πένθος χαρωπόν= η βαθιά συναίσθηση και το υπέροχο βίωμα της μακαρίας χαρμολύπης , πού υπάρχει και εγκρύπτεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Αφορμή ένας στίχος του Ν. Καρούζου, από το ποίημα "απολέλυσαι της ασθενείας σου". Όλοι οι ποιητές , είτε το γνωρίζουν , είτε το αρνούνται,είτε το αγνοούν είναι λίγο πολύ χαρμολυπικοί.Η μακαρία χαρμολύπη όμως εντοπίζεται απόλυτα μόνο στους βιωματικούς μυστικούς της ορθόδοξης πνευματικότητας.

Τετάρτη

κική δημουλά - {μα δεν σκοτώνω άστρα}


Κυνηγέ,
υποπτεύομαι γιατί σκοτώνεις τα πουλιά.
Τα απωθημένα σου φτερά εκδικείσαι.

  
Λυτρώσου...
Ηρέμησε...
Έχω κι εγώ ένα σωρό απωθημένους ουρανούς

μα δε σκοτώνω άστρα.


Δευτέρα

ΟΙ ΕΠΤΑ ΝΑΝΟΙ ΣΤΟ S/S CYRENIA- ν.καββαδίας





Στην Έλγκα

Εφτά. Σε παίρνει αριστερά, μη το ζορίζεις.
Μάτσο χωράνε σε κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός αχολογάει μ' ένα καλάμι.

Γυαλίζει ο Σημ της μηχανής τα δυο ποδάρια.
Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ' ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια
κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίττες ζυμώνει.

Απ' το ποδόσταμο πηδάν ως τη γαλέτα.
- Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατίρι;
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιος ρήγας γιος θε να την πιει σ' ένα ποτήρι.

Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια,
κατάφερε το σταυρωτό του Νότου αστέρι
σωρός να πέσει, να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.

Ο Τοτ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει,
τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη;
Ρουθ, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουν οι διακόσιοι;

Κουφός ο Σάλαχ, το κατάστρωμα σαρώνει.
- Μ' ένα ξυστρί καθάρισέ με από τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
- Γιε μου, που πας; - Μάνα, θα πάω με τα καράβια.

Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.
Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι...
Ο πιο στερνός μ’ ένα αυλό με νανουρίζει.
Colombo 1951 



Ποιητική συλλογή Τραβέρσο (1975) 

 

 

 

 το ακούτε μελοποιημένο

 

εικόνα εδώ

Παρασκευή

Η προσευχή του Γιώργου Σεφέρη







Η Ιωάννα Τσάτσου γράφει για τον αδελφό της Γιώργο Σεφέρη:
… H μάνα, χωρίς ποτέ να μας διδάξει, μας άφησε ανυπολόγιστη κληρονομιά: την πίστη στην παρουσία του Θεού. Τ’ αγόρια, με την αντρίκεια τους αιδώ δεν εκφ

ράζονταν εύκολα, δεν πήγαιναν συχνά στην εκκλησιά. Όμως λίγο να τους γνώριζες, ένιωθες ν’ αναπνέουν αυτήν την παρουσία, να ζουν την ορθοδοξία ολόκληρη.
Αυτή η πίστη παραστάθηκε το Γιώργο ώς το τέλος. Κι η προσευχή που γνώρισε παιδάκι ήταν έτοιμη να βρει το δρόμο της. Στις ώρες της κρίσιμες, τις ώρες τις γόνιμες, την έβλεπα αυτή την εκ βαθέων έκκληση ν’ ανεβαίνη στα μάτια του.
Μόνο εκείνο το ιερό: “Δοσμένα” λέει πολλά. Τόλεγε και τόγραφε ο Γιώργος σε κύριο τίτλο για τους στίχους του.
– Τι καλό ποίημα, “ο Βασιλιάς της Ασίνης”
- Αυτά είναι από το Θεό.
Χαμογέλασε σαν μου χάρισε τη μετάφρασή του της Αποκάλυψης:
- Βλέπεις, Ιωάννα, καθένας έχει το δικό του τρόπο να κάνει την προσευχή του.
Και στο τέλος, στην αρρώστια του, ακίνητος στο δωμάτιο της ανάνηψης, κι εγώ καθισμένη στο πλαϊνό του σκαμνάκι, μ’αγκάλιαζε με το δεμένο του χέρι, όλο μάτια. Όταν ακόμη μπορούσε να μιλήσει:
- Άναψε το κεράκι σου για μένα

Από το έργο της Ιωάννας Τσάτσου, Ο αδερφός μου Γιώργος Σεφέρης, Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”, Ι.Δ. Κολλάρου & Σία, Αθήνα χ.χ., 4η έκδ., σ. 16


πηγή : Πεμπτουσία

Πέμπτη

ρ. φολερώ- αν ο χριστός




Αν ο Χριστός χτυπήσει την πόρτα σας, θα τον αναγνωρίσετε;.
Θα έλθει ίσως σαν άλλοτε φτωχός
Κι αποδιωγμένος.
Σαν ένας εργάτης,
Σαν ένας άεργος
Η ένας απεργός που αγωνίζεται σε δίκαιη απεργία.
Μπορεί να είναι ασφαλιστής
Κι ακόμη πωλητής ανεμιστήρων…
Θ’ ανεβαίνει, αδιάκοπα σκαλοπάτια,
Θα σταματά σε κεφαλόσκαλα

Μ΄ ένα χαμόγελο γλυκό
Στο θλιμμένο του πρόσωπο…
Μα το κατώφλι σας είναι τόσο σκοτεινό…
Άλλωστε, πως να δεις το χαμόγελο αυτών που διώχνεις!
«Δεν μ’ ενδιαφέρει…», θα πείτε,
πριν ακόμη τον ακούσετε.
Κι αν βγει η μικρή σας υπηρέτρια, θα επαναλάβει το μάθημά της:
«Η κυρία έχει τους φτωχούς της»
και θα βροντήξει την πόρτα
καταπρόσωπο στον Φτωχό
που είναι ο ίδιος ο Σωτήρας.
Μπορεί ακόμη να είναι πρόσφυγας,
Ένας από τα δεκαπέντε εκατομμύρια προσφύγων,
Με κάποιο διαβατήριο του Ο.Η.Ε. στο χέρι,
Ένας από αυτούς που κανείς δεν τους θέλει
Και που περιπλανιούνται σ’ αυτή την έρημο,
Τον Κόσμο,
Ένας από εκείνους που πρέπει να πεθάνουν,
«γιατί κανείς δεν ξέρει από που έρχονται
άνθρωποι σαν κι αυτούς…».
Μπορεί να είναι κάποιος μαύρος,
Στην Αμερική,
Ένας νέγρος, όπως τον λεν,
Που κατάκοπος ζητιανεύει άσυλο μες στα ξενοδοχεία της Νέας Υόρκη,
Σαν άλλοτε, στην Ναζαρέτ,
Η Παναγία.
Αν ο Χριστός χτυπήσει αύριο την πόρτα σας, θα τον αναγνωρίσετε;
Θα έχει όψη κουρασμένη,
Καθώς είναι εξαντλημένος,
Συντριμμένος,
Αφού πρέπει να βαστάζει
Όλα τα βάσανα της γης…
Πρόσεξε!…Κανείς δεν δίνει δουλειά
Σ’ έναν τόσο κουρασμένο…
Καθώς μάλιστα αν Τον ρωτήσεις:
«Τι ξέρεις να κάνης;»
Δεν μπορεί ν’ απαντήσει: όλα.
«Από που έρχεσαι;»
Δεν μπορεί να σου πει: από παντού.
«Τι θέλεις να κερδίσεις:»
Δεν μπορεί να πει: εσάς!
Έτσι, θα ξαναφύγει,
πιο κουρασμένος και συντριμμένος,
παίρνοντας μαζί Του, μες στα γυμνά Του χέρια,
την Ειρήνη.


Τρίτη

ματθ. μουντές - εισόδια





Υπάρχει ένα θέμα ωραίο :
να γράψης στίχους μουσικούς, χλωμούς, νησιώτικους,
που να διαβάζωνται με τη βοήθεια της φλόγας
ενός μικρού κεριού που τρέμει,
κι από ψυχές που τρέμουν και ποθούν...
Υπάρχει ένα θέμα εσπερινό, ωραίο πολύ:
για λιτανείες κοριτσιών λευκοντυμένων,
αγνών παιδιών - στα χέρια να κρατούν
λαμπάδες χαί χρυσάνθεμα...[ ]

Ωραίο θέμα, συγκινητικό,

που έτσι καθώς πασχίζεις να το γράψης,
έρχεται μες στην ερημιά που ζης και σε χαϊδεύει
γλυκειά και γαληνή σαν καλησπέρα της μανούλας σου
εκείνη η ευωδιά των χρυσανθέμων
π' ανθούνε στα κηπάρια του Νοεμβρίου -
η ευωδιά η παράξενη, που εκπλήσσει τους αγγέλους
καθώς τους αναγγέλλει μυστικά
την είσοδο της ταπεινής Παρθένου...







Σάββατο

κ.καβάφης-[τον θάνατον μελέτα μόνον]











Τον θάνατον μελέτα
μόνον· και είτ’ αυτόν ή την ζωήν
λάβης, αμφότερα θα σοι φανώσιν
ηδύτερα. Την πλανεράν ζωήν
όπως σοι λέγω προσαγόρευσον:

Εάν σε χάσω, θέλω χάσει τι,
όπερ ζητούσι να φυλάξωσιν
άφρονες μόνον. 






(αποκηρυγμένα, μτφρ απο Σαίξπηρ)

Πέμπτη

αποστολικό

 
 
Ἄρχοντας γῆν ἐπὶ πᾶσαν 
 Πνεῦμα ὑμᾶς, τὸ σεπτὸν κατέστησε,
 τοῦ Κυρίου Μαθηταί,
 τοῦ ἀέρος ἄρχοντας· διό, ἐτροπώσασθε 
πιστούς, ἐκλυτρωσάμενοι.
 
 
 
από την οκτώηχο, πέμπτη της περιόδου του πλ β΄ήχου

Τετάρτη

κ.καρυωτάκης-[είμαστε κάτι...]






Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράξενους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.

Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σαν δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.

Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.

Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.



ελεγεία και σάτιρες (1927)

Τρίτη

ζωή καρέλλη- εγκώμιο




Μας περιμένει
δίχως τέλος ο θάνατος, βέβαιος.
Στο πλούσιο προβάλλει σκοτάδι
τη μορφή υπερούσια,
δυνατή, θαυμασία σχεδόν.
Είναι τόση μόνο η κουρασμένη ζωή μας,
κουρασμένοι κι εμείς,
γιατί δεν ζητούμε το ακέραιο
στην τέλεια εκμηδένιση;
Δόξα του θανάτου,
περίτρομη σ’ αντικρίζει
η μορφή μας ανθρώπινη,
με ανθρώπινους φόβους θρεμμένη
κι όνειρα θαυμαστά, στέφανους
φωτοστέφανους κι ελπίδες πολύτιμες
σου αποδίνει. Ό,τι σε σένα αποδίνουμε
τάζεις και μεις περιμένουμε ακόμα,
θέλουμε ακόμα. Δεν εκτιμούμε
τη γαλήνη, του θανάτου τη χάρη,
τη χαρά της απόλυτης λύσης το χάρισμα.









Από τη συλλογή Πορεία (1940) της Ζωής Καρέλλη
Πηγή: Τα ποιήματα της Ζωής Καρέλλη, τόμος πρώτος (1940-1955) [Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα, 1973]

εδώ 
εικόνα εδώ

Τετάρτη

κ.κινδύνης- πώς να σωπάσω;








Πώς να σωπάσω μέσα μου
την ομορφιά του κόσμου;
Ο ουρανός δικός μου
η θάλασσα στα μέτρα μου

Πώς να με κάνουν να τον δω

τον ήλιο μ'άλλα μάτια;
Στα ηλιοσκαλοπάτια
Μ' έμαθε η μάνα μου να ζω...

Στου βούρκου μέσα τα νερά

ποια γλώσσα μου μιλάνε
αυτοί που μου ζητάνε
να χαμηλώσω τα φτερά;







το ακούτε εδώ

Δευτέρα

μ.σαχτούρης-τα δώρα






Σήμερα φόρεσα ένα
ζεστό κόκκινο αίμα
σήμερα οι άνθρωποι μ' αγαπούν
μιά γυναίκα μού χαμογέλασε
ένα κορίτσι μού χάρισε ένα κοχύλι
ένα παιδί μού χάρισε ένα σφυρί
Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
και μιά ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό
Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τί κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
ναι την καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής







από την συλλογή η λησμονημένη

Σάββατο

αυτοβιογραφία -τ. λειβαδίτης



Άνθρωποι που δε γνώρισα ποτέ μού δώσαν το αίμα μου και τ’ όνομά μου

στην ηλικία μου χιονίζει, χιονίζει αδιάκοπα
μια κίνηση πάντα σα να ’θελα να προφυλαχτώ από ’να χτύπημα

δίψασα για όλη τη ζωή, κι όμως την άφησα
για ν’ αρπαχτώ απ’ τα πελώρια αγκάθια της αιωνιότητας,

η σάρκα μου ένας επίδεσμος γύρω απ’ το αυριανό μου τίποτα
κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει στον πόνο μου
εκτός απ’ τον ίδιο μου τον πόνο – είμαι εδώ, ανάμεσά σας,
……
κι ολομόναχος,

κ’ η ποίηση σα μια μεγάλη αλήθεια που την ανακαλύπτεις
……
ύστερ’ από χρόνια,
όταν δεν μπορεί να σου χρησιμέψει πια σε τίποτα.

Επάγγελμά μου: το ακατόρθωτο.













 Αυτοβιογραφία, από τη συλλογή Σύμβολο Πίστεως, Τόμος 1 της τρίτομης έκδοσης του Κέδρου, σελίδα 429


εδώ
εικόνα εδώ