πένθος χαρωπόν= η βαθιά συναίσθηση και το υπέροχο βίωμα της μακαρίας χαρμολύπης , πού υπάρχει και εγκρύπτεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Αφορμή ένας στίχος του Ν. Καρούζου, από το ποίημα "απολέλυσαι της ασθενείας σου". Όλοι οι ποιητές , είτε το γνωρίζουν , είτε το αρνούνται,είτε το αγνοούν είναι λίγο πολύ χαρμολυπικοί.Η μακαρία χαρμολύπη όμως εντοπίζεται απόλυτα μόνο στους βιωματικούς μυστικούς της ορθόδοξης πνευματικότητας.

Κυριακή

μανόλης αναγνωστάκης - ...όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημιά του πλήθους...





«… Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του […]
κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει,
χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει,
όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημιά του πλήθους.»


(από το «Μιλώ», Τα Ποιήματα 1956, σελ. 69)

Παρασκευή

Επιστροφή απ’ το φαρμακείο (Τάσος Λειβαδίτης)

 

 

 

Συνέβη χωρίς ποτέ να καταλάβω πώς — η μητέρα είχε πονοκέφαλο, ……θυμάμαι, και μ’ έστειλαν στο φαρμακείο, στο γυρισμό, είναι η αλήθεια, χάζεψα λίγο, κορόιδεψα έναν γέρο, ……τρόμαξα με μια πέτρα δυο πουλιά
κι ώσπου να στρίψω πάλι το δρόμο
ούτε σπίτι, ούτε νεότητα πια.

 

 

εδώ

Δευτέρα

...έγγισον ημίν, έγγισον ο πανταχού...


Ταχείαν και σταθηράν δίδου παραμυθίαν τοις δούλοις σου, Ιησού,
εν τω ακηδιάσαι τα πνεύματα ημών. 

Μη χωρίζου των ψυχών ημών εν θλίψεσι, 
μη μακρύνου των φρενών ημών εν περιστάσεσιν, 
αλλ’ αεί ημάς πρόφθασον. 

Έγγισον ημίν, έγγισον ο πανταχού, 

ώσπερ και τοις Αποστόλοις σου πάντοτε συνής, 
ούτω και τοις σέ ποθούσιν ένωσον σαυτόν, οικτίρμον,


ίνα συνημμένοι σοι υμνώμεν και δοξολογώμεν το πανάγιόν σου Πνεύμα






εικών εδώ
εικών εδώ

Σάββατο


Γλῶσσαι ποτὲ συνεχύθησαν, διὰ τὴν τόλμαν τῆς πυργοποιΐας, 

γλῶσσαι δὲ νῦν ἐσοφίσθησαν, διὰ τὴν δόξαν τῆς θεογνωσίας. 

Ἐκεῖ κατεδίκασε Θεὸς τοὺς ἀσεβεῖς τῷ πταίσματι, 
ἐνταῦθα ἐφώτισε Χριστὸς τοὺς ἁλιεῖς τῷ Πνεύματι.

Τότε κατειργάσθη ἡ ἀφωνία, πρὸς τιμωρίαν,
ἄρτι καινουργεῖται ἡ συμφωνία, πρὸς σωτηρίαν 

τῶν ψυχῶν ἡμῶν.



Ὅλην συγκροτήσαντες, τὴν τῆς ψυχῆς ἐπιστήμην, καὶ τῷ θείῳ Πνεύματι, συνδιασκεψάμενοι, τὸ μακάριον, καὶ σεπτὸν Σύμβολον, οἱ σεπτοὶ Πατέρες, θεογράφως διεχάραξαν, ἐν ᾧ σαφέστατα, τῷ Γεγεννηκότι συνάναρχον, τὸν Λόγον ἐκδιδάσκουσι, καὶ παναληθῶς ὁμοούσιον, ταῖς τῶν Ἀποστόλων, ἑπόμενοι προδήλως διδαχαῖς, οἱ εὐκλεεῖς καὶ πανόλβιοι, ὄντως καὶ θεόφρονες.


Ὅλην εἰσδεξάμενοι, τὴν νοητὴν λαμπηδόνα, τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὑπερφυέστατον χρησμολόγημα, τὸ βραχὺ ῥήματι, καὶ πολὺ συνέσει, θεοπνεύστως ἀπεφθέγξαντο, ὡς Χριστοκήρυκες, εὐαγγελικῶν προϊστάμενοι, δογμάτων οἱ μακάριοι, καὶ τῶν εὐσεβῶν παραδόσεων, ἄνωθεν λαβόντες, τὴν τούτων ἀποκάλυψιν σαφῶς, καὶ φωτισθέντες, ἐξέθεντο, ὅρον θεοδίδακτον.



Ὅλην συλλεξάμενοι, ποιμαντικὴν ἐπιστήμην, καὶ θυμὸν κινήσαντες, νῦν τὸν δικαιότατον ἐνδικώτατα, τοὺς βαρεῖς ἤλασαν, καὶ λοιμώδεις λύκους, τῇ σφενδόνῃ τῇ τοῦ Πνεύματος, ἐκσφενδονήσαντες, τοῦ τῆς Ἐκκλησίας πληρώματος, πεσόντας ὡς πρὸς θάνατον, καὶ ὡς ἀνιάτως νοσήσαντας, οἱ θεῖοι Ποιμένες, ὡς δοῦλοι γνησιώτατοι Χριστοῦ, καὶ τοῦ ἐνθέου κηρύγματος, μύσται ἱερώτατοι.


οι αίνοι της αυριανής εορτής

Πέμπτη

νίκος καββαδίας-Federico Garcia Lorca

 
δίστομο


Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι

Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου
στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ’ αχαμνά του

Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά
τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει

Κάτω απ’ τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ’ έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια

Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω;
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό
στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.

Κοπέλες απ’ το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ’ τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά

Βάρκα του βάλτου ανάστροφη
φτενή δίχως καρένα
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια να πετάν στην ερήμην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.



το ακούτε μελοποιημένο εδώ

Σάββατο

ν.γ.πεντζίκης-δὲν ὑπάρχει ἡ φθορά


Κηδεία του Ιδομενέως τέμπερα, 1983


Ἐνῶ ἤμουν τόσο κοντὰ στὸ θάνατο, κατάλαβα ὅτι δὲν ὑπάρχει. Δὲν ὑπάρχει ἡ φθορὰ. Εὐθὺς ἀφοῦ εἶχα πλυθεῖ καὶ σφουγγιστεῖ μὲ τὸ καθαρὸ σὰν ἥλιος προσόψι, καὶ κρατοῦσα στὸ χέρι τὸν παιδικὸ χαρταετό, ποὺ ἐξουσιάζει ὅλους τοὺς φουσκοδενδρίτες τῆς Ἄνοιξης, ξεπερνώντας κάθε πόνο, βγῆκα ἔξω ἀπὸ τὴ στενάχωρη κάμαρη. Περπάτησα σὲ δρόμους καινούργιους δὲν ἤμουν μονάχος. Καλοῦσα τοῦς άδελφούς μου κοντά. Μέγας άριθμὸς. Σκεφτόμουνα πὼς μποροῦσα νὰ ὑπηρετήσω ὅλους. "Ἀδελφοὶ, νὰ εἶστε χαρούμενοι. Ἐχτροὶ καὶ φίλοι ἀγκαλιασμένοι φιληθεῖτε. Ὁ οὐρανὸς ποὺ χτίζουμε ὅλοι μαζὶ μᾶς σκεπάζει. Τὸ σύμπαν εἶναι ἡ ἀγκαλιά μας".

Ν.Γ.ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ, Ο ΠΕΘΑΜΕΝΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΑΓΡΑ 1982, σελ.152