πένθος χαρωπόν= η βαθιά συναίσθηση και το υπέροχο βίωμα της μακαρίας χαρμολύπης , πού υπάρχει και εγκρύπτεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Αφορμή ένας στίχος του Ν. Καρούζου, από το ποίημα "απολέλυσαι της ασθενείας σου". Όλοι οι ποιητές , είτε το γνωρίζουν , είτε το αρνούνται,είτε το αγνοούν είναι λίγο πολύ χαρμολυπικοί.Η μακαρία χαρμολύπη όμως εντοπίζεται απόλυτα μόνο στους βιωματικούς μυστικούς της ορθόδοξης πνευματικότητας.

Πέμπτη

γ.σαραντάρης-πάλι ο ουρανός

 
Πάλι ὁ οὐρανὸς ἀνοίγει ἐδῶ τὴν πύλη.

Πάλι σηκώνει τὴ σημαία
Ἐμεῖς μπαίνουμε χωρὶς φόβο
Τὰ μάτια τὰ πουλιὰ μαζί μας μπαίνουν
Ἀστράφτει ἡ πολιτεία ἀστράφτει ὁ νοῦς μας
Ἡ φαντασία τοὺς κήπους πλημμυράει
Εἶναι παιδιὰ ποὺ στέκονται στὶς βρύσες
Κορυδαλλοὶ στοὺς ὄρθρους ἀκουμπᾶνε
Στὶς λεμονιὲς ἄγγελοι χορτάτοι
Εἶναι ἀηδόνια ποὺ παντοῦ ξυπνᾶνε
Φλογέρες παίζουν ἔντομα βουίζουν
Εἶναι τραγούδια ἡ στάχτη τῶν νεκρῶν
Καὶ οἱ νεκροὶ κάπου ἀναγεννιοῦνται πάλι
Ὁλοῦθε μᾶς μαζεύει ὁ Θεὸς
Ἔχουμε χέρια καθαρὰ καὶ πᾶμε.

Τρίτη

Γ.Σαραντάρης- στον τάφο μας






Στον τάφο μας θα έπρεπε να γράψουν μια επιγραφή:
Εδώ σ’ αυτό το μνήμα κείται κάποιος
που ο φόβος οι άλλοι τί θα πουν και η
ματαιοδοξία να αρέσει
τόσο του έκλεψαν ό,τι
είχε πιο δικό του
που σχεδόν δεν κείται εδώ κανείς.

στίχοι εις τους τρείς ιεράρχας

 
σκητη αγιας αννης



Ὁμοῦ δίκαιον τρεῖς σέβειν Ἑωσφόρους,
Φῶς τρισσολαμπὲς πηγάσαντες ἐν βίῳ.
Κοινὸν τὸν ὕμνον προσφέρειν πάντας θέμις,
Τοῖς ἐκχέασι πᾶσι κοινὴν τὴν χάριν.
Ἔαρ χελιδὼν οὐ καθίστησι μία·
Αἱ τρεῖς ἀηδόνες δὲ τῶν ψυχῶν ἔαρ.
Τὴν μὲν νοητὴν ἡ Τριὰς λάμπει κτίσιν,
Τριάς γε μὴν αὕτη δὲ τὴν ὁρωμένην.
Ἀπώλεσαν μὲν οἱ πάλαι Θεοῦ σέβας,
Ἐξ Ἡλίου τε καὶ Σελήνης ἀφρόνως∙
Κὰλλος γὰρ αὐτῶν θαυμάσαντες καὶ τάχος,
Ὥσπερ θεοῖς προσῆγον οὐκ ὀρθῶς σέβας.
Ἐκ τῶν τριῶν τούτων δὲ φωστήρων πάλιν,
Ἡμεῖς ἀνηνέχθημεν εἰς Θεοῦ σέβας,
Κάλλει βίου γάρ, τῇ τε πειθοῖ τῶν λόγων,
Πείθουσι πάντας τὸν μόνον Κτίστην σέβειν.
Κτίσιν συνιστᾷ τὴν δὲ τὴν ὁρωμένην,
Τὸ Πῦρ, Ἀήρ, Ὕδωρ τε, καὶ Γῆς ἡ φύσις.
Οἱ δ᾿ αὖ συνιστῶντές τε κόσμον τὸν μέγαν,
Τὴν πρὸς Θεόν τε Πίστιν, ὡς ἄλλην κτίσιν
Στοιχειακς φέρουσι Τριάδος τύπον.
Μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδενὸς τῶν γηΐνων,
Καὶ γήϊνον νοῦν ἔσχον οὐδὲν ἐν λόγοις.
Ὁ Γρηγόριος γὰρ πῦρ πνέει νοῦς τὸν λόγον,
Πρὸς ὕψος αὖ πείθοντα πάντα ἐκτρέχειν.
Τοῖς λιποθυμήσασι δ᾿ ἐκ παθῶν πάλιν,
Ἀναπνοὴ τις οἱ Βασιλείου λόγοι.
Μιμούμενος δὲ τὴν ῥοὴν τῶν ὑδάτων,
Ὁ καρδίαν τε καὶ στόμα χρυσοῦς μόνος,
Τοὺς ἐκτακέντας ἐκ παθῶν ἀναψύχει.
Οὕτω πρὸς ὕψος τὴν βροτῶν πᾶσαν φύσιν,
Ἐκ τῆς χθονὸς φέρουσι τοῖς τούτων λόγοις.
Λάμψεν ἑνὶ τριακοστῇ χρυσοτρισήλιος αἴγλη. 


από το Συναξάρι

Κυριακή

ν.βρεττάκος-αν σοῦ λείψω μιὰ νύχτα




 

Ἂν σοῦ λείψω μιὰ νύχτα μὴν ἀνησυχήσης
ὡς τὸ ἄλλο πρωί, ὡς τὸ ἄλλο βράδυ, ὡς τὴν Κυριακή,
Ἐδῶ κάπου θὰ βρίσκομαι σ᾿ ἕναν ἄρρωστο δίπλα,
μ᾿ ἕνα πικρὸ ραβδὶ θὰ ψάχνω νὰ βρῶ μία πηγή.
πόρτα σὲ πόρτα θὰ γυρνῶ μ᾿ ἕνα ψωμὶ στὴ μασχάλη.
Ἔχε ἀναμμένη τὴ φωτιὰ πάντοτε, γιατὶ πάντοτε
θὰ σοῦ γυρίζω μουσκεμένος- Ἔχω ζεσταμένο
στὰ γόνατά σου ἕνα πουκάμισο κι ἔχε τὸ νοῦ σου
στὴν πόρτα καὶ στὴ δημοσιὰ μὴν ἀκουστῶ, γιατί,
δίχως λειψὸ ἀποφέγγαρο κι ἄστρι, κάθε φορά,
ἀπὸ τὴν ἄκρη θά ῾ρχομαι τὸν κόσμου.

Πέμπτη

Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας-κ.καβαφης


Σαστίσαμε στην Αντιόχειαν όταν μάθαμε
τα νέα καμώματα του Ιουλιανού.

Ο Απόλλων εξηγήθηκε με λόγου του, στην Δάφνη!
Χρησμό δεν ήθελε να δώσει (σκοτισθήκαμε!),
σκοπό δεν τόχε να μιλήσει μαντικώς, αν πρώτα
δεν καθαρίζονταν το εν Δάφνη τέμενός του.
Τον ενοχλούσαν, δήλωσεν, οι γειτονεύοντες νεκροί.

Στην Δάφνη βρίσκονταν τάφοι πολλοί.-
Ένας απ' τους εκεί ενταφιασμένους
ήταν ο θαυμαστός, της εκκλησίας μας δόξα,
ο άγιος, ο καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας.

Αυτόν αινίττονταν, αυτόν φοβούνταν ο ψευτοθεός.
Όσο τον ένοιωθε κοντά δεν κόταε
να βγάλει τους χρησμούς του· τσιμουδιά.
(Τους τρέμουνε τους μάρτυράς μας οι ψευτοθεοί).

Ανασκουμπώθηκεν ο ανόσιος Ιουλιανός,
νεύριασε και ξεφώνιζε: «Σηκώστε, μεταφέρτε τον,
βγάλτε τον τούτον τον Βαβύλα αμέσως.
Ακούς εκεί; Ο Απόλλων ενοχλείται.
Σηκώστε τον, αρπάξτε τον ευθύς.
Ξεθάψτε τον, πάρτε τον όπου θέτε.
Βγάλτε τον, διώξτε τον. Παίζουμε τώρα;
Ο Απόλλων είπε να καθαρισθεί το τέμενος.»

Το πήραμε, το πήγαμε το άγιο λείψανον αλλού·
το πήραμε, το πήγαμε εν αγάπη κ' εν τιμή.

Κι ωραία τωόντι πρόκοψε το τέμενος.
Δεν άργησε καθόλου, και φωτιά
μεγάλη κόρωσε: μια φοβερή φωτιά:
και κάηκε και το τέμενος κι ο Απόλλων.

Στάχτη το είδωλο· για σάρωμα, με τα σκουπίδια.

Έσκασε ο Ιουλιανός και διέδοσε -
τι άλλο θα έκαμνε - πως η φωτιά ήταν βαλτή
από τους Χριστιανούς εμάς. Ας πάει να λέει.
Δεν αποδείχθηκε· ας πάει να λέει.
Το ουσιώδες είναι που έσκασε.



Τρίτη

μ.μουντές- επεισόδια της Αγιότητας





VII
Στον κουρνιαχτό και την πίκρα
διορθώνω τα λάθη μου.
Είναι μια νοητή  ερωτική πράξη
χωρίς σπασμούς
χωρίς φόβο και πόθο
χρήσιμη σαν την πραότητα
της προσευχής.

 


VIII
Δεν πνίγεσαι μέσα στα κύματα.
Είναι πολλοί οι προορισμοί
πνιγμού των ναυαγών.
Ένας πνίγεται στο λόγο
άλλος στα όνειρα
άλλος στον ποταμό των αναφιλητών.
Ο τραγικότερος πνιγμός
είναι μέσα στη σιωπή του Θεού.















από την συλλογή νηπιοβαπτισμός






διαδίκτυο:μπουκάλι στην θάλασσα

εδώ

Κυριακή

ν.γκάτσος-κεμάλ





Ακούστε την ιστορία του Κεμάλ
ενός νεαρού πρίγκιπα, της ανατολής
απόγονου του Σεβάχ του θαλασσινού,
που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ
και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων.

Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και ένα καιρό
ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό
στη Μοσσούλη, τη Βασσόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά.

Κι ένας νέος από σόι και γενιά βασιλική
αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί.
τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει, πως θ’ αλλάξουν οι καιροί.

Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά
ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά
απ’ τον Τίγρη στον Ευφράτη, απ’ τη γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό.

Πέφτουν πάνω του τα στίφη, σαν ακράτητα σκυλιά
και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει την θηλιά
μαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί
πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή.

Με δύο γέρικες καμήλες μ’ ένα κόκκινο φαρί
στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί.
πάνε τώρα χέρι χέρι κι είναι γύρω συννεφιά
μα της Δαμασκού τ’ αστέρι τους κρατούσε συντροφιά.

Σ’ ένα μήνα σ’ ένα χρόνο βλέπουν μπρος τους τον Αλλάχ
που από τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ:
«νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί»

Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ
Καληνύχτα...






το ακούτε εδώ

Τρίτη

Θα με δικάσει






Θα με δικάσει ο κούκος και τ' αηδόνι
μα στην Αγιάσο σταυρουδάκι μου χρυσό
τις νύχτες που θα πέφτει άσπρο χιόνι
οι Τσέτες θα κρεμάνε το Χριστό

Στον ουρανό που κάναμε ταβάνι
δε βλέπουμε τις νύχτες ξαστεριά
κουρσάροι, Φράγκοι, Βενετσιάνοι
μας πούλησαν για γρόσια και φλουριά

Στην Τροία μεγαλώνουνε τα στάχυα
και στην Αγιάσο σε μιαν έρμη εκκλησιά
ζωγράφισε ο Θεόφιλος με αίμα
το χάρο να φοράει θαλασσιά





 Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης
Μουσική: Δημήτρης Λάγιος
Πρώτη εκτέλεση: Σωτηρία Μπέλλου



 ακούτε εδώ

Σάββατο

Νίκος Γαβριὴλ Πεντζίκης, Εἰς ἕν ἁγίασμα




Ὁ θάνατος δὲν εἶναι τὸ τέλος τῆς ὕπαρξης
τέλος τῆς ὕπαρξης βλέπει μόνο ἡ ἐντροπή,
αὐτὴ κρατᾶ ὅλη τὴν έννοια τῆς ἀμαρτίας τῆς ἀρχικῆς,
τῆς αἰτίας τῆς ἀποβολῆς μας ἀπὸ τὸν παράδεισο.

Δὲν ἤθελα νὰ πιστέψω στὸν ἄλλο κόσμο, ὅπου ἀδώνια
ἴαμα ρέει πρόσχαρο, καθάριο, πλούσιο τὸ νερό.
Δὲν ἤθελα τὴν ὁδὸ τῆς συνάντησης, ὅπου τὸ ἕνα
τὸ χέρι τείνεται σὲ χειραψία καὶ βρίσκει τ' ἄλλο.

Ἔτσι βλέποντας τὸ τέλος τῶν πάντων ἐγγὺς
ἔλεγα ὅτι πεθαίνω, ἀλλά, μάλλον ντρεπόμουνα,
ποὺ ἐνῶ ἕν' ἄξιο μάτι μ' ἔβλεπε, δὲν ἄφηνα
μὲ τὸ νερὸ ἡ βρύση νὰ ποτίσει τὴ βλάστηση.

Ἔτσι, ὅσο κι' ἂν προσπαθοῦσα, παγώνοντας τὰ νερά,
τὰ φυσικὰ νὰ μιμηθῶ φύλλα, πάντα ἤμουν βρώμικος,
ὁ χρόνος μέρα μὲ τὴ μέρα μέσα μου, σώριαζε
πράγματα, ποὺ δὲν ἤξερα πῶς νὰ τ' ἀποβάλλω.

Αὐτή 'ναι ἡ οὐσία τῆς ἀκαθαρσίας ποὺ ντρεπόμαστε.
Οὔτε τώρα μιλῶ, ἀλλ' ἀκούω εὔγλωττα τὴ σιωπή μου
μὲ τὴ μετακίνηση τριγύρω ἀπὸ τὸ σώμα μου,
τῶν νερῶν τῆς πηγῆς ὅπου βυθίζομαι.

Ἁγίασμα Χριστιανικό, ἀρχαίας Νύμφης ἐπώνυμο,
στοὺς δαιδαλώδεις δρόμους τῆς χώρας καταμεσῆς,
χάρις σου ἀνακτῶ τὴν ὑγεία μου τὴν ψυχική,
μ' ἕναν θάνατο εἰκονικό, διώχνοντας τὴν ντροπή.


12 Μαρτίου 1951

ἀπὸ τὴ συλλογὴ Ποιήματα Παλαιοντολογικά 1988 



Δευτέρα

...ἔφθασε πρὸς Ὄρθρον τὸν φανέντα...








Τῷ τυφλωθέντι Ἀδὰμ ἐν Ἐδέμ,


ἐφάνη Ἥλιος ἐν Βηθλεέμ, καὶ ἤνοιξεν αὐτοῦ τάς κόρας, 

ἀποπλύνας αὐτὰς Ἰορδάνου τοῖς ὕδασι τῷ μεμελανωμένῳ καὶ συνεσκοτισμένῳ φῶς ἀνέτειλεν ἄσβεστον·


οὐκ ἔτι αὐτῷ νύξ, ἀλλὰ πάντα ἡμέρα·


τὸ πρὸς πρωῒ πρωΐ, δι᾽ αὐτὸν ἐγεννήθη· 

δειλινὸν γὰρ ἐκρύβη ὡς γέγραπται·


εὗρεν αὐγήν, ἐγείρουσαν αὐτόν· 

ὁ πρὸς ἑσπέραν πεσών, ἀπηλλάγη τοῦ γνόφου, καὶ ἔφθασε πρὸς Ὄρθρον τὸν φανέντα, καὶ φωτίσαντα τὰ πάντα. 



οίκος κοντακίου της β΄των φώτων, ποίημα ρωμανού

Σάββατο

Ὄνειρον Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, ἀμίσθου ἱεροψάλτου


 κ. Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος

O γέρων της Σκιάθου σχεδιάζει τὸ τελευταῖο του διήγημα, λίγο προτοῦ ἀποδημήσει, παραμονὲς τῶν Φώτων.
Μίμησις Ant. Tab.
Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, υἱὸς τοῦ ἱερέως Ἀδαμαντίου Ἐμμανουήλ, διηγηματογράφος καὶ ἱεροψάλτης, ὠνειρεύθη τὴν νύκτα τῆς 2ας πρὸς 3ην Ἰανουαρίου 1911, εἰς τὴν Σκίαθον, ὅτι εὑρίσκετο εἰς τὰς Ἀθήνας, ἔλαβε δὲ σημείωμα τοῦ Βλ. Γαβριηλίδου, μὲ τὸ ὁποῖον ὁ διευθυντὴς τῆς «Ἀκροπόλεως» τὸν ἐκάλει νὰ περάσῃ τὸ ταχύτερον ἀπὸ τὰ γραφεῖα τῆς ἐφημερίδος. Μολονότι ἐνόησεν ὅτι ἐπρόκειτο περὶ ἀναθέσεως ἐργασίας καὶ μολονότι ἡ οἰκονομική του κατάστασις πᾶν ἄλλο ἢ ἀνθηρὰ ἦτο, ἐδυσφόρησεν ἐλαφρῶς, ἔκαμε βῶλον τὸ σημείωμα καὶ τὸ κατέπιεν, ἀλλ᾿ ἡ κατάποσις ὑπῆρξεν ὀδυνηρά πως καὶ ηὐχήθη τότε νὰ εἶχεν ὀλίγον γάλα.
Αἰφνιδίως ἐπαρουσιάσθη ὁ φίλος του Νιρβάνας, ὅστις τοῦ ἔτεινε ποτήριον γάλακτος λέγων: «Ἀλέξανδρε, τόσον καιρὸν ἐπιμένω ὅτι, ἐὰν ἔπινες τακτικώτερα γάλα, θὰ ὠφελεῖσο πολύ, ἀλλ᾿ ἐσὺ μὲ πεῖσμα μοῦ ἀντιτάσσεις τὴν ἀπαράγραπτον τήρησιν τῆς νηστείας. Σήμερα ὅμως ἠμπορεῖς ἀνενόχως νὰ καταλύσῃς, καθ᾿ ὅτι διανύομεν τὸ Δωδεκαήμερο». Ὁ Ἀλέξανδρος ἔλαβε τὸ ποτήριον, ἀλλ᾿ ὅταν τὸ ἔφερεν εἰς τὰ χείλη του διεπίστωσεν ὅτι περιεῖχε διάλυμα ἀσβέστου, ταυτοχρόνως δὲ εἶδεν ὅτι ὁ Νιρβάνας διελύετο ὡς καπνός! Τοῦ Ἀχιτόφελ βουλαί, παίγνια τοῦ Βεελζεβούλ!
Τοῦτο τὸν ἐνέβαλεν εἰς τὴν ὑποψίαν ὅτι ἐνδεχομένως καὶ ὁ Γαβριηλίδης ἤθελε νὰ τὸν βάλῃ εἰς πειρασμόν. Ἐνθυμήθη ὅτι πρὸ ἐτῶν τοῦ ἐζήτησεν ἀσυστόλως νὰ μεταφράσῃ, Μεγαλοβδομαδιάτικα κιόλας, τὰ πρακτικὰ τῆς διεξαγομένης τότε ἐν Ἀγγλίᾳ δίκης θηλυπρεποῦς καὶ ἀκολάστου συγγραφέως. Εἶχε μετὰ βδελυγμίας ἀρνηθῆ, ἀλλ᾿ εἷς τῶν συντακτῶν τῆς «Ἀκροπόλεως» εὗρε τὴν εὐκαιρίαν, ὡς ἐνόμισε, νὰ τοῦ δώσῃ, ἀκαίρως καὶ δωρεάν, μάθημα φιλοχριστίας εἰπών: «Κύριε Ἀλέξανδρε, δὲν κινδυνεύετε νὰ φανῆτε ἀντίχριστος, ὅταν ἀντιμετωπίζετε μὲ τόσην ἀνεπιείκειαν τὰς ἀδυναμίας τῶν ἀνθρώπων;». Τρομερῶς ἐξερράγη τότε αὐτὸς καὶ ἀνταπέδωσεν ἐντόκως τὴν διδαχήν, τοῦ ἔκοψε δὲ τὴν καλημέραν ἐπὶ ὁλόκληρον μῆνα διὰ τὸ βλάσφημον «ἀντίχριστος».
Θὰ ἐπήγαινε, λοιπόν, εἰς συνάντησιν τοῦ Γαβριηλίδου, πλὴν ὅμως «κουμπωμένος».
Καθ᾿ ὁδὸν εὑρέθη ἀντίπρωρος πρὸς τὸν συμπατριώτην του Λαλεμῆτρον, ὅστις τὸν ἐχαιρέτισεν μὲ ἄκραν διαχυτικότητα καὶ μὲ ἴσην ἀφελότητα τὸν ἐκάλεσε νὰ καθίσωσιν εἰς παρακείμενον ζαχαροπλαστεῖον, ὀνομαστὸν διὰ τοὺς λουκουμᾶδες του. Ἐδέχθη τὴν πρόσκλησιν, εἰσῆλθον εἰς τὸ κατάστημα καὶ ὁ Λαλεμῆτρος παρήγγειλε δυὸ μερίδας. Ἦσαν λουκουμᾶδες ἐξαίρετοι καὶ τοὺς ἐτίμησαν δεόντως. Ὁ Παπαδιαμάντης ἐποτίσθη μέχρις ὀνύχων ἀπὸ τὴν ἡδύτητά των, ὅλην ἄρωμα!
«Εὐχαριστῶ διὰ τὸ κέρασμα», εἶπεν εἰς τὸν Λαλεμῆτρον, «μὲ ἔκαμες νὰ θυμηθῶ τὴν πατρίδα!». «Ἔχω ὅμως ἕνα παράπονο», ἀπήντησεν, ἀπροσδοκήτως ἀλλὰ καὶ μετὰ συστολῆς ἐκεῖνος. Θορυβηθεὶς ὁ Παπαδιαμάντης τὸν ἠρώτησεν ἂν τυχὸν τοῦ ὀφείλει χρήματα καὶ τὸ ἐλησμόνησεν· ἂν περὶ αὐτοῦ πρόκειται, νὰ μὴ ἀνησυχῇ, θὰ λάβῃ σήμερα καλὴν παραγγελίαν καὶ προκαταβολήν, θὰ τὸν ἐξοφλήσῃ ἀμέσως. Πάσχων νὰ τὸν πείσῃ ἠσθάνετο νὰ ἀναπέμπωνται ἐκ τοῦ στομάχου εἰς τὸ στόμα οἱ λουκουμάδες ὡς γεῦσιν χολῆς.
Ὁ ἄνθρωπος συνεστάλη ἔτι περισσότερον, ὅταν ὡς ὁ Παπαδιαμάντης ἐπῆρε τὸν ἀνασασμόν του, ἐμορμύρισεν ὅτι οὐδέποτε ἔτυχε νὰ ἔχουν χρηματικὰς δοσοληψίας, καὶ πῶς εἶχε σκεφθῆ αὐτὰ τὰ περὶ χρέους; Ἄλλης λογῆς ἦτον τὸ παράπονό του, ὅτι δηλαδὴ τὴν ἱστορίαν τοῦ Γιάννη τ᾿ Μοθωνιοῦ, ὅπου ἐγύρισε ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ καὶ ἐπανδρεύθηκε τὴ σαστικιά του, τὸ Μελαχρὼ τῆς Κουμπουρτζίνας, ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος τὴν εἶχε βάλει στὸ χαρτί, ἀλλὰ τὴν ἰδικήν του, ὁποὺ καὶ αὐτὸς ἐβασανίσθη πέντε χρόνια στὴν Ἀλάσκα κ᾿ ἐτυφλώθη, καὶ ἐπέστρεψε στὴ Σκιάθο θαμματουργὰ θεραπευμένος, αὐτὴν λοιπὸν τὴν ἐλησμόνησεν.
Ἐξέφραζε τὸ παράπονον μὲ τὴν κεφαλὴν κάτω νεύουσαν, καὶ ὁ Παπαδιαμάντης μειδιῶν τοῦ ὑπενθύμισεν ὅτι ὁ ἐξάδελφός του Ἀλέκος εἶχεν ἀφηγηθῆ εἰς ὑπερεβδομήκοντα σελίδας τὸν νόστον του, ἄρα ἀδίκως παρεπονεῖτο, κινδυνεύων οὕτω νὰ θεωρηθῇ ἀχάριστος. Ὁ Λαλεμῆτρος ἠκροᾶτο ταπεινῶς, ἐντούτοις εὗρε τὸ θάρρος ν᾿ ἀπαντήσῃ:
«Ἔχεις δίκιο, κυρ-Ἀλέξανδρε, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ μὴν τὸ πῶ· ἐσὺ θὰ τὴν ἔγραφες νοστιμώτερα. Ὡστόσο, σὲ παρακαλῶ, νὰ μὴν κάνῃς λόγο στὸν ἐξάδελφό σου γιὰ τὴν κουβέντα μας· γιατί νὰ τὸν πικράνω;».
Ὁ Παπαδιαμάντης ἠσθάνθη ὑποχωροῦσαν τὴν πικρότητα τῆς γεύσεώς του. «Ἰδοὺ ὅτι καὶ ὁ Λαλεμῆτρος ἔχει, καθὼς λέγουν, προτιμήσεις ὕφους!» εἶπεν ἐνδομύχως καὶ παρευθὺς ἄκανθα οἰήσεως ἀνεφύη ἐν τῇ καρδίᾳ του καὶ ἦτο εἰς τὴν ἀκμὴν νὰ κομπάσῃ «Ἀλέκο, σέ...», ἀλλὰ συνῆλθε πάραυτα καὶ ἀνελογίσθη τὸ ἀποστολικὸν· «Τί ἔχεις, ὃ οὐκ ἔλαβες; εἰδὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;». Ἔτεινε τὴν χεῖρα του πρὸς τὸν Λαλεμῆτρον.
«Ὡραῖοι οἱ λουκουμᾶδες! Θὰ εἰπῶ εἰς τὸν Μωραϊτίδην ὅτι ἐκεῖνον ἤθελες νὰ κεράσῃς, ἀλλὰ δὲν τὸν εὖρες καὶ ἐπωφελήθην ἐγώ...».
Ἀπεχωρίσθησαν, καὶ ὁ Παπαδιαμάντης ἐτάχυνε τὸ βῆμα. Ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν «Ἀκρόπολιν», ὁ Γαβριηλίδης τὸν ὑπεδέχθη μὲ πλαστὴν ἀγανάκτησιν:
—Ἀλέξανδρε, εἶπεν, ἐχάθηκαν τὰ μόνιππα; Ἂς ἔπαιρνες ἕνα, ἀδελφέ, κι ἂς τὸ ἐχρέωνες εἰς ἐμέ! Βουλιάζουμε, Ἀλέξανδρε!
Τοῦ ἀνεκοίνωσεν ὅτι ἡ ἐφημερὶς εἶχε κατακλυσθῆ ἀπὸ χείμαρρον ἐπιστολῶν ἐξ ὅλης της Ἑλλάδος καὶ τῶν ὁμογενῶν τῆς ἀλλοδαπῆς. Διεμαρτύροντο οἱ ἀναγνῶσται διὰ τὴν ἀπουσίαν ἑορτίου διηγήματός του εἰς τὸ χριστουγεννιάτικον καὶ πρωτοχρονιάτικον φύλλον καὶ διεμήνυον ὅτι ἂν καὶ ἡ ἔκδοσις τῶν Θεοφανείων στερῆται παπαδιαμαντικοῦ ἀφηγήματος, δὲν θὰ ἠγόραζον τὴν ἐφημερίδα καὶ ἂς κρατήσῃ ὁ κύριος διευθυντὴς τὰς ἐπιστροφὰς τῶν φύλλων διὰ νὰ τυλίγῃ τὸ προσφάγι του ἢ νὰ ψήνῃ ρέγγες!
—Ἀκοῦς, Ἀλέξανδρε, ἐπέφερε μὲ βεβιασμένον πως γέλωτα, ἀκοῦς τὰ ἀπειλητικὰ αἰτήματα τοῦ ἀναγνωστικοῦ συνδικάτου; Κακὴν δημοκρατίαν τοὺς ἐδιδάξαμεν, φίλτατε, ἀλλὰ παρέλκει τώρα πᾶσα συζήτησις περὶ τοῦ ἀρίστου τῶν πολιτευμάτων. Λοιπόν, ἔχομεν τέσσαρας ἡμέρας ἕως τὰ Φῶτα, φρόντισε, Ἀλέξανδρε τὴν Παραμονὴν τὸ πρωΐ, νὰ μοῦ παραδώσῃς τὸ διήγημα.
—Μόνον ἂν ἐπήγαινα στὴν Σκιάθον, ὑπέλαβεν ὁ Παπαδιαμάντης, θὰ ἠμποροῦσα, ἴσως, νὰ τὸ γράψω.
—Λοιπόν, τί περιμένεις; ἐβρυχήθη ὁ Γαβριηλίδης. Ναυλώνω πλοῖον καὶ ἀποπλέεις εἰς τρεῖς ὥρας, μόλις φθάσῃς στρώνεσαι στὸ γράψιμο, οὔτε κεφάλι θὰ σηκώσῃς, Ἀλέξανδρε, οὔτε νερὸ θὰ πιῇς, οὔτε λέξιν θὰ ἀπευθύνῃς εἰς ἄλλον καὶ τὴν Παραμονὴν τηλεγραφεῖς τὸ διήγημα.
—Ἀλλὰ ἐνδέχεται λόγῳ τοῦ καιροῦ νὰ μὴ λειτουργᾷ ἡ τηλεγραφικὴ γραμμή, εἶπεν ὁ Ἀλέξανδρος.
—Τότε πλέεις εἰς Χαλκίδα καὶ τηλεγραφεῖς ἐκεῖθεν, καὶ δὲν ἀναχωρεῖς εἰς τρεῖς ὥρας ἀλλὰ τώρα ἀμέσως, καὶ λάβε τὸ ἥμισυ τῆς ἀμοιβῆς, εἶπεν ἐν ἐξάψει ὁ Γαβριηλίδης καὶ τοῦ ἐνεχείρισε φάκελον.
Ἀνάρπαστοι κατέβησαν εἰς Πειραιᾶ, ὁ Γαβριηλίδης ἐναύλωσε ταχύπλουν, ὁ Παπαδιαμάντης ἐπεβιβάσθη, καὶ τὸ σκάφος ἀπέπλευσεν. Ἐκ πείσματος τοῦ πλοιάρχου δὲν εἰσῆλθον εἰς τὸν Εὐβοϊκόν, τοῦ ὁποίου ὁ διάπλους εἶναι καταφανῶς ὀλιγότερον τρικυμιώδης ἀπὸ τὴν θαλασσίαν ὁδόν, τὴν διὰ τοῦ Αἰγαίου. Ἀνελπίστως ἐπέρασαν τὰ ἐπικίνδυνα τοῦ Καφηρέως ἄνευ ἰσχυρῶν κλυδωνισμῶν, ἀργότερα ὅμως ὁ καιρὸς ἤρχισε νὰ χειροτερεύῃ καὶ ὅταν πλέον προσήγγιζαν εἰς τὴν Σκύρον ἦτο ξίδι μοναχό, θάλασσα κιαμέτ! Ὁ καπετάνιος ἠγκυροβόλησε στὲς Τρεῖς Μποῦκες, τὸν ἀσφαλέστατον λιμένα τῆς νήσου, καὶ ἐδήλωσεν ὅτι δὲν πρόκειται «νὰ σηκώσῃ ἄγκυραν, ἂν δὲν ξανοίξῃ». Εἰς μάτην διεμαρτυρήθη ὁ Παπαδιαμάντης, λέγων ὅτι τὸ πλοῖον εἶχεν ἀδρῶς ναυλωθῆ καὶ ὁ πλοίαρχος ὤφειλε νὰ κάμῃ νόμο-τρόπο, ὥστε αὔριον, τὸ βραδύτερον, νὰ εὑρίσκωνται εἰς τὴν Σκιάθον. Ἐκεῖνος ἀντέτεινεν ὅτι καμμία ναύλωσις δὲν εἶναι ὑπερτέρα τῆς σωτηρίας τοῦ σκάφους, καὶ ἂς μὴ λησμονῇ ὅτι ὁ ἴδιος ἔχει περιγράψει εἰς διήγημά του ἀβαρίας ἀναγκαίας πρὸς ἀποφυγὴν καταποντισμοῦ σκάφους καὶ ψυχῶν.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἐκλείσθη εἰς τὸν θαλαμίσκον του. Ἦτο ἡ τετάρτη πρὸ τῆς ἑορτῆς ἡμέρα. Ἐξάπλωσεν εἰς τὴν κουκέταν του καὶ ἐσυλλογίζετο ὅτι, ἂν δὲν «ἔπεφτε ὁ καιρός» ἐκινδύνευε νὰ μὴ γράψῃ τὸ διήγημα καί, τὸ χειρότερον, νὰ χάσῃ τὰς Ὥρας τῶν Θεοφανίων. Ἀλλ᾿ ἂν ἐνέδωσεν εἰς τὴν παράλογον ἀπαίτησιν τοῦ Γαβριηλίδου, τὸ ἔκαμεν ἐπὶ τῇ προσδοκίᾳ τῆς Ἀκολουθίας τῶν Ὡρῶν ἐν τῇ προσφιλέστατῃ νήσῳ. Ὄχι, δὲν θὰ ἐπέτρεπεν ὁ Θεὸς νὰ μὴ τὰς συμψάλῃ μὲ τὸν κὺρ Ἀλεξανδρῆν, τὸν ψάλτην τοῦ ναοῦ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν!
Ἤρχισε νὰ αἰσθάνεται θέρμην, καὶ μικρὸν ρίγος τὸν διεπέρασεν. Ἐσκεπάσθη καλῶς καὶ ἐσκέπτετο πλέον ὅτι ἡ ἐσπευσμένη ἀναχώρησις δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ μηνύσῃ εἰς τὸν ἐξάδελφον Ἀλέκον νὰ μὴ λείψῃ ἐκεῖνος κἂν ἀπὸ τὸν Ἅγιον Ἐλισσαῖον. Ἀλλ᾿ ἐνεφανίσθη τότε ὅμιλος ἐνοριτῶν καί, κυρίως, ἐνοριτισσῶν τοῦ ναϋδρίου, οἱ ὁποῖοι ἐπρόβαλαν τὴν ἀπαίτησιν νὰ ἐπιστρέψῃ διὰ νὰ ψάλῃ αὐτὸς τὰς Ὥρας. Ἄλλως, ἠπείλουν, θὰ ἐκκλησιάζοντο ἀλλοῦ. Τοὺς ἐνουθέτησε καὶ τοὺς ἐξώρκισε νὰ μὴ ἐκπειράζωσι Κύριον τὸν Θεόν των, εἰς τὰ θεῖα δὲν χωροῦν ἐκβιασμοί, καὶ πῶς ἦτον δυνατὸν νὰ εὑρεθῇ πάλιν εἰς Ἀθήνας ἄνευ θαύματος; Ἀπεδείχθησαν ὅμως «ἀγύριστα κεφάλια», καὶ ἐκεῖνος, διὰ νὰ μὴ κολασθῶσιν, ἀνέβη εἰς τὸ κατάστρωμα καὶ ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν. Συντόνως κολυμβῶν ἔφθασεν αἰσίως εἰς Πειραιᾶ καὶ ἐκεῖθεν ἀνῆλθε διάβροχος εἰς Ἀθήνας καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν θαλπερὸν ναΐσκον, καθ᾿ ἣν στιγμὴν ὁ τριτεξάδελφός του ἡτοιμάζετο νὰ ψάλῃ τὸ ἐξαίσιον καὶ ἀθάνατον Δοξαστικὸν τῆς Ἐνάτης Ὥρας. Θεωρῶν ὅμως, ἄνευ ἐκπλήξεως, εἰσερχόμενον τὸν καταστάζοντα Παπαδιαμάντη τοῦ λέγει φυσικότατα:
—Ἀλέξανδρε, ἰδικόν σου τὸ Δοξαστικόν!
Ἠσθάνθη φρικίασιν εὐφροσύνης καὶ ἐξύπνησε καὶ ἐνόησεν ὅτι δὲν θὰ προλάβῃ τὰς Ὥρας τῶν Φώτων. Ἡ ἀδελφή του Κυρατσούλα, ποὺ εἶχε τὴν ἔγνοια του, τὸν ἠρώτησεν, ἐν συνοχῇ καρδίας· «Τί θέλεις, Ἀλέξανδρε;» Ἀφυπνίσθησαν σχεδὸν ἔντρομοι καὶ αἱ ἄλλαι, ὁποὺ ἐλαγοκοιμῶντο εἰς τὴν διπλανὴν κάμαρην.
— «Ἡσυχάσατε!», εἶπε πραέως, «θὰ ψάλω τὸ Δοξαστικόν».
Εἶτα μὲ τρέμουσαν φωνήν, ὡς πτηνὸν ἀποδημητικὸν ἀπερχόμενον εἰς θερμοτέρους οὐρανούς, ἐμινύρισε τὸ πανηγυρικὸν ᾆσμα: «Τὴν χεῖρά σου τὴν ἀψαμένην τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δεσπότου... ἔπαρον ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς αὐτὸν Βαπτιστά».. Καὶ βλέπων ὅτι ὁ μέγιστος ἐν γεννητοῖς γυναικῶν τὸν ἐπεσκίαζεν ἤδη διὰ τῶν χειρῶν καὶ τῶν πτερύγων του, ἔκλινε πρὸς τὴν πλευρὰν τῆς καρδίας καὶ ἀπέπτη.



 κείμενο από εδώ

Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2012/01/blog-post_03.html#ixzz2GuLGj5i1

Παρασκευή

ανδρέου του τυφλού - ο περιβάλλων τον ουρανόν



Ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανὸν ἐν νεφέλαις,


 ῥεῖθρα περιβάλλεται σήμερον τὰ Ἰορδάνια• 


καὶ τὴν ἐμὴν καθαίρεται κάθαρσιν,


ὁ τοῦ κόσμου αἴρων τὴν ἁμαρτίαν•


καὶ ὑπὸ τοῦ συγγενοῦς ἄνωθεν μαρτυρεῖται Πνεύματος, 


Υἱὸς μονογενὴς ὑπάρχων τοῦ ὑψίστου Πατρός,


πρὸς ὃν βοήσωμεν• 


Ὁ ἐπιφανεὶς καὶ σώσας ἡμᾶς, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοι.

Πέμπτη

μ.ελευθερίου-στα νερά του Ιορδάνη



Στον ποταμό τον Ιορδάνη
Εκεί που ο νους σου δεν το βάνει
Αν συναντήσεις τον ληστή
Μην τον αφήσεις να λουστεί
Γιατί μαζί με τον Χριστό
Θα κρεμαστεί

Βγήκε νύχτα στο σεργιάνι
Ξημερώνοντας γιορτή
Και κοντά στον Ιορδάνη
Βρήκε έναν ληστή

Ήταν στ’όνειρο καβάλα
Είχε ολόχρυσο σπαθί
Μέσ’ στα μάτια του ψιχάλα
Και παλιά βροχή

Στα νερά του Ιορδάνη
Βρήκε έναν ληστή

Είναι δύσκολα του λέω
Τέτοια μέρη που περνάς
Έχεις μάνα στο νυχτέρι
Σπίτι σου να πας

Είναι μαύρο το κουβάρι
παλληκάρι που κρατάς
Την κλωστή που δεν αντέχει
Μην τηνε τραβάς

Βγήκε η νύχτα στο σεργιάνι
Για να βρει την λησμονιά
Κι είδε κόσμο στην μεγάλη
Πόρτα του φονιά

Κι είδε και στο σπιτικό σου
Το θυμάμαι και πονώ
Έναν άγγελο να βγαίνει
Μέσα απ’ τον καπνό

Στα νερά του Ιορδάνη
Βρήκε τον Χριστό




  1973 

Τετάρτη

φ.κόντογλου-τα φώτα στο αϊβαλί


,

Στα θαλασσινά τα μέρη ρίχνουνε τον Σταυρό, ύστερ' από τη Λειτουργία των Θεοφανίων. Έτσι τον ρίχνανε και στην πατρίδα μου, κ' ήτανε ένα θέαμα έμορφο και παράξενο.Ξεκινούσε η συνοδεία από τη μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια, κ' ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμαντρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες, και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τη Λειτουργία και πηγαίνανε οι παπάδες στη μητρόπολη, για να γίνεται η γιορτή πιο επίσημη. Οι ψαλτάδες ήτανε και κείνοι κάμποσοι κ' οι πιο καλλίφωνοι, και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελληνικά, κι όχι σαν σήμερα πού τρελλαθήκαμε και κάναμε την ψαλμωδία μας σαν ανάλατα και ξενικά θεατρικά τραγούδια. Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς.Σαν φτάνανε στ' Αγγελή τον Γιαλό, όπως λέγανε κείνη την ακρογιαλιά, ο δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή σάγια εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό, Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου εύρισκε, για να μπορεί να βλέπει. Τα σπίτια πού ήτανε ένα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια. Από το μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε εκατό καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες γυρισμένες κατά το μέρος πού στεκότανε ο δεσπότης. Έτσι πού ήτανε παραταγμένα τα καΐκια, μοιάζανε σαν αρμάδα πού θα κάνει πόλεμο. Πιο ανοιχτά, κατά το πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα τα μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο και κείνα. Άλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις βάρκες πού βρισκόντανε γιαλό, κ' ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προ πάντων θαλασσινοί και παιδομάνι.Σ' αυτά τα μέρη κάνει πολύ κρύο, και τις πιο πολλές φορές οι αντένες των καραβιών ήτανε χιονισμένες, ένα θέαμα πολύ έμορφο. Απάνου στα ξάρτια και στις σκαλιέρες, στις γάμπιες και στα μπαστούνια των καραβιών ήτανε σκαλωμένοι πλήθος θαλασσινοί, μεγάλοι και μικροί. Η θάλασσα ήτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα. Κρούσταλλα κρεμόντανε από τα ξάρτια σε πολλά καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στην κάθε βάρκα από κείνες πού είχανε κοντοζυγώσει στη στε­ριά και περιμένανε να πέσει ο Σταυρός στη θάλασσα, στεκόντανε από ένα - δυο νοματέοι απάνω στην πλώρη, ενώ άλλοι δυο ήτανε στα κουπιά. Αυτοί πού στεκόντανε ορθοί στην πλώρη, ήτανε ολόγυμνοι, εξόν ένα άσπρο βρακί πού φορούσανε σαν πεστιμάλι. Οι πιο πολλοί ήτανε σαν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τα κορμιά τους ήτανε κόκκινα από το κρύο. Τα ποδάρια τους ήτανε γερά και φουσκωμένα σαν αδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζήδες, κοντραμπατζήδες, ψημένοι με τ' αλάτι. Οι πιο πολλοί είχανε ριχμένες στις πλάτες τις γούνες τους, για να μην παγώσουνε, Ένα - δυο όμως στεκόντανε γυμνοί και κάνανε κάπου - κάπου τον σταυρό τους. Μα το μάτι τους ήτανε καρφωμένο στο μέρος πού θα 'ριχνε τον Σταυρό ο δεσπότης.Ανάμεσα στους γυμνούς ήτανε ο Κωστής ο Γιωργάρας, ο Στρατης ο Μπεκός, ο Γιωργής ο Σόνιος, ο Δημητρός ο Μπούμπας, Πέτρος ο Κλόκας, ο Βασίλης ο Αρναούτης, ο παλαβό - Παρασκευάς κι άλλοι. Σαν να τους βλέπω μπροστά μου. Ο Γιωργάρας ήτανε μιαν ανθρωπάρα θηρίο, σαν Κουταλιανός, με μουστάκια μαύρα, μ' έναν λαιμό σαν βαρέλι. Είχε δεμένο στο κεφάλι του ένα μαντίλι κ' ήτανε ίδιος κουρσάρος. Ακουμπούσε απάνω σ' ένα κοντάρι, λες κ' ήτανε ο Ποσειδώνας ζωντανός. Ο Δημητρός ο Μπούμπας ήτανε ένα άλλο θεριόψαρο, χοντρός και κοντόφαρδος, μαυριδερός σαν Σαρακηνός, και καθότανε ανεκούρκουδος, σκεπασμένος με τη γούνα του, με το μάτι του καρφωμένο στον δεσπότη. Ο Πατσός ο Αράπης, ο λεγόμενος παλαβό - Παρασκευάς, είχε γένεια κατσαρά και κόκκινα και το πετσί του ήτανε από φυσικό του κόκκινο. Στο κορμί ήτανε αντρειωμένος και σβέλτος σαν τζαμπάζης και δεν χαμπάριζε ολότελα από κρύο. Στο σουλούπι ήτανε ίδιος Ρούσος. Αυτός ήτανε ανεβασμένος απάνω στα ξάρτια σε μια μπρατσέρα φουνταρισμένη, και στεκότανε δίχως να σαλέψει, σαν τ' άγαλμα. Μυστήριο πώς δεν πάγωνε! O Πέτρος ο Κλόκας ήτανε ο μονάχος πού δε φορούσε βρακιά. Αυτός ήτανε ευρωπαϊσμένος, φορούσε στενό πανταλόνι και ναυτικό σκουφί. Στο κορμί ήτανε λιγνός και μάγκας στο σχέδιο. Τα χέρια του τα 'χε μπλεγμένα μπροστά στο στήθος του και σουλατσάριζε απάνω στη βάρκα, ολοένα μιλούσε κ' έκανε και κάμποσα θεατρικά.Σαν σίμωνε λοιπόν η συνοδεία στη θάλασσα, κι ακουγότανε από μακριά η ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος αλαλαγμός απάνω στις βάρκες. Οι βουτηχτάδες πετούσανε τις γούνες τους κ' οι άλλοι τραβούσανε τα κουπιά, για να 'ναι οι βάρκες τους κοντά στο μέρος πού θα 'πεφτε ο Σταυρός. Άλλοι φωνάζανε από τα ξάρτια, άλλοι μαλώνανε, άλλοι ανεβαίνανε στις κουπαστές για να δούνε. Τέλος φτάνανε οι στρατιώτες και ταχτοποιούσανε τον κόσμο. Μπροστά πήγαινε ο αξιωματικός ο Τούρκος κι άνοιγε τον δρόμο να περάσει ο δεσπότης, κ' έλεγε: «Γιόλ βέριν εφεντιά!» - δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στον αφέντη!» Ο στρατός αραδιαζότανε σε παράταξη κ' οι ψαλτάδες ψέλνανε πολλές φορές «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε». Στο τέλος το 'ψελνε κι ο δεσπότης κ' έριχνε τον Σταυρό στη θάλασσα. Αλαλαγμός σηκωνότανε μέσα στη θάλασσα. Οι βάρκες και τα καΐκια καργάρανε τα κουπιά και τρακάρανε το 'να τ' άλλο. Οι πλώρες χτυπούσαμε η μια την άλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, απόχες μπερδευόντανε μεταξύ τους. Οι βουτηχτάδες πέφτανε στο νερό κ' ή θάλασσα άφριζε σαν να παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοί απ' αυτούς κάνανε ώρα πολλή ν' ανεβούνε απάνω, παίρνανε μακροβούτι και ψάχνανε στον πάτο να βρούνε τον Σταυρό. Για μια στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι και βούλιαζε γλήγορα πριν να το δεις.Άξαφνα βγήκε ένα κεφάλι με κόκκινα γένεια κ' ένα χέρι ξενέρισε και βαστούσε τον Σταυρό. Ήτανε ο παλαβό - Παρασκευάς. Με δυο - τρεις χεροβολιές κολύμπησε κατά το μέρος του δεσπότη και σκάλωσε στην αραξιά. Έκανε μετάνοια και φίλησε το χέρι του κ' έδωσε τον Σταυρό. Ο δεσπότης τον πήρε, τον ασπάστηκε και τον έβαλε στον ασημένιο δίσκο κ' υστέρα έδωσε τον δίσκο στον Παρασκευά. Οι ψαλτάδες πιάσανε πάλι και ψέλνανε κι ο κόσμος αλάλαζε. Ύστερα η συνοδεία τράβηξε πάλι για την εκκλησιά. Ο Παρασκευάς θεόγυμνος, με τον δίσκο στα χέρια, γύριζε στους μεγάλους καφενέδες και στις ταβέρνες κ' έρριχνε ο κάθε ένας ό,τι ρεγάλο ήθελε. Τόσες ώρες ολόγυμνος και βρεμένος, με παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τους ώμους του δεν ανεσήκωνε. Όπως ήτανε κοκκινογένης αστακόχρωμος, έλεγε κανένας πώς ήτανε ο Σκύθης Ανάχαρσις, πού γύριζε τον χειμώνα γυμνός μέσα στην Αθήνα τα παλιά τα χρόνια, κ' οι Αθηναίοι τον ρωτούσανε γιατί δεν κρυώνει, κι αυτός αποκρινότανε πώς όλο το κορμί του είναι σαν το κούτελο, πού δεν κρυώνει ποτές.Την ώρα πού έπεφτε ο Σταυρός στη θάλασσα, όλα τα καΐκια και τα καράβια, πού ήτανε φουνταρισμένα ανοιχτά στο πέλαγο, γυρίζανε την πλώρη τους κατά την Ανατολή, από κει πού ήρθε ο Χριστός στον κόσμο.
«Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»
Ζωηφόρος
IN Αγίας Βαρβάρας Πατρών

Τρίτη

[περιτομή]









Ἀπ' τὴν ἀνατολὴ ὡς τὸ βασίλεμμα τοῦ ἥλιου θυμᾶμαι πὼς εἶχες κάποτε σάρκα καὶ ὀστὰ γιὰ μένα.


ν . καρούζος, απολέλυσαι της ασθενείας σου