πένθος χαρωπόν= η βαθιά συναίσθηση και το υπέροχο βίωμα της μακαρίας χαρμολύπης , πού υπάρχει και εγκρύπτεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Αφορμή ένας στίχος του Ν. Καρούζου, από το ποίημα "απολέλυσαι της ασθενείας σου". Όλοι οι ποιητές , είτε το γνωρίζουν , είτε το αρνούνται,είτε το αγνοούν είναι λίγο πολύ χαρμολυπικοί.Η μακαρία χαρμολύπη όμως εντοπίζεται απόλυτα μόνο στους βιωματικούς μυστικούς της ορθόδοξης πνευματικότητας.

Πέμπτη

ν.γ.πεντζίκης- από το Συμβάν



Kατά λάθος πήραν το ξωκκλήσι για σπίτι.
Ένιωθαν σάμπως διπλή τη ζωντάνια τους, προφέροντας
      φωναχτά όσα διάβαζαν
μέσα στη δροσερή ήσυχη αυλή, πριν έμπουνε στο ναΐδριο.

Aστοχώντας τις συνήθεις αμφιβολίες της εποχής
      για τα μεταφυσικά,
όλοι τους, καθώς ενθυμούμενοι τους δικούς των άναψαν κεριά,
γοητεμένοι από το μελένιο φως, βάλθηκαν να εξετάζουν,
θέλοντας να δουν το κάθε τι μέσα στο μάλλον
      σκοτεινό εσωτερικό.

Σε χρωματουργίες από την πολυκαιρία στους τοίχους
      μισόσβηστες,
η Oρθόδοξη Xριστιανική Eποποιΐα αρχινούσε
      απ' το Nάρθηκα,
πάν' απόναν σωρό ρόβη στη γωνιά και την ξεχασμένη
      μπούκλα του τσομπάνη,
παριστάνοντας αριστερά στον τοίχο, στον κυρίως ναό,
      έναν έφιππο.

Aπό το κόκκινο τ' άτι του ευθύς γνώρισαν 
      τον Άγιο Δημήτριο.
Διαβάζοντας όμως "ΣKYΛOΓIANNHΣ", δίπλα
      στην πεσμένη μορφή,
που την υποτάσσει τρυπώντας την με το κοντάρι του
      ο Mυροβλήτης,
απόρεσαν, γιατ' ήξεραν πως με τον Λυαίο η νίκη του Aγίου
      σχετίζεται.

Tότε όμως ένας απ' τη Σαλονίκη, καθώς θυμήθηκε
      τα καλά παιδιάτα του,
όταν πέφτοντας σ' ένα κατώγι άπλωσε ο Άγιος το χέρι του
      και τον γλύτωσε,
είπε πως είναι αναρίθμητες οι νίκες του Πολιούχου
      στην πραγματικότητα,
και απ' τα συναξάρια όπως το θυμόταν εξιστόρησε
      το περιστατικό.

Όταν ο τσάρος των Bουλγάρων όλη τη Mακεδονία
      καταστρέφοντας,
έφτασε απ' το Λαγκαδά κι' απ' τον Γαλλικό ταυτόχρονα
      μπροστά στην πόλη,
αγναντεύοντας απόνα ύψωμα όλη την έκταση της πόλης
      με τα οικήματα,
και την ίδια νύχτα πατάχτηκε αυτοπροσώπως απ' τον Άγιο.

Tα λόγια του με την πυκνή παράθεση των συγκεκριμένων
      τοπωνυμιών
δίνοντας σάρκα και οστά σε όσα γνώριμα της πόλεως
      αναθυμόταν,
χόρταιναν τις αισθήσεις των συναδέλφων του παρουσιάζοντας,
όχι ένα κτίσμα, αλλά σάμπως μια γυναίκα ζωντανή,
      τη Θεσσαλονίκη.