πένθος χαρωπόν= η βαθιά συναίσθηση και το υπέροχο βίωμα της μακαρίας χαρμολύπης , πού υπάρχει και εγκρύπτεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Αφορμή ένας στίχος του Ν. Καρούζου, από το ποίημα "απολέλυσαι της ασθενείας σου". Όλοι οι ποιητές , είτε το γνωρίζουν , είτε το αρνούνται,είτε το αγνοούν είναι λίγο πολύ χαρμολυπικοί.Η μακαρία χαρμολύπη όμως εντοπίζεται απόλυτα μόνο στους βιωματικούς μυστικούς της ορθόδοξης πνευματικότητας.

Πέμπτη

κ χ μύρης - Χίλια μύρια κύματα




Χίλια μύρια κύματα μακριά τ' Αϊβαλί


Μέρες της αρμύρας κι ο ήλιος πάντα εκεί
με τα μακεδονίτικα πουλιά και τ' αρμενάκια
που ελοξοδρόμησαν και χάσανε την Μπαρμπαριά

Πότε παραμονεύοντας τον πόρφυρα
το μαύρο ψάρι έρχεται φεύγει
μικραίνουν οι κύκλοι του

Χίλια μύρια κύματα μακριά τ' Αϊβαλί


Μεγάλωσαν τα γένια μας η ψυχή μας αλλιώτεψε
αγριεμένο το σκυλί γαβγίζει τη φωνή του
βοήθα καλέ μου μη φαγωθούμε μεταξύ μας

Χίλια μύρια κύματα μακριά τ' Αϊβαλί


Ώρες ώρες μερεύουμε με τη χορδή της λύρας
δεμένος πισθάγκωνα στο μεσιανό κατάρτι
ο Χιώτης ο τυφλός τραγουδιστής βραχνός προφήτης
μασώντας τη μαστίχα του παινεύει την Ελένη
κι άλλοτε τη Τζαβέλαινα τραβάει στο χορό

Χίλια μύρια κύματα μακριά τ' Αϊβαλί





μελοποίηθηκε από Γ. Μαρκόπουλο
και τραγουδήθηκε από Ν.Ξυλούρη στον δισκο "Ιθαγένεια"(1972)
το ακούτε εδώ

Τετάρτη

Νεκρώσιμα 3 : Σαν το λουλούδι μαραίνεται και σαν το όνειρο έρχεται και πάει...






Ὡς ἄνθος μαραίνεται,

καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται,

καὶ διαλύεται πᾶς ἄνθρωπος, 

πάλιν δὲ ἠχούσης τῆς σάλπιγγος,
νεκροί, ὡς ἐν συσσεισμῷ, 
πάντες ἀναστήσονται πρός τὴν σὴν ὑπάντησιν, 
Χριστὲ ὁ Θεός· 


τότε, Δέσποτα, ον μετέστησας ἐξ ἡμῶν,
ἐν ταῖς τῶν Ἁγίων σου κατάταξον σκηναῖς,
τὸ πνεῦμα τοῦ σοῦ δούλου  Χριστέ.






Σαν το λουλούδι μαραίνεται
και σαν το όνειρο έρχεται και πάει
και διαλύεται κάθε άνθρωπος,


όταν πάλι ηχήσει η Σάλπιγγα
οι νεκροί σαν σε σεισμό θα συνταραχτούν

και θα αναστηθούν να Σε προϋπαντήσουν,
Χριστέ Θεέ μας

Τότε Αφέντη μου αυτού
πού πήρες από μας το πνεύμα

να κατάταξεις  εκεί που οι Άγιοι Σου σκηνώνουν

γιατί υπήρξε δούλος Σου. 




 ποίημα Ιωάννου Δαμασκηνού

Τρίτη

δ.καψάλης - μέρες αργίας (εκλογή)









I.
Μέρες αργές, και πιο αργές του Οκτωβρίου
αυτές οι μέρες που περνούν· επιβιώνω
μετά τον έρωτα, την ποίηση, τον πόνο,
με λίγες μόνο αμυχές προτέρου βίου.

Κυλούν οι ώρες σ' ένα πέλαγος Κυρίου,
χάρτινοι κόσμοι κυματίζουν, επανδρώνω
παλιά απόρρητα γραμμένα σ' άλλο χρόνο,
κάτι κρυφούς εορτασμούς εργαστηρίου,

κι αύτανδρος μέσα μου βυθίζομαι. Πατέρα
άλλον δεν είδα να με θέλει πο κοντά του
απ' τον απρόσιτο προσήγορο αιθέρα·

κι όλα που κράτησα πατρώα και μητρώα,
όσα μιλούσαν κι όσα σώπασαν αθρόα,
καίνε στον ύπνο μια παράσταση θανάτου. 


 ΙΙ.
Τα σεραφείμ, τα χερουβείμ, οι μαύρες σκέψεις,
μέσα στο λίγο που κοιμάμαι συγυρίζουν·
βάζουν παράθυρα της νύχτας, ευμενίζουν
κλεισμένες πόρτες - περιμένουν επισκέψεις.

Κι ας διαφωνώ με τόση πένθιμη σοφία,
φιλοτεχνώ πειθήνια σε κάποιο βάζο
λουλούδια της γεντιανής κι επισκευάζω
ημερολόγια, αισθήματα, λοφία.

Λέω, θ' ανοίξει σαν αυλαία τ' όνειρό μου,
και θα παιχτεί ξανά ο πρώτος εαυτός μου,
θ' αποδοθεί επακριβώς και θα τελειώσει·

κι αυτό το άθλιο παράπηγμα του τρόμου,
αυτό το θέατρο του ειπωμένου κόσμου,
με μια πνοή βρεγμένου δρόμου θα παλιώσει.



 VΙΙ.
Ένα συναίσθημα αργό, καθώς τελειώνει
κάτι που άρχισε - δεν ξέρω πόσα χρόνια·
κι είναι νωρίς ακόμη· νύχτες με τριζόνια
θα 'ρθουν πολλές, και πάντα η μνήμη θ' αλλοιώνει.

Είναι πολύ νωρίς, κι η μνήμη που αραδιάζει
θαμπές μορφές απ' το βιβλίο των νεκρών,
αποτραβιέται, σαν σε γύρισμα νερών,
μ' ένα συναίσθημα αργό καθώς βραδιάζει.

Να 'ναι το σχήμα της θλιμμένης εποχής,
να 'ναι το σπίτι στη βροχή που σαν θαλάμη
μαζεύει φόβο, κι ο βυθός μιας ενοχής;

Κλείνω στο χέρι μου μια παιδική παλάμη,
και απαλά μέσα στον ύπνο της ψυχής
με νανουρίζει χαμηλόφωνο ποτάμι.

 

VΙΙΙ.
Κάποτε γίνεται ο φόβος του θανάτου
ύπνος βαθύς και τον σκεπάζει ο Τειρεσίας·
σαν νυχτοφύλακας σε ώρα υπηρεσίας
που αποκοιμήθηκε στην άγρυπνη σκιά του.

Γι' αυτό προσφεύγουμε στη λύπη των ονείρων
μ' ένα υπόλοιπο ντροπής κι αθανασίας,
κι ο μελανόπτερος επάνω μας σωσίας
άλλοτε σκύβει λυρικός κι άλλωτε είρων.

Κι όταν βραδιάζει σαν αθώωση του ασώτου,
κι ο ουρανός μετεωρίζεται και παίρνει
όλο το μέσα της ζωής για να νυχτώσει,

είναι επόμενο να στρέφουμε με τόση
πνοή στη μαντική του δύναμη, ωσότου
ο σπαραγμός του την καινούρια μέρα σπέρνει.

 

ΙΧ.
Ξέρω πως θα 'ρθει και δεν θα' μαι όπως είμαι,
να τον δεχτώ με το καλύτερο παλτό μου·
μήτε σκυμμένος στις σελίδες κάποιου τόμου,
εκεί που υψώνομαι να μάθω ότι κείμαι.

Δεν θα προσεύχομαι σε σύμπαν που θαμπώνει,
δεν θα ρωτήσω αναιδώς, που το κεντρί σου;
γονιός δεν θα 'ναι να μου πει, σήκω και ντύσου
καιρός να ζήσουμε, παιδί μου, ξημερώνει.

Θα 'ρθει την ώρα που σπαράσσεται το φως μου,
κι εκλιπαρώ φανατικά λίγη γαλήνη,
θα 'ρθει σαν πύρινο παράγγελμα που λύνει

όρους ζωής και την αδρή χαρά του κόσμου·
δεν θα μαζεύει ουρανό για να με πλύνει,
δεν θα κρατά βασιλικό ή φύλλα δυόσμου.






ΙV.
Κι ο ουρανός προς τι τον άρρωστο καιρό,
στην τόση ένδεια του τώρα και του πέραν;
Πήγαν στον άνεμο προσκυνητές και φέραν
εικόνες κόσμου, κι ούτε μια σταλιά νερό.

Κι αυτός ο κόπος της ζωής που καρτερώ,
κι η τόση πρόγνωση εκείνων που δεν ξέραν;
Όσα ποιούμε κατ' εικόνα ημετέραν
και θα μιλούσαν, μια φορά κι έναν καιρό;

Ο μέγας θόλος ένα βύθισμα θανάτου,
ήλιοι, πλανήτες, νεφελώματα που σβήσαν,
και γαλαξίες μακρινοί τα όνειρά του.

Δεν λέω πέθανε, λέω αποκοιμήθη,
μέσα στο έναστρο στερνό του παραμύθι,
κι όλα τα πράγματα θα μείνουν όπως ήσαν.


 

ΧV.
Αυτό το δέντρο κι ο κρυφός κορυδαλλός του
κάτι πρεσβεύουν, προ καιρού συμφωνημένο·
μα εδώ που κάθομαι αιώνες, δεν προσμένω
κανένα μύνημα φυγής ή κάποιου νόστου.

Ξέρω, δεν είναι λειτουργοί μεγάλου αγνώστου,
να προφητεύουν το κυρίως δεδομένο·
θάλλουν ανάμεσα στο ίδιο και στο ξένο,
εκεί που ο κόσμος επαφίεται στο φως του.

Μα εδώ στο δέντρο που μου δίνει τη σκιά του,
ο χρόνος όλος σαν παράδεισος απλώνει,
σε μια παράξενη αναίρεση θανάτου·

πέλαγος, ψίθυροι, πλαγιές, αγέρας, κλώνοι,
επαληθεύουν, κι επιτέλους ανταμώνει
ο προ αιώνων μελωδός τη δέσποινά του.



1995







πηγη εικόνας

Κυριακή

κ.καρυωτάκης- κυριακή




ἥλιος ψηλότερα θ᾿ ἀνέβει
σήμερα πού ῾ναι Κυριακή.
Φυσάει τὸ ἀγέρι καὶ σαλεύει
μιὰ θημωνιὰ στὸ λόφο ἐκεῖ.

Τὰ γιορτινὰ θὰ βάλουν, κι ὅλοι
θά ῾χουν ἀνάλαφρη καρδιά:
κοίτα στὸ δρόμο τὰ παιδιά,
κοίταξε τ᾿ ἄνθη στὸ περβόλι.

Τώρα καμπάνες ποὺ χτυπᾶνε
εἶναι ὁ θεὸς ἀληθινός.
Πέρα τὰ σύννεφα σκορπᾶνε
καὶ μεγαλώνει ὁ οὐρανός.

Ἄσε τὸν κόσμο στὴ χαρά του
κι ἔλα, ψυχή μου, νὰ σοῦ πῶ,
σὰν τραγουδάκι χαρωπό,
ἕνα τραγούδι τοῦ θανάτου.












Παρασκευή

Ρ.Μ.Ρίλκε-φθινόπωρο




  
        Τα φύλλα πέφτουν, πέφτουν λες από ψηλά,
  σαν να ξεράθηκαν οι κήποι τ' ουρανού·
  πέφτουν με μι' άρνηση στο στόμα του κενού.

  Και μες στη νύχτα πέφτει η Γη βαριά,
  από τ' αστέρια προς τη μοναξιά.

  Όλοι μας πέφτουμε. Το χέρι αυτό που γράφει.
  Δες, όλα γύρω χάνονται στα βάθη.

  Είναι όμως Κάποιος που την πτώση αυτή
  στα δυο του χέρια στοργικά τη συγκρατεί.







εδώ
εικόνα εδώ

Τετάρτη

ν.βρεττάκος - πικραμένος αναχωρητής


Θὰ φύγω σὲ ψηλὸ βουνό, σὲ ριζιμιὸ λιθάρι
νὰ στήσω τὸ κρεβάτι μου κοντὰ στὴ νερομάνα
τοῦ κόσμου ποὺ βροντοχτυποῦν οἱ χοντρὲς φλέβες τοῦ ἥλιου,
ν᾿ ἁπλώσω ἐκεῖ τὴν πίκρα μου, νὰ λυώσει ὅπως τὸ χιόνι.
Μὴν πιάνεσαι ἀπ᾿ τοὺς ὤμους μου καὶ στριφογυρίζεις
ἄνεμε!
φεγγαράκι μου!
Καλέ μου!
Αὐγερινέ μου!
Φέξε τὸ ποροφάραγκο! Βοήθα ν᾿ ἀνηφορήσω!
Φέρνω ζαλιὰ στὶς πλάτες μου τὰ χέρια τῶν νεκρῶν!
Στὴ μιὰ μεριὰ ἔχω τὰ ὄνειρα, στὴν ἄλλη τὶς ἐλπίδες!
Κι ἀνάμεσα στὶς δυὸ ζαλιὲς τὸ ματωμένο στέφανο!
Μὴ μὲ ρωτᾷς καλέ μου ἀϊτέ, μὴ μὲ ξετάζεις ἥλιέ μου!
Ρίχτε στὸ δρόμο συνεφιὰ νὰ μὴ γυρίσω πίσω!
Κυττάχτηκα μὲς στὸ νερό, ἔκατσα καὶ λογάριασα,
ζύγιασα τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ τοῦ κόσμου. Κι ἀποφάσισα,
νὰ γίνω τὸ μικρότερο ἀδερφάκι τῶν πουλιῶν!

Σάββατο

 
 
 
 
 
 
 
 
Αν δεν ζούμε για να πεθαίνουμε ο ένας για τον άλλον, είμαστε ήδη νεκροί...
 
 
 
 
 Τ. Λειβαδίτης
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
εικόνα εδώ

Παρασκευή

ν.λαπαθιώτης-οι κύκνοι το φθινόπωρο













Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο ζητᾶνε τὴ χαρά τους
γιατὶ ἡ χαρά τους πέταξε μαζὶ μὲ τ᾿ ἁγιοκαίρι...
Θὰ ζήσουν τάχα νὰ τὴ βροῦν, τὴν ἄνοιξη; -Ποιὸς ξέρει;
...γιατὶ μπορεῖ καὶ νὰ χαθοῦν πρὶν βροῦνε τὴ χαρά τους...
Ἀπόψε τὴν περίμεναν, σχεδὸν ὅλο τὸ βράδι,
ὥσπου στὸ τέλος νύσταξαν κοιτώντας τὸ σκοτάδι,
κι ἔγειραν καὶ κοιμήθηκαν ἀπάνω στὰ φτερά τους...


























Πέμπτη

σπουδές- τέλλος άγρας





Η πολιτεία, καταχνιασμένη,
φεύγει, διαλύεται, ξεθυμαίνει.

Στο βράδυ αυτό το νοτερό,
είν' όλα αχλύ κι όλα νερό.

Μες στα νερά, πώς τρεμοσβήνει
μια κατακίτρινη σελήνη.

Κι αυτά τα δέντρα, στη σειρά,
κι οι εκκλησιές, μες στα νερά!

Μέσα μου κλαίει απόψε πάλι
υγρός αχνός, ώχρα κι αθάλη.

Κι είν' η καρδιά μου σφαλιστή,
σα μια μητρόπολη σβηστή.

Μες στην καρδιά μου έχω κλεισμένο
ένα μεγάλο Εσταυρωμένο.

Στα πόδια του - φτωχειά πιστή!
- η Ελλάδα κλαίει, γονατιστή.


Παρασκευή

Στην Παναγίτσα στο Πυργί (Αλεξ. Παπαδιαμάντη)




Χαίρετ' ὁ Ἰωακεὶμ κι ἡ Ἄννα
ποὺ γέννησαν χαριτωμένη κόρη
στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργί!
Χαίρεται ὃλ’ ἡ ἔρημος ἀκρογιαλιὰ
κι ὁ βράχος, κι ὁ γκρεμὸς ἀντίκρυ τοῦ πελάγους,
ποὺ τὸν χτυποῦν ἄγρια τὰ κύματα•
χαίρεται ἀπὸ τὴν ἐκκλησίτσα,
ποὺ μοσχοβολᾶ πάνω στὴ ράχη.

Χαίρεται τ' ἄγριο δέντρο, ποὺ γέρνει
τὸ μισὸ ἀπάνω στὸν βράχο, τὸ μισὸ στὸν γκρεμό,
χαίρετ' ὁ βοσκός, ποὺ φυσᾶ τὸν αὐλό του,
χαίρετ' ἡ γίδα του, ποὺ τρέχει στὰ βράχια,
χαίρεται τὸ ἐρίφιο, ποὺ πηδᾶ χαρμόσυνα.

Κι ἡ πλάση ὅλη ἀναγαλλιάζει
καὶ τὸ φθινόπωρο ξανανιώνει ἡ γῆς,
σὰ σεμνὴ κόρη ποὺ περίμενε χρόνια
τὸν ἀρραβωνιαστικὸ της ἀπ' τὰ ξένα
καὶ τέλος τὸν ἀπόλαψε πρὶν εἶναι πολὺ ἀργὰ
καὶ σὰν τὴ στεῖρα γραία ποὺ γέννησε θεόπαιδο
κι εὐφράνθη στὰ γεράματά της.
Δός μου καὶ μένα ἄνεση, Παναγία μου,
πρὶν ν' ἀπέλθω καὶ πλέον δὲν θὰ ὑπάρχω...




Ἀπὸ Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ,
«
Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης»
Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἀθῆναι 2000.

Σπουδ. Νέου Ελληνισμού

Τετάρτη

γιάννης ρίτσος - τὸ σβησμένο φανάρι






θά ῾θέλᾳ - λέει- ν᾿ ἀφήσω στὸν καθένα σας αὐτὸ τὸ βλέμμα
τοῦ ἤρεμου θαυμασμοῦ μπροστὰ στὸ λιόγερμα. Θά ῾θέλᾳ ἀκόμη
νὰ σᾶς ἀφήσω τὸ περίλυπο ἄκουσμα
τῆς ἔρημης φωνῆς τοῦ ἰχθυοπώλη στὰ πρωινὰ τοῦ Ἰουλίου
καὶ τὸ βόμβο τῆς μέλισσας μέσα σ᾿ ἕνα τριαντάφυλλο
ἢ τὸ ἄηχο «ἄχ» μιᾶς λευκῆς πεταλούδας πλάι στὸ μὼβ λουλούδι.
Περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα θά ῾θελᾳ νὰ σᾶς ἀφήσω τὸν τρόπο
τῆς ἀλλαγῆς τῶν χρωμάτων πρὸς τὸ ἀσῆμι καὶ τὸ ρόδινο
ὅταν ἡ πόρτα κλείνει καὶ σκοτεινιάζουν τὰ δωμάτια
κι ὡστόσο οἱ καθρέφτες διατηροῦν ἀνέπαφη
τὴν εἰκόνα τῆς θάλασσας, γι᾿ αὐτὸ γαλανίζουν τὰ σεντόνια
στὸ μεγάλο γαμήλιο κρεβάτι τῶν νεκρῶν. Θά ῾θελα ἀλλὰ
τούτη τὴν ὥρα μὲ πρόλαβε ὁ Ἀόρατος,
ὁ Πανταχοῦ καὶ Πάντοτε Παρών, μοῦ ῾σβησε τὸ φανάρι
καὶ πιὰ δὲ βλέπω οὔτε νὰ δείξω τίποτα κι οὔτε νὰ περπατήσω.




εδώ
εικόνα εδώ

Δευτέρα

μ. ελευθερίου- θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες







Μόνο να γράφεις τ' όνομά σου
και 'κείνο το 'μαθες μισό
να συλλαβίζεις τα όνειρά σου
στο Άργος και στον Ιλισό

Του κόσμου το στενό γεφύρι
θα το περάσουμε μαζί
θα 'ναι η καρδιά σου παραθύρι
τα λόγια σου παλιό κρασί

Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες
τρεις του Σεπτέμβρη να περνάς
και τσικουδιά στους καφενέδες
τα παλικάρια να κερνάς



μελοποίηθηκε από τον η. ανδριόπουλο
το ακούτε εδώ



Σάββατο

κ. καβάφης, συμεών

 


Τα ξέρω, ναι, τα νέα ποιήματά του·
ενθουσιάσθηκεν η Βηρυτός μ' αυτά.
Μιαν άλλη μέρα θα τα μελετήσω.
Σήμερα δεν μπορώ γιατ' είμαι κάπως ταραγμένος.

Απ' τον Λιβάνιο πιο ελληνομαθής είναι βεβαίως.
Όμως καλλίτερος κι απ' τον Μελέαγρο; Δεν πιστεύω.



Α, Μέβη, τι Λιβάνιος! και τι βιβλία!
και τι μικρότητες!... Μέβη ήμουν χθες -
η τύχη τώφερε - κάτω απ' του Συμεών τον στύλο.

Χώθηκα ανάμεσα στους Χριστιανούς
που σιωπηλοί προσεύχονταν κ' ελάτρευαν,
και προσκυνούσαν· πλην μη όντας Χριστιανός
την ψυχική γαλήνη των δεν είχα -
κ' έτρεμα ολόκληρος και υπόφερνα·
κ' έφριττα, και ταράττομουν, και παθαινόμουν.

Α μη χαμογελάς· τριάντα πέντε χρόνια, σκέψου -
χειμώνα, καλοκαίρι, νύχτα, μέρα, τριάντα πέντε
χρόνια επάνω σ' έναν στύλο ζει και μαρτυρεί.
Πριν γεννηθούμ' εμείς - εγώ είμαι είκοσι ενιά ετών,
εσύ θαρρώ είσαι νεότερος μου -
πριν γεννηθούμ' εμείς, φαντάσου το,
ανέβηκεν ο Συμεών στον στύλο
κ' έκτοτε μένει αυτού εμπρός εις τον Θεό.

Δεν έχω σήμερα κεφάλι για δουλειά.-
Πλην τούτο, Μέβη, κάλλιο να το πεις
που ό,τι κι αν λεν οι άλλοι σοφισταί,
εγώ τον παραδέχομαι τον Λάμονα
για πρώτο της Συρίας ποιητή.