήσω σ' οποιανδήποτε άλλη! ...
Μα κιόλας, ο σύντροφός μου μ' είχε παρατήσει. Ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα ,σ' αυτή την άλλη γη, μέσα στο εκθαμβωτικό φως μιας λιόλουστης μέρας, όμορφης σαν τον παράδεισο. Μου φαινότανε σα να βρισκόμουν σ' ένα από κείνα τα νησάκια του ελληνικού αρχιπέλαγου της γης μας ή κάπου αλλού στα ερείπια μιας ηπείρου, κοντά στο αρχιπέλαγο. Σ' εκείνα τα μέρη, όλα είτανε ακριβώς όπως και σε μας, κι' όμως όλα αχτινοβολούσανε με μια σοβαρή κι' επίσημη χαρά, πού έφτανε ως το υπέροχο. Μια σμαραγδένια θάλασσα έσκαζε απαλά στην ακρογιαλιά, χαϊδεύοντάς την με φανερή, σαρκική και σχεδόν συνειδητή αγάπη. Δέντρα με θαυμαστά κλωνάρια ορθώνονταν μ' όλο τον οργιώδη χυμό τους, και τ' αναρίθμητα φυλλαράκια τους, κι' είμαι βέβαιος πως με χαιρετούσανε με το γλυκό τους θρόισμα και μοιάζανε σα να ψιθυρίζανε ερωτόλογα. Το λιβάδι αστραφτοκοπούσε με τη φλογερή και χυμώδη άνθησή του. Τα πουλιά σκίζανε σμήνη - σμήνη τον αέρα, κι' έρχονταν άφοβα ν' ακουμπήσουνε στους ώμους και στα χέρια μου με χαρούμενα φτεροκοπήματα. Ύστερα, είδα επιτέλους και τους κατοίκους αυτής της μακάριας γης. Ήρθανε μόνοι τους κοντά μου, με περιτριγύρισαν και με φιλούσαν. Παιδιά του ήλιου, παιδιά του ήλιου τους - ω! τι ωραίοι που ήταν! Ποτές στη γης μας δεν είχα δει τόση, ομορφιά στον άνθρωπο! Μόνο στα παιδιά μας, και μάλιστα στα πρώτα παιδικά τους χρόνια, μπορούσες να διακρίνης κάτι σα μια μακρυνή ανταύγεια, μα πολύ εξασθενημένη, αυτής της ομορφιάς. Τα μάτια αυτών των μακάρων λάμπανε ολοκάθαρα. Τα πρόσωπα τους αχτινοβουλούσαν τη σοφία και τη συνείδηση, μια συνείδηση που είχε φτάσει στην υπέρτατη, γαλήνη, όμως, αυτά τα πρόσωπα μένανε χαρούμενα και μια παιδιάστικη χαρά αντηχούσε μέσα στα λόγια και στη φωνή αυτών των όντων!  
Ω! τα είχα καταλάβει όλα, όλα από την πρώτη ματιά! Εδώ ήταν η γης, προτού την μολύνη το προπατορικό αμάρτημα. Οι κάτοικοί της, μια και δεν ξέρανε το κακό, ζούσανε στον ίδιο εκείνο παράδεισο όπου, σύμφωνα με τις παραδόσεις της ανθρωπότητας, είχανε ζήσει κι' οι ένοχοι προπάτορές μας, με μόνη τη διαφορά πως εδώ η γης είτανε παντού ένας και ο αυτός παράδεισος. Αυτοί οι άνθρωποι με το χαρούμενο χαμόγελο με περιτριγυρίζανε και μου χάριζαν άφθονα χάδια. Με πήγανε στα σπίτια τους και όλοι τους θέλανε να με ξεκουράσουν. Δε μου κάναν ερωτήσεις, φαίνονταν πως τα ξέρανε όλα, και μόνο ένα πράγμα θέλανε, να διώξουνε το γρηγορώτερο αυτή την οδύνη που είτανε χαραγμένη πάνω στα χαρακτηριστικά μου.

απόσπασμα από εδώ

Παρασκευή

ιδιόμελον της υπαπαντής





Ὁ τοῖς Χερουβὶμ ἐποχούμενος, καὶ ὑμνούμενος ὑπὸ τῶν Σεραφίμ,

σήμερον τῷ θείῳ Ἱερῷ κατὰ νόμον προσφερόμενος, πρεσβυτικαῖς ἐνθρονίζεται ἀγκάλαις,

καὶ ὑπὸ Ἰωσὴφ εἰσδέχεται δῶρα θεοπρεπῶς, 

ὡς ζεῦγος τρυγόνων τὴν ἀμίαντον Ἐκκλησίαν, καὶ τῶν ἐθνῶν τὸν νεόλεκτον λαόν, 

περιστερῶν δὲ δύο νεοσσούς, ὡς ἀρχηγὸς Παλαιᾶς τε καὶ Καινῆς.

Τοῦ πρὸς αὐτὸν χρησμοῦ δὲ Συμεών, τὸ πέρας δεξάμενος, 

εὐλογῶν τὴν Παρθένον, Θεοτόκον Μαρίαν,

τὰ τοῦ πάθους σύμβολα τοῦ ἐξ αὐτῆς προηγόρευσε,

καὶ παρ' αὐτοῦ ἐξαιτεῖται τὴν ἀπόλυσιν βοῶν· 

Νῦν ἀπολύεις με Δέσποτα, καθὼς προεπηγγείλω μοι, ὅτι εἶδόν σε τὸ προαιώνιον φῶς, καὶ Σωτῆρα Κύριον τοῦ Χριστωνύμου λαοῦ.
 

ανδρέου κρήτης

αγ.γρηγόριος θεολόγος-δέηση προς τον Χριστό


 




Μια τρικυμία,Κύριε, τρομερή ταράζει
το μαθητή σου. Ξύπνησε προτού χαθώ.
Ή εντολή σον άρκεί τα κύματα να πέσουν.
Τολμώ ένα ψέλλισμα: Χριστέ, μη με πιέζεις,
μη μ' αφανίσεις με των θλίψεων το φορτίο.
Δεν είναι λίγοι, καί χειρότεροι από μένα,
Πού τους σπλαχνίστηκες. Μη μ' επικρίνεις όσο αξίζω.
Παρακαλώ σε, λάφρυνε από το καντάρι το περσότερο.
Το φόρτωμα καί μιας μονάχα μέρας ποιος τ' αντέχει;
Σέ ποιόν να τρέξω να σωθώ πού οι πίκρες με βαραίνουν






εδώ

Τρίτη

μ.μπρεχτ-γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου


Αυτοί που βρίσκονται ψηλά
Θεωρούνε ταπεινό
Να μιλάς για το φαΐ
Ο λόγος; Έχουνε κι όλας φάει

Οι ταπεινοί αφήνουνε τον κόσμο
Χωρίς να’χουνε δοκιμάσει κρέας της προκοπής

Πώς ν’αναρωτηθούν πού’θε έρχονται
Και πού πηγαίνουν
Είναι τα όμορφα δειλινά τόσο αποκαμωμένοι
Το βουνό και την πλατειά τη θάλασσα
Δεν τά’χουν ακόμα δει
Όταν σημαίνει η ώρα τους

Αν δεν νοιαστούν οι ταπεινοί
Γι’αυτό που είναι ταπεινό
Ποτέ δε θα υψωθούν

Το ημερολόγιο
Δεν δείχνει ακόμα την ημέρα
Όλοι οι μήνες, όλες οι ημέρες
Είναι ανοιχτές
Κάποια απ’ αυτές θα σφραγιστεί
Μ’ έναν σταυρό

Οι εργάτες φωνάζουν για ψωμί
Οι έμποροι φωνάζουν γι’αγορές
Οι άνεργοι πεινούσαν
Τώρα πεινάνε κι όσοι εργάζονται

Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ’ το τραπέζι
Κηρύχνουν τη λιτότητα
Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσήματα
Ζητάνε θυσίες
Οι χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους
Για τις μεγάλες εποχές που θα’ρθουν
Αυτοί που τη χώρα σέρνουνε στην άβυσσο
Λες πως είναι τέχνη να κυβερνάς το λαό
Είναι πολύ δύσκολη για τους ανθρώπους του λαού

Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε
Πόλεμος και ειρήνη
Είναι δυο πράγματα ολότελα διαφορετικά
Όμως η ειρήνη τους και ο πόλεμός τους
Μοιάζουν όπως ο άνεμος κι η θύελλα
Ο πόλεμος γεννιέται απ’ την ειρήνη τους
καθώς ο γιος από την μάνα
έχει τα δικά της απαίσια χαρακτηριστικά
ο πόλεμός τους σκοτώνει
ό,τι άφησε όρθιο η ειρήνη τους

Όταν αυτοί που είναι ψηλά
Μιλάνε για ειρήνη
Ο απλός λαός ξέρει
Πως έρχεται ο πόλεμος
Όταν αυτοί που είναι ψηλά
Καταριούνται τον πόλεμο
Διαταγές για επιστράτευση
Έχουν υπογραφεί

Στον τοίχο με κιμωλία γραμμένο
Θέλουνε πόλεμο
Αυτός που το’χε γράψει
Έπεσε κι όλας

Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε
Να ο δρόμος για τη δόξα
Αυτοί που είναι χαμηλά
Να ο δρόμος για το μνήμα

Τούτος ο πόλεμος που έρχεται
Δεν είναι ο πρώτος
Πριν απ’ αυτόν γίνανε κι άλλοι πόλεμος
Όταν ετέλειωσε ο τελευταίος
Υπήρχαν νικητές και νικημένοι
Στους νικημένους ο φτωχός λαός
Πέθαινε απ’ την πείνα
Τους νικητές ο φτωχός λαός
Πέθαινε το ίδιο

Σαν θα’ρθει η ώρα της πορείας
Πολλοί δεν ξέρουν
Πως επικεφαλής βαδίζει ο εχθρός τους
Η φωνή που διαταγές τους δίνει
Είναι του εχθρού τους η φωνή
Εκείνος που για τον εχθρό μιλάει
Είναι ο ίδιος τους ο εχθρός

Νύχτα
Τ’ανδρόγυνα ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους
Οι νέες γυναίκες θα γεννήσουν ορφανά

Στρατηγέ το τανκς σου
Είναι δυνατό μηχάνημα
Θερίζει δάση ολόκληρα
Κι εκατοντάδες άνδρες αφανίζει
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
χρειάζεται οδηγό

Στρατηγέ το βομβαρδιστικό
Είναι πολυδύναμο
Πετάει πιο γρήγορα απ’ τον άνεμο
Κι απ’ τον ελέφαντα σηκώνει βάρος πιο πολύ
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
χρειάζεται πιλότο

Στρατηγέ ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ
Ξέρει να πετάει
Ξέρει και να σκοτώνει
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
ξέρει να σκέφτεται

 

( 1939)

Δευτέρα

συμεών ιερομόναχος-λόγος επιμνημόσυνος



Γύρω γύρω ὅλοι καὶ στὴ μέση ὁ Mανόλης,
κατέγραφε στὸ «Bιβλίον Ἔρωτος» ὁ Πεντζίκης.
Aὐτὸ εἷναι ὅλο τὸ ἔργο του
κι αὐτὸ ἦταν ἡ ζωή του ὁλόκληρη.
Mιὰ καρδιὰ γεμάτη ἀγάπη,
αἰώνιο παιδί,
γύρω γύρω τὸ σύμπαν καὶ στὴ μέση
ὁ Eμμανουήλ.
Tώρα ἐκεῖ, ὅπως καὶ τότε ἐδῶ,
τὸ παιδὶ παίζει μὲ τὸ παιδίον νέον
κι Ἐκεῖνος παίζει μαζί του ἐσαεί.
Aἰωνία του ἡ μνήμη καὶ τὴν εὐχή του ἂς ἔχουμε
ὅλοι.

† Ἱερομόναχος Συμεών
Kελί Tιμίου Σταυροῦ
13 Iανουαρίου 1996





εδώ

Σάββατο

μοναχός αμόναχος-κύριε η αδελφή μου με έφερε στην έρημο



Κύριε, ἡ ἀδελφή μου
μ' ἔφερε στὴν ἔρημο
νὰ μάθω μόνο
μὲ τὶ μοιάζει ἡ ψυχή μου.
Κι εἶν' ὄμορφα ἐδῶ
κάτω ἀπ' τ' ἀστέρια
καὶ τὸν οὐρανὸ
τὸν διάφανο.
Ἐπίτρεψέ μου μόνο
νὰ συναντῶ τὴν ἀσχημούλα μου
τούτη τὴν ψυχή, ποὺ σέρνοντας
ἐξέμαθε νὰ περπατάει.








εικόνα εδώ

Κυριακή

Εἴδοσάν σε ὕδατα, καὶ ἐφοβήθησαν






Πρὸς τὴν φωνὴν τοῦ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ· Ἐτοιμάσατε τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου, 

ἦλθες Κύριε, μορφὴν δούλου λαβών, 

Βάπτισμα αἰτῶν, ὁ μὴ γνοὺς ἁμαρτίαν. 


Εἴδοσάν σε ὕδατα, καὶ ἐφοβήθησαν,

σύντρομος γέγονεν ὁ Πρόδρομος, καὶ ἐβόησε λέγων· 

πῶς φωτίσει ὁ λύχνος τὸ Φῶς; πῶς χειροθετήσει δοῦλος τὸν Δεσπότην; 


ἁγίασον ἐμὲ καὶ τὰ ὕδατα Σωτήρ, ὁ αἲρων τοῦ κόσμου τὴν ἁμαρτίαν.

Πέμπτη

Πιστεύω στα διστακτικά αδέξια βήματα των ταπεινών και στον Xριστό που διασχίζει την Iστορία...

 
 
Ο τυφλός με το λύχνο
(απόσπασμα του έργου του Τάσου Λειβαδίτη.)


Eρχομαι απο μέρες που πρέπει ν' αποσιωπηθούν, απο νύχτες που θέλω να τις ξεχάσω...

... μπήγω την μύτη της ομπρέλας μου στο χώμα και συνομιλώ με τις εποχές
ή καθισμένος στο πάτωμα περιμένω μιαν απερίγραπτη επίσκεψη
ακριβώς γιατί η πόρτα είναι χρόνια κλειδωμένη.

Kαι τώρα που ξεμπερδέψαμε πιά με τα μεγάλα λόγια, τους άθλους, τα όνειρα, καιρός να ξαναγυρίσουμε στη ζωή μας...

... ελευθερώνοντας έτσι όρκους αλλοτινούς και τίς πιό ωραίες χειρονομίες του μέλλοντος.

... εξάλλου άνθρωπος είμαι κι εγώ, χρειάζομαι λίγη μέριμνα: ένα όνειρο ή μια μητέρα ή έστω μια ξαφνική περιφρόνηση...

Kάποτε θα ξανάρθω. Eίμαι ο μόνος κληρονόμος.
Kι η κατοικία μου είναι παντού όπου κοιτώ.

...είμαστε εξάλλου πολύ υπερήφανοι για ν' ακουγόμαστε πιό δυνατά. Hσυχία.
Oι άνθρωποι μας σπίλωσαν, μα θα μας διαφυλάξει ωραίους η ανωνυμία της ιστορίας.

...παλιά, ρυτιδωμένη γη που μόνο έναν αιώνιο ύπνο υποσχόταν -
κι ώ σοφή προνοητικότητα των παιδιών, που πιάνουν απο νωρίς φιλίες με το χώμα.

...με τί ν' ασχοληθώ που η δημιουργία του κόσμου είχε κιόλας τελειώσει.

...προς τί, λοιπόν, να πάω στο Bλαδιβοστόκ για να ταπεινωθώ, πλησιάζω τον πρώτο τυχόντα...

Aν έχασα τη ζωή μου είναι γιατί πάντα είχα μιάν άλλη ηλικία απ' την αληθινή...

Ποτέ δε φανταζόμουν οτι τόσες πολλές μέρες κάνουν μια τόσο λίγη ζωή.

Σαν μια σανίδα απο ένα παλιό ναυάγιο ταξιδέυει η γηραιά μας ήπειρος.

...θέλω να πώ οτι οι γονείς μου ήταν θνητοί, ενώ εγώ είχα άλλες βλέψεις...

...ώσπου ξημέρωνε
κι ερχότανε ένας καινούριος πόνος να με σώσει απ' τον παλιό.

... πιστεύω στα ωραία πουλιά που πετάγονται μεσ' απ' τα πιό πικρά βιβλία
πιστεύω στο φίλο που συναντάς άξαφνα μέσα σ' ένα παραμύθι
πιστεύω στο απίστευτο που είναι η πιό αληθινή μας ιστορία...

Aντίο, λοιπόν.
Aς ανοίξουμε την ομπρέλα μας κι ας περάσουμε βιαστικά
το τέλος μιάς εποχής.

Eίμαστε αυτοί που αιώνια πηγαίνουν...

Πιστεύω στα διστακτικά αδέξια βήματα των ταπεινών και στον Xριστό που διασχίζει την Iστορία...

... ένα δίχτυ απο ουρανό όπου οι τρελοί ρίχνουν τα πιό ωραία πουλιά...

Hταν ένας νέος ωχρός, καθόταν στο πεζοδρόμιο, χειμώνας, κρύωνε. \"Tί περιμένεις;\" του λέω. \"Tον άλλον αιώνα\", μου λέει.
Kαι χιόνιζε ήσυχα ήσυχα, όπως πάνω από έναν τάφο.

...ζήσαμε με χαμένα όνειρα και σκοτωμένη μουσική...

...το τραγούδι είναι το τέλος, αφού όλα άρχισαν μες στη σιωπή...

Oσο για τη διαθήκη που μ' έκανε κληρονόμο του κόσμου, απ' το φόβο μη μου την κλέψουν, την έσκισα σε χίλια κομμάτια και τη σκόρπισα στον άνεμο. Aλλά συγκράτησα τις πιό ωραίες φράσεις
με τις οποίες και σας μιλώ.

Oπωσδήποτε θα είχα κάνει μεγάλα πράγματα στη ζωή μου, αλλά είχα γεννηθεί πολύ απασχολημένος...

... οι πιό ωραίες ιστορίες θα ειπωθούν για μας
όταν δε θα 'ναι πιά κανείς να τις ακούσει.

Oσο για τις λεπτομέρειες αυτού του μνημειώδους σφάλματος που υπήρξε η ζωή μου, θα μείνουν τελικά άγνωστες...

Aν ρίχναν ένα καράβι μες στο μυαλό μου θα ναυαγούσε.

... αλλά τι να 'κανα που υπήρξα πάντα
απ' την άλλη μεριά της ζωής.

( Τάσος Λειβαδίτης......)
επιλογή από εδώ