πένθος χαρωπόν= η βαθιά συναίσθηση και το υπέροχο βίωμα της μακαρίας χαρμολύπης , πού υπάρχει και εγκρύπτεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Αφορμή ένας στίχος του Ν. Καρούζου, από το ποίημα "απολέλυσαι της ασθενείας σου". Όλοι οι ποιητές , είτε το γνωρίζουν , είτε το αρνούνται,είτε το αγνοούν είναι λίγο πολύ χαρμολυπικοί.Η μακαρία χαρμολύπη όμως εντοπίζεται απόλυτα μόνο στους βιωματικούς μυστικούς της ορθόδοξης πνευματικότητας.

Τρίτη

προς τον Ιορδάνην

προς τον Ιορδάνην
 
 
 
 
 
Λαμπρὰ μὲν ἡ παρελθοῦσα Ἑορτή, λαμπροτέρα δὲ Σωτὴρ ἡ ἐπερχομένη. 
 
Ἐκείνη Ἄγγελον ἔσχεν εὐαγγελιστήν, καὶ αὓτη Πρόδρομον εὗρε προετοιμαστήν. 
 
Ἐν ἐκείνῃ, αἱμάτων ἐκχεομένων, ὡς ἄτεκνος ὠδύρετο ἡ Βηθλεέμ,
 
 ἐν ταύτῃ, ὑδάτων εὐλογουμένων, πολύτεκνος γνωρίζεται ἡ Κολυμβήθρα. 
 
Τότε Ἀστὴρ τοὺς Μάγους ἐμήνυσε, νῦν δὲ Πατὴρ κόσμῳ σε ὑπέδειξεν, 
 
 
ὁ σαρκωθείς, καὶ πάλιν ἐρχόμενος ἐμφανῶς, Κύριε δόξα σοι.



 
 
από την υμνολογία της β΄ιανουαρίου

Δευτέρα

μ. σαχτούρης-χριστούγεννα 1948



Σημαία
ακόμη
τα δίκανα στημένα στους δρόμους
τα μαγικά σύρματα
τα σταυρωτά
και τα σπίρτα καμένα
και πέφτει η οβίδα στη φάτνη
του μικρού Χριστού
το αίμα το αίμα το αίμα
εφιαλτικές γυναίκες
με τρυφερά κέρινα
χέρια
απεγνωσμένα
βόσκουν
στην παγωνιά
καταραμένα πρόβατα
με το σταυρό
στα χέρια
και το τουφέκι της πρωτοχρονιάς
το τόπι
ο σιδηρόδρομος της λησμονιάς
το τόπι του θανάτου

Σάββατο

μ.σαχτούρης- τα λυπημένα χριστούγεννα των ποιητών



συρία




Στην Ελένη Θ. Κωνσταντινίδη

Είναι τα λυπημένα Χριστούγεννα 1987
είναι τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987
ναι, τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!
σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα…
Ά! ναι είναι πάρα πολλά.
Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Διονύσιος Σολωμός
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Νίκος Εγγονόπουλος
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Μπουζιάνης
πόσα ο Σκλάβος
πόσα ο Καρυωτάκης
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα
πέρασε ο Σκαλκώτας
πόσα
πόσα
Δυστυχισμένα Χριστούγεννα των Ποιητών.


Παρασκευή

αλεξ.παπαδιαμάντης-η ντελησυφέρω

ΠΩΣ ΕΒΙΑΣΘΗ κ' εσήμαινε τόσον ενωρίς, ο παπα-Mανωλής ο Σιρέτης, την ακολουθίαν των Χριστουγέννων; 'Η ύπνον δεν θα είχε, ή τ' ωρολόγι του είχε σταματήσει, ή το ξυπνητήρι του τον εγέλασε. Άλλες χρονιές η καμπάνα εβαρούσε τέσσερες ώρες να φέξη, τώρα εχτύπησε βαθιά τα μεσάνυχτα. Κ' η θεια-Μαριώ η Χρήσταινα, η κοινώς λεγομένη Ντελησυφέρω, μόλις είχε κλείσει τ' όμμα εις ελαφρόν ύπνον, καί αμέσως την εξύπνησε των κωδώνων η χαρμόσυνος κλαγγή. Κι αυτή οπού τις άλλες χρονιές ήτον επί ποδός μίαν ώραν αρχύτερα, πριν σημάνη, στολισμένη κ' έτοιμη, δια να πάη με την ώραν της να πιάση και το στασίδι της, εις το διαμέρισμα των ηλικιωμένων γυναικών -το οποίον ευρίσκετο χωριστά από τον ανώγειον γυναικωνίτην, εις το επίπεδον του ναού, κατά την βορειοδυτικήν γωνίαν-, τώρα μόλις θα πρόφθανε να ενδυθή και να ετοιμασθή και θα έτρεχε με βίαν, μήπως προλάβη καμμία άλλη, από εκείνας που πηγαίνουν εις την εκκλησίαν δύο φορές τον χρόνον, δια να δείξουν τα στολίδία τους, και της πάρη με αδιακρισίαν το στασίδι της.
Εσηκώθη, ενδύθη κ' εστολίσθη, κ' εφόρεσε την μακράν μεταξωτήν μανδήλαν της. εσήκωσε τον μικρόν εγγονόν της, τον ένιψε, τον εστόλισε, άφησε την νύμφην της, την χήραν, να κοιμάται μαζί με το μικρόν κοράσιόν της, άναψε το φαναράκι της κ' εξήλθε, συνοδευομένη από τον εγγονόν της. Κ' είχε δίκαιον να ανησυχή δια το στασίδι, διότι οι περισσότερες, οι τωρινές, είναι βιλάνες, σούσες-μαρούσες, αναφάνταλες, αστάνευτες. Δεν ξέρει καθεμιά την αράδα της. Αυτή, δια να ξέρη καλά την δική της και να προσπαθή με πάντα τρόπον να την φυλάξη, της έβγαλαν κι αυτό το παρεγκώμι, και την είπαν Ντελησυφέρω. Οι τωρινές, ενόμιζαν τάχα πως ήτον «ντελήδισσα για το συμφέρο της» και δεν ενθυμούντο πλέον τα παραμύθια της κυρούλας τους: «Κίνησ' ο βασιλιάς να πάη στο σεφέρι», οπού θα πη εκστρατεία, πόλεμος.
Και τω όντι, με το ν' αγαπά τον πόλεμον η θεια-Μαριώ η Χρήσταινα, απεδεικνύετο, χωρίς να το ηξεύρη συμφωνοτάτη με τον παλαιόν, όστις είπε: «Πόλεμος πάντων πατήρ». Πόλεμον εις όλην την γυναικείαν σφαίράν της, πόλεμον καί εις την δικαιοδοσίαν την ανδρικήν ακόμη, όπου εχρειάσθη να έχη μέγα φρόνημα και θάρρος π Χρήσταινα, χηρεύουσα νέα, αναγκασμένη να είναι και πατέρας και μάννα δια τα ορφανά της. Έπειτα, όταν ο υιός της απέθανε και της άφησε δευτέραν ορφάνια, και πάππος και μάμμη δια τα εγγόνια της. Πόλεμον εις την οικίαν δια να επιβάλλη την πειθαρχίαν εις τα τέκνα της ή εις την νύμφην της, ή εις τα τέκνα των τέκνων της, πόλεμον εις την αυλήν και εις τον δρόμον δια να σωφρονίση την γειτόνισσαν ήτις την ενωχλούσε - πόλεμον εις τον φούρνον δια τα ψωμιά, πόλεμον εις τον ελαιώνα, με τους κακούς γείτονας. πόλεμον εις την αγοράν με τους αισχροκερδείς καπήλους και τοκογλύφους, πόλεμον εις τα δημόσια γραφεία και τ' αρχεία με τους καταπιεστάς υπαλλήλους και εισπράκτορας. πόλεμον εις την εκκλησίαν δια το στασίδι και δια την «αράδα της».
Ητον υψηλή, ισχνή, μελαψή και ρωμαλέα. Άνδρας εις την ζωήν της θα είχε δείρει, κατά καιρούς, πέντε ή εξ. ένα πλεονέκτην γείτονα εις τα κτήματά της, ένα μικρέμπορον οπού της «επανώγραφε» τα ολίγα βερεσέδια της, ένα νέον χωροφύλακα, κ' ένα εισπράκτορα του δημοσίου, οπού της εζήτει, καθώς ισχυρίζετο αυτή, δύο φορές τον ίδιον φόρον. Γυναίκες είχε δείρει παραπολλάς εις τον φούρνον και εις ένα αυλόγυρον, όπου άπλωναν τα πλυμένα ρούχα, και εις την εξοχήν, κι αλλού, και μίαν εις την εκκλησίαν. Ευτυχώς, αυτήν την φοράν, εκείνη ήτις είχε τολμήσει να της πάρη το στασίδι της -πρέπει να ήτον πολύ άπειρος, διότι άλλως δεν θα ετόλμα να τα βάλη με την Ντελησυφέρω- ίσως διότι το έκαμεν εξ αγνοίας, εφάνη λίαν ενδοτική. άμα είδε την γραίαν, με την μακράν μεταξωτήν μανδήλαν, και το βλοσυρόν βλέμμα, να επέρχεται, ως θύελλα, κατ' ευθείαν προς αυτήν (μία γείτων κάτι της εψιθύρισεν εις το ωτίον), εξήλθε και παρεχώρησε την θέσιν. - Έλα, θεια-Μαργώ, είπεν. εγώ δεν το 'ξευρα, πλιο, πως ήτον δικό σου το στασίδι. Και το επεισόδιον έληξε μετ' ολίγους ψιθυρισμούς. Δεν συνέβη, την χρονιάν εκείνην, ούτε δάρσιμον, ούτε μαλλιοτράβηγμα εις το διαμέρισμα των γηραιών γυναικών .
Eις την αντικρινήν, την νοτιοδυτικήν γωνίαν του ναού, εφαίνοντο μερικά πρόσωπα ανδρών να μειδιούν, και άλλοι να μορφάζουν. Κάτι άλλο συνέβαινε.
Δύο παράξενοι γέροι, ο Νταραδήμος, και ο καπετάν Γιώργος ο Κονόμος, είχον την μανίαν, ο μεν πρώτος ν' απαγγέλλη, με φωνήν αρκούντως ακουστήν, πριν να τα είπη ακόμη ο παπάς ή ο ψάλτης ή ο διαβαστής, πότε ως να εβοήθει τον ψάλτην μακρόθεν, όλα τα μέρη της ακολουθίας, τροπάρια, ψαλμούς, αιτήσεις, εκφωνήσεις. ο δε δεύτερος να δεικνύη ότι δεν ανέχεται την μανiαν αυτήν και να την σκώπτη και να την χλευάζη. Ο Νταραδήμος, εις το γωνιαίον ακριβώς στασίδι έλεγεν ως να ήτο uποβολεύς: - «Ο Θεός, ο Θεός μου, προς σε ορθρίζω. εδίψησέ σε η ψυχή μου». Και ο προεστώς του χορού, εις το γιουδέκι άνωθεν του δεσποτικού, επανελάμβανεν. - «Ο Θεός, ο Θεός μου, προς σε ορθρίζω».
Και ο Κονόμος όστις ευρίσκετο δύο ή τρία στασίδια παρε μπρός, στρεφόμενος προς τους περί αυτόν. - Τ' ακούτε, χριστιανοί;... τ' ακούσατε; και δεν ξέραμε να τον παίρναμε αποβραδύς στα σπίτια μας, να μας τα πη όλα!... Θα γλυτώναμε απ' τον κόπο να 'ρθούμε στην εκκλησιά.
Και οι χριστιανοί μετά δυσκολίας έπνιγον τους γέλωτας.
Είτα πάλιν, όταν ο ψάλτης ήρχισε: - «Δεύτε ίδωμεν πιστοί, πού εγεννήθη ο Xριστός...» Ο Νταραδήμος συνέψαλλε μαζί του, και ο γερο-Κονόμος: - Τον ακούτε, βρε παιδιά... ανόητοι που παν και κοπιά ζουν για να μάθουν ψαλτικά... δεν τον παίρνουν δάσκαλο, να τους μάθη τζάμπα!
Και οι παρεστώτες ακουσίως εμειδίων.
Ακολούθως, μίαν στιγμήν πριν ο παπα-Mανωλής να εκφωνήση: «Συ γαρ ει ο Bασιλεύς της ειρήνης...», ο Νταραδήμος απήγγελλε: «Συ γαρ ει ο Bασιλεύς...» Κι ο γερο-Κονόμος: - Τ' ακούσατε, χριστιανοί; Δυο λειτουργίες κάνουμε τώρα... Πάνε και σκοτίζονται και πληρώνουν για να γένουν παπάδες... δεν βάζουν τον Νταραδήμο, που είναι ο ίδιος και παπάς και διάκος και ψάλτης.
Μετά πέντε λεπτά κάποιος μικρός συγκλονισμός εφάνη εντός του χορού, μεταξύ του κύκλου ολίγων μαγκών και μαθητών του Ελληνικού σχολείου, οίτινες περιεβόμβουν τα αναλόγια. Επρόκειτο να κανοναρχήσουν τας «προαιρέσεις». Τον ειρμόν της θ΄ ωδής, όστις τελιώνει εις τας λέξεις «όση πέφυκεν η προαίρεσης, δίδου», άδηλον αν ο κυρ Αναγνώστης της Ευγενίτσας ή ο μπαρμπ' Αναγνώστης ο Παρθένης ή άλλος τις προγενέστερος αυτού, τον ηρμνήνευσεν ότι εσήμαινε να δίδωνται, χάριν της ημέρας, προαιρετικά φιλοδωρήματα εις τον κανονάρχον, και είχεν εισαχθεί έθιμον, όταν το παιδίον το κανοναρχούν ετελείωνε τον στίχον εκείνον, να περιέρχεται τείνον ανοικτόν το Μηναίον, προς τους προεστούς και άλλους κατόχους των στασιδίων, οίτινες εφιλοτιμούντο να ρίπτωσιν εντός του βιβλίου αργυρά κέρματα, τουρκικά, σπανίως κανέν σβάντζικον, δια ν' «ασημώσουν» τον κανονάρχον. Αυτήν την νύκτα ηθέλησεν επιμόνως να «πη τας προαιρέσεις», ο γυιός του παπα-Μανωλή, ο Αλέκος, και ήρπασεν αυθαιρέτως το Μηναίον από τας χείρας του άλλου Αλέκου, όστις ήτο ανεψιός του προεστού και γυιός του ψάλτου. Είτα, όταν ο Αλέκος εκανονάρχησεν έως το «δεινόν παιδοκτόνον εγκατέλιπον παιζόμενον» πριν αρχίση το «Στέργειν μεν ημάς» μετεμελήθη κι έκραξε τον συνονόματόν του. - Τι Θέλεις; - Δεν λέω εγώ τας «προαιρέσεις» ντρέπουμαι. πες τις εσύ. Ο άλλος Αλέκος ήρπασεν απλήστως το Μηναίον, κ' εκανονάρχησε τας «προαιρέσεις». Ευθύς τότε έτρεξε γύρω γύρω τείνων το βιβλίον δια να τον ασημώσουν. Εκεί κάτω από το Δεσποτικόν, εν αγυιόπαιδον εξάμωσε την χείρα δια να του αρπάση ένα πενηνταράκι. Ο Αλέκος έκαμε να κλείση το Μηναίον. Άλλος μάγκας, ο Αλλοιβαβαίος καλούμενος, κατέφερεν ένα κτύπον εις το βιβλίον και το ανέτρεψε. Τα αργυρά κέρματα εχύθησαν μετά κρότου κάτω εις τας πλάκας. Δύο ή τρία παιδία έκυψαν μετά θορύβου κάτω αναζητούντα να εύρουν τ' αργυρά νομίσματα. Ο πλέον κερδισμένος απ' όλους εβγήκεν ο Νικολός του Διανέλου, όστις χωρίς να λάβη τον κόπον να κύψη κάτω, είδεν εν σβάντζικον και δύο άλλα μικρότερα κέρματα, κ' επρόφθασε να τα πλακώση με το πέλμα των ποδών του. Έπειτα, αναβλέψας και ιδών τους γέρους να σταυροκοπούνται -επειδή την στιγμήν εκείνην εψάλλετο το ακροτελεύτιον «την χάριν δε, Παρθένε, νέμοις άχραντε, προσκυνήσαι το κλέος», τους εμιμήθη κι αυτός, με πολλήν ευλάβειαν.
Τέλος, εμβήκαν εις την καθ' αυτό λειτουργίαν, ήτις διεξήχθη πολύ σύντομα. Περί το τέλος ακριβώς, πριν ο παπάς είπη το «Μετά φόβου Θεού», κάτω από το τελευταίον στασίδιον, ηκούσθη και πάλιν η φωνή του γερο-Νταραδήμου: - Κύριε, Κύριε, άνοιξον ημίν... «Μετά φόβου Θεού, πίστεως!... Ευλογημένος ο ερχόμενος... Ο γερο-Κονόμος, στραφείς με την μίαν πλάτην προς αυτόν, έκαμε μισόν σταυρόν. - Κύριε ελέησον' .... προσκυνάτε, χριστιανοί!... καταδώ, κατά τον Νταραδήμο, γυρίστε!
Κ' επήγε ν' ασπασθή και να λάβη το αντίδωρον.
Εξω, εις τα στενά σοκάκια του βορείου υψηλού χωρίου, ολίγον είχε πιάσει το χιόνι, εμαίνετο ο βορράς. Ο Νταραδήμος είχεν ανάψει το φαναράκι του, ο καπετάν Κονόμος τον ηκολούθει μακρόθεν. - Καρτέρει κ' εμένα, Δήμο, να μ' φέξης λιγάκι.
Όπισθεν του γερο-Κονόμου ήρχετο η Χρήσταινα η Ντελησυφέρω με τον εγγονόν της.
- Καλή χρονιά γείτονα, βοήθειά μας ο Xριστός! - Καλή ψυχή, γειτόνισσα!
Επροχώρησαν ομού ολίγα βήματα. Έφθασαν εις την αυλήν της οικίας του γερο-Κονόμου. - Έρχεσαι να κάμουμε μια δουλειά, Δήμο; λέγει ούτος. Εσένα η γριά σ' βαριέται, δεν θα σόχη ζεστασιά. Εμένα η Κονόμισσα θα μόχη κάτι τι. Aνεβαίνεις; Εγώ δεν έχω ύπνο. - Καλά, θα σας στείλω κ' εγώ τηγανίτες αλειψές, είπεν η Ντελησυφέρω. - Μετά χαράς θα τις δεχτούμε, γειτόνισσα.
Ανέβηκαν οι δύο εις το αρχοντικόν του γερο-Κονόμου.
Εστρώθησαν εις τα πλούσια μεντέρια, σιμά εις το παφλάζον πυρ της εστίας. τα φουσκάκια (ή τους λοκμάδες) τα είχε έτοιμα η γερόντισσα. Το φαγί το είχε κατεβασμένο, και δεν είχε ρίψει το ρύζι δια την σούπαν, πριν έλθη ο γέρος να της πη. Μετά δέκα λεπτά έφθασεν η Ντελησυφέρω, φέρουσα και τηγανίτες. Φαίνεται θα τις είχεν έτοιμες η χήρα, η νύφη της. Μετ' ολίγον ήλθε και ο παπα-Μανωλής, όστις τώρα μόλις ετελείωσεν από την εκκλησίαν, ακολουθούμενος από τον υιόν του Αλέκον, τον οποίον συνώδευε και ο άλλος Αλέκος. Ερρίφθησαν εις τα φουσκάκια. Ο Αλέκος του παπά δάγκανεν εν, εκαίετο και το εφύσα. Ο άλλος ο συνονόματός του, έτρωγεν ανά δύο-δύο, χωρίς να καίεται.
Η φιάλη με την μαστίχαν έκαμε δύο-τρεις γύρους.
Τέλος ο γερο-Κονόμος λέγει εις τον Νταραδήμον: - Θα μας πης τώρα και κανένα τροπαράκι για την καλή χρονιά; Μην εξέχασαν κανένα οι ψάλτηδες και δεν το είπαν; - Αληθινά, είπεν ο Νταραδήμος, απαράτησαν ένα μεγαλυνάριο, δεν ξέρω πώς τους ήρθε. «Μεγάλυνον, ψυχή μου, την Αγνήν Παρθένον, την γεννησαμένην Xριστόν τον Βασιλέα». Μυστήριον ξένον...

Τρίτη

Κάλαντα Χριστουγέννων Κρήτης






Ἦχος πλ. δ´. Ῥυθμὸς τετράσημος.

Καλὴν ἑσπέραν ἄρχοντες κι ἂν εἶναι ὁρισμός σας,
Χριστοῦ τὴν θεία γέννηση νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.
Χριστὸς γεννᾶται σήμερον ἐν Βηθλεὲμ τῇ πόλει,
οἱ οὐρανοὶ ἀγάλλονται, χαίρετ᾿ ἡ φύσις ὅλη.
Ἐν τῷ σπηλαίῳ τίκτεται, ἐν φάτνῃ τῶν ἀλόγων
ὁ βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν καὶ ποιητὴς τῶν ὅλων.

Κερὰ καμαροτράχηλη καὶ φεγγαρομαγούλα
καὶ κρουσταλλίδα τοῦ γιαλοῦ καὶ πάχνη ἀπὸ τὰ δέντρα,
ἀποὺ τὸν ἔχεις τὸν ὑγυιὸ τὸ μοσχοκανακάρη
λούζεις τον καὶ στολίζεις τον καὶ ῾ς τὸ σκολειὸ τὸν πέμπεις.
Κι ὁ δάσκαλος τὸν ἔδειρε μ᾿ ἕνα χρυσὸ βεργάλι
καὶ ἡ κυρὰ δασκάλισσα μὲ τὸ μαργαριτάρι.

Εἴπαμε δὰ γιὰ τὴν κερά, ἂς ποῦμε γιὰ τὴν βάγια:
Ἄψε βαγίτσα τὸ κερὶ , ἄψε καὶ τὸ διπλέρι
καὶ κάτσε καὶ ντουσούντιζε εἴντα θὰ μᾶς ε-φέρεις,
γι᾿ ἀπάκι, γιὰ λουκάνικο, γιὰ χοιρινὸ κομμάτι,
γι᾿ ἀπάκι, γιὰ λουκάνικο, γιὰ ἀγριμιοῦ κομμάτι,
κι ἀπὸ τὸν πίρο τοῦ βουτσιοῦ νὰ πιοῦμε μία γεμάτη.

Κι ἀπὸ τὴν μαύρη ὄρνιθα κανένα αὐγουλάκι
Κι ἂν τό ῾χει κάμει ἡ γαλανὴ ἂς εἶναι ζευγαράκι.
Κι ἀπὸ τὸ πιθαράκι σου λάδι ῾να κουρουπάκι
κι ἂν εἶναι ἀκροπλιάτερο βαστοῦμε καὶ τ᾿ ἀσκάκι.
Φέρε πανιέρι κάστανα, πανιέρι λεπτοκάρυα,
καὶ φέρε καὶ γλυκὸ κρασὶ νὰ πιοῦν τὰ παλληκάρια.

Κι ἂν εἶναι μὲ τὸ θέλημα ἄσπρη μου περιστέρα,
ἀνοίξατε τὴν πόρτα σας νὰ ποῦμε καλησπέρα.
Δῶστε μας γιὰ τὸν κόπο μας, ὅτι ῾ναι ὁ ὁρισμός σας
καὶ ὁ Χριστός μας πάντοτε νὰ εἶναι βοηθός σας.

Καὶ εἰς ἔτη πολλά.




 

Κυριακή

φ.κόντογλου-παραμονή χριστούγεννα




Κρύο τάντανο ἔκανε, παραμονὴ Χριστούγεννα. Ὁ ἀγέρας σὰ νά ῾τανε κρύα φωτιὰ κι ἔκαιγε. Μὰ ὁ κόσμος ἤτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Εἶχε βραδιάσει κι ἀνάψανε τὰ φανάρια μὲ τὸ πετρόλαδο. Τὰ μαγαζιὰ στὸ τσαρσὶ φεγγοβολούσανε, γεμάτα ἀπ᾿ ὅλα τὰ καλά. Ὁ κόσμος μπαινόβγαινε καὶ ψώνιζε· ἀπὸ τό ῾να τὸ μαγαζὶ ἔβγαινε, στ᾿ ἄλλο ἔμπαινε. Κι ὅλοι χαιρετιόντανε καὶ κουβεντιάζανε μὲ γέλια, μὲ χαρές.
Οἱ μεγάλοι καφενέδες ἤτανε γεμάτοι καπνὸ ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ φουμάριζε. Ὁ καφενὲς τ᾿ Ἀσημένιου εἶχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Εἶχε μέσα δύο σόμπες, καὶ τὰ τζάμια ἤτανε θαμπά, ἀπ᾿ ὄξω ἔβλεπες σὰν ἤσκιους τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ μουστερῆδες εἴχανε βγαλμένες τὶς γοῦνες ἀπὸ τὴ ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραῖοι.
Κάθε τόσο ἄνοιγε ἡ πόρτα καὶ μπαίνανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα. Ἄλλα μπαίνανε, ἄλλα βγαίνανε. Καὶ δὲν τὰ λέγανε μισὰ καὶ μισοκούτελα, μὰ τὰ λέγανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἴσαμε τὸ τέλος, μὲ φωνὲς ψαλτάδικες, ὄχι σὰν καὶ τώρα, ποὺ λένε μοναχὰ πέντε λόγια μπρούμυτα κι ἀνάσκελα, καὶ κεῖνα παράφωνα.
Ἀντίκρυ στὸν μεγάλον καφενὲ τ᾿ Ἀσημένιου ἤτανε κάτι φτωχομάγαζα, τσαρουχάδικα, ψαθάδικα καὶ τέτοια. Ἴσια-ἴσια ἀντίκρυ στὴ μεγάλη πόρτα τοῦ καφενὲ ἤτανε ἕνα μικρὸ καφενεδάκι, τὸ πιὸ φτωχικὸ σ᾿ ὅλη τὴν πολιτεία, μία ποντικότρυπα.
Ἐνῷ ὁ μεγάλος ὁ καφενὲς φεγγολογοῦσε καὶ τὰ τζάμια ἤτανε θολὰ ἀπὸ τὴ ζέστη, ἡ ποντικότρυπα ἤτανε σκοτεινή, γιατὶ ἡ λάμπα, μία λάμπα τσιμπλιασμένη, μία ἄναβε, μία ἔσβηνε, ὅπως ἔμπαινε ὁ χιονιᾶς ἀπὸ τὰ σπασμένα τζάμια τῆς πόρτας. Ἡ φιτιλήθρα ἤτανε στραβοβιδωμένη καὶ τσαλαπατημένη σὰν τὸ μοῦτρο τοῦ καφετζῆ, τοῦ μπαρμπα-Γιαννακοῦ τοῦ Χατζῆ, τὸ φιτίλι στραβοκομμένο, τὸ γυαλὶ σπασμένο ἀπὸ τό ῾να μάγουλο καὶ στὴν τρύπα εἴχανε κολλημένο ἕνα κομμάτι ταραμαδόχαρτο. Βάλε μὲ νοῦ σου τί φῶς ἔδινε μία τέτοια λάμπα! Κάτω τὰ σανίδια ἤτανε σάπια καὶ τρίζανε. Στὸν τοῖχο ἤτανε κρεμασμένα δύο-τρία παμπάλαια κάντρα, καπνισμένα σὰν ἀρχαῖα εἰκονίσματα: τό ῾να παρίστανε τὸν Μέγα Πέτρο μέσα σὲ μία βάρκα ποὺ τὴν ἔδερνε ἡ φουρτούνα, τ᾿ ἄλλο τὸν μάντη Τειρεσία ποὺ μιλοῦσε μὲ τὸν Ἀγαμέμνονα, τ᾿ ἄλλο τὸν Παναγῆ τὸν Κουταλιανὸ ποὺ πάλευε μὲ τὴν τίγρη.
Ἡ πελατεία ἤτανε συνέχεια μὲ τὸ καφενεῖο. Ὅλοι-ὅλοι ἤτανε πέντ᾿ - ἕξι γέροι σκεβρωμένοι, σαράβαλα, μὲ κάτι τρύπιες γοῦνες ποὺ δὲν τὶς ἔπιανε ἀγκίστρι. Δύο-τρεῖς ἤτανε γιαλικάρηδες, δηλαδὴ εἴχανε καμιὰ σάπια βάρκα καὶ βγάζανε θαλασσινὰ γιὰ μεζέδες, ποὺ τὰ λέγανε γιαλικά, γιατὶ βρίσκουνται στὸ γιαλό, δηλαδὴ στὰ ρηχὰ νερά. Οἱ ἄλλοι ἤτανε φρουκαλάδες, δηλαδὴ κάνανε φρουκαλιές. «Ἤτανε καὶ κανένας νεροκουβαλητὴς καὶ κανένας καρβουνιάρης. Νά, αὐτὴ ἤτανε ἡ πελατεία.
Ὁ βοριᾶς ἔμπαινε μέσα μὲ τὴν τρούμπα, καὶ στριφογύριζε τὴ λάμπα ποὺ κρεμότανε ἀπὸ τὸ μαυρισμένο ταβάνι, κι ἀναβόσβηνε. Ἀπὸ τὸ κρύο τρέμανε οἱ γέροι καὶ χουχουλίζανε τὰ χέρια τους, τὰ βάζανε κι ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸ τσιγάρο, τάχα γιὰ νὰ ζεσταθοῦνε.
Ὁ φουκαρὰς ὁ καφετζής, γιὰ νὰ μὴν παγώσει, ἔκανε σουλάτσο, πηγαινοερχότανε ἀπὸ τὸ τεζάκι ἴσαμε τὴν πόρτα, μὲ τὴν παλιογούνα ριχμένη ἀπὸ πάνω του καί, γιὰ νὰ δώσει κουράγιο στὴν πελατεία, ἐκεῖ ποὺ σουλατσάριζε, τὸν ἐπίανε τὸ σύγκρυο καὶ χτυπούσανε τὰ κατωσάγονά του, κι ἕσφιγγε ἀπάνω του τὴν παλιοπατατούκα του κι ἔλεγε:
— Ἐεεέχ! Μωρὲ ζεστὸ ποὺ εἶναι τὸ καφενεδάκι μας!...
Ὕστερα γύριζε κι ἔδειχνε τὸν μεγάλον καφενέ, ποὺ καπνίζανε κάργα οἱ σόμπες, κι ἔλεγε:
— Ἀντίκρυ, σκυλὶ ψοφᾶ ἀπὸ τὸ κρύο..., σκυλὶ ψοφᾶ!
Ὁ καημένος ὁ μπαρμπα-Χατζῆς!
Ἀπ᾿ ὄξω περνοῦσε κόσμος βιαστικός, μὲ γέλια καὶ μὲ χαρές. Ἀπὸ ῾δῶ κι ἀπὸ ῾κεῖ ἀκουγόντανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα στὰ μαγαζιά.
Ἡ ὥρα περνοῦσε κι ἀνάριευε σιγὰ-σιγὰ ὁ κόσμος. Τὰ μαγαζιὰ σφαλοῦσαν ἕνα-ἕνα. Μοναχὰ μέσα στὰ μπαρμπεριὰ ξουριζόντανε ἀκόμα κάτι λίγοι.
Στὸ τσαρσὶ λιγόστευε ἡ φασαρία, μὰ στοὺς μαχαλάδες γυρίζανε τὰ παιδιὰ μὲ τὰ φανάρια καὶ λέγανε τὰ κάλαντα στὰ σπίτια. Οἱ πόρτες ἤτανε ἀνοιχτές, οἱ νοικοκυραῖοι, οἱ νοικοκυρᾶδες καὶ τὰ παιδιά τους, ὅλοι ἤτανε χαρούμενοι, κι ὑποδεχόντανε τοὺς ψαλτάδες, καὶ κεῖνοι ἀρχίζανε καλόφωνοι σὰν χοτζᾶδες:
Καλὴν ἑσπέραν, Ἄρχοντες, ἂν εἶναι ὁρισμός σας,
Χριστοῦ τὴν θείαν γέννησιν νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.

Χριστὸς γεννᾶται σήμερον ἐν Βηθλεὲμ τῇ πόλει,
οἱ οὐρανοὶ ἀγάλλονται, χαίρει ἡ κτίσις ὅλη...

Κι ἀφοῦ ξιστορούσανε ὅσα λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, τὸν Ἰωσήφ, τοὺς ἀγγέλους, τοὺς τσομπάνηδες, τοὺς μάγους, τὸν Ἡρώδη, τὸ σφάξιμο τῶν νηπίων καὶ τὴν Ῥαχὴλ ποὺ ἔκλαιγε τὰ τέκνα της, ὕστερα τελειώνανε μὲ τοῦτα τὰ λόγια:
Ἰδοὺ ὁποὺ σᾶς εἴπαμεν ὅλην τὴν ἱστορίαν,
τοῦ Ἰησοῦ μας τοῦ Χριστοῦ γέννησιν τὴν ἁγίαν.

Καὶ σᾶς καλονυκτίζομεν, πέσετε κοιμηθεῖτε,
ὀλίγον ὕπνον πάρετε καὶ πάλιν σηκωθεῖτε.

Καὶ βάλετε τὰ ροῦχα σας, εὔμορφα ἐνδυθεῖτε,
στὴν ἐκκλησίαν τρέξατε, μὲ προθυμίαν μπεῖτε.

Ν᾿ ἀκούσετε μὲ προσοχὴν ὅλην τὴν ὑμνωδίαν
καὶ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν τὴν θείαν λειτουργίαν.

Καὶ πάλιν σὰν γυρίσετε εἰς τὸ ἀρχοντικόν σας,
εὐθὺς τραπέζι στρώσετε, βάλτε τὸ φαγητόν σας.

Καὶ τὸν σταυρόν σας κάμετε, γευθεῖτε, εὐφρανθεῖτε,
δότε καὶ κανενὸς πτωχοῦ, ὅστις νὰ ὑστερεῖται.

Δότε κι ἐμᾶς τὸν κόπον μας, ὅ,τ᾿ εἶναι ὁρισμός σας,
καὶ ὁ Χριστός μας πάντοτε νὰ εἶναι βοηθός σας.

Καὶ εἰς ἔτη πολλά.
Νπαίνανε στὸ σπίτι μὲ χαρά, βγαίνανε μὲ πιὸ μεγάλη χαρά. Παίρνανε ἀρχοντικὰ φιλοδωρήματα ἀπὸ τὸν κουβαρντᾶ τὸν νοικοκύρη, κι ἀπὸ τὴ νοικοκυρὰ λογιῶ-λογιῶν γλυκά, ποὺ δὲν τὰ τρώγανε, γιατὶ ἀκόμα δὲν εἶχε γίνει ἡ Λειτουργία, ἀλλὰ τὰ μαζεύανε μέσα σὲ μία καλαθιέρα.
Ἀβραμιαῖα πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οἱ ἄνθρωποι καὶ γινήκανε σὰν ξερίχια ἀπὸ τὸν πολιτισμό! Πᾶνε τὰ καλὰ χρόνια!
Ὅλα γινόντανε ὅπως τά ῾λεγε τὸ τραγούδι: Πέφτανε στὰ ζεστά τους καὶ παίρνανε ἕναν ὕπνο, ὥσπου ἀρχίζανε καὶ χτυπούσανε οἱ καμπάνες ἀπὸ τὶς δώδεκα ἐκκλησιὲς τῆς χώρας. Τί γλυκόφωνες καμπάνες! Ὄχι σὰν τὶς κρύες τὶς εὐρωπαϊκές, ποὺ θαρρεῖς πὼς εἶναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε ὅλοι, βάζανε τὰ καλά τους, καὶ πηγαίνανε στὴν ἐκκλησιά.
Σὰν τελείωνε ἡ Λειτουργία, γυρίζανε στὰ σπίτια τους. Οἱ δρόμοι ἀντιλαλούσανε ἀπὸ χαρούμενες φωνές. Οἱ πόρτες τῶν σπιτιῶν ἤτανε ἀνοιχτὲς καὶ φεγγοβολούσανε. Τὰ τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ ἄσπρα τραπεζομάντηλα, κι εἴχανε πάνω ὅτι βάλει ὁ νοῦς σου. Φτωχοὶ καὶ πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οἱ ἀρχόντοι στέλνανε ἀπ᾿ ὅλα στοὺς φτωχούς. Κι ἀντὶς νὰ τραγουδήσουνε στὰ τραπέζια, ψέλνανε τὸ Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Ἀφοῦ εὐφραινόντανε ἀπ᾿ ὅλα, πλαγιάζανε «ξέγνοιαστοι, σὰν τ᾿ ἀρνιὰ ποὺ κοιμόντανε κοντὰ στὸ παχνί, τότες ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας.
Τώρα ἂς πᾶμε τὴν ἴδια βραδιὰ στὴν ἀντικρινὴ στεριά, ποὺ τρεμοσβήνουνε ἕνα-δύο μικρὰ φωτάκια, πέρα ἀπὸ τὸ πέλαγο ποὺ βογγᾶ ἀπὸ τὸν ἄγριο τὸν χιονιᾶ.
Εἶναι ἕνα μαντρὶ πίσω ἀπὸ μία ραχούλα κοντὰ στὴ θάλασσα, φυτρωμένη ἀπὸ πουρνάρια. Αὐτὸ τὸ μαντρὶ εἶναι τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου. Τὰ πρόβατα εἶναι σταλιασμένα κάτω ἀπὸ τὴ σαγιὰ καὶ ἀκούγουνται τὰ κουδούνια, τὶν-τίν, ὅπως ἀναχαράζουνε. Ἐπειδὴ γεννᾶνε, οἱ τσομπαναραῖοι παρὰ-φυλάγουνε καί, μόλις γεννηθεῖ κανένα ἀρνί, τ᾿ ἁρπᾶνε καὶ τὸ μπάζουνε στὸ καλύβι καὶ τὸ ζεσταίνουνε στὴ φωτιὰ νὰ μὴν παγώσει. Ἀπ᾿ ὄξω φωνάζουνε οἱ μαννάδες. Ἡ φωτιὰ ξελοχίζει καὶ τὸ καλύβι εἶναι σὰν χαμάμι.
Ἐκεῖ-μέσα βρίσκουνται ἓξ᾿-ἑφτὰ νοματέοι, καθισμένοι γύρω ἀπὸ τὸν σοφρᾶ. Πρῶτος εἶναι ὁ ἀρχιτσέλιγκας Γιάννης ὁ Βλογημένος, πού, ἅμα τὸν δεις, θαρρεῖς πῶς βρίσκεσαι ἀληθινὰ στὸ μαντρὶ ποῦ γεννήθηκε ὁ Χριστός. Εἶναι ἀρχαῖος ἄνθρωπος, ἀθῶος, μὲ γένια μαῦρα, σὰν ἅγιος. Τὰ ροῦχα ποὺ φορᾶ εἶναι βρακιὰ ἀνατολίτικα, στὰ ποδάρια του ἔχει τυλιγμένα πετσιὰ δεμένα μὲ λαγάρες, στὸ σελάχι του ἔχει ἤσκα καὶ τσακμάκι. Κι οἱ ἄλλοι τσομπάνηδες εἶναι σὰν τὸν Γιάννη, μονάχα ποὺ ὁ Γιάννης κάθεται μὲ τὸ πουκάμισο, ἐνῶ οἱ ἄλλοι, ἐπειδὴ βγαίνουνε ὄξω γιὰ νὰ κοιτάζουνε τὰ νιογέννητα, φορᾶνε προβιὲς προβατίσιες μὲ τὸ μαλλὶ γυρισμένο ἀπὸ μέσα.
Αὐτοὶ ποὺ κάθουνται στὸν σοφρᾶ εἶναι μουσαφιραῖοι. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Παναγῆς ὁ Στριγκάρος, κοντραμπατζῆς ξακουσμένος γιὰ τὴν παλικαριά του. Εἶχε πάγει γιὰ κυνήγι καὶ νυχτώθηκε στὸ μαντρί. Μὲ τὸν Γιάννη γνωριζόντανε ἀπὸ χρόνια, κι εἶχε κοιμηθεῖ πολλὲς φορὲς στὴ στάνη. Οἱ ἄλλοι τρεῖς ἤτανε καρβουνιάρηδες, ποὺ κάνανε κάρβουνα ἐκεῖ-κοντά. Οἱ ἄλλοι δύο ἤτανε ψαρᾶδες, ὁ γερο-Ψύλλος μὲ τὸ γιό του τὸν Κωσταντῆ.
Καθόντανε λοιπὸν γύρω στὸ σοφρᾶ καὶ τρώγανε. Ἀπάνω στὸ τραπέζι ἤτανε κρέατα, μυτζῆθρες ἀνάλατες, μανούρια, ἁγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι ἄλλα πουλιὰ τοῦ κυνηγιοῦ.
Ὁ ἕνας ὁ καρβουνιάρης ἤτανε ἀπὸ τὰ μπουγάζια τῆς Πόλης, ἀπὸ τὴ Μάδυτο, κι ἤξερε κι ἔψελνε καλά, εἶχε καὶ φωνὴ γλυκιὰ καὶ βαριά, τζουράδικη. Ἔψαλε τὸ Μεγάλυνον, ψυχή μου, μὲ τέτοιο μεράκι, ποὺ κλάψανε οἱ ἄλλοι ποὺ τὸν ἀκούγανε, κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος. Τὸ καλύβι γίνηκε σὰν ἐκκλησιά, ἔλεγες πὼς ἐκεῖ μέσα γεννήθηκε ὁ Χριστός.
Ἀπ᾿ ἔξω ὁ χιονιᾶς μούγκριζε καὶ τσάκιζε τὰ ρουπάκια. Ὁ γερο-Στριγκάρος καθότανε στὰ σκοτεινὰ συλλογισμένος καὶ μασοῦσε τὸ μουστάκι του. Φοροῦσε μία κατσούλα ἀπὸ ἀστραχάν, μ᾿ ὅλο ποὺ ἔκανε ζέστη, κι εἶχε χωμένη τὴν ἀπαλάμη τοῦ κάθε χεριοῦ του μέσα στ᾿ ἀνοιχτὸ μανίκι τ᾿ ἀλλουνοῦ χεριοῦ.
Γιὰ μία στιγμὴ σωπάσανε νὰ κουβεντιάζουνε. Ὁ Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε τὸ χῶμα. Κούνησε κάμποσο τὸ κεφάλι του, κι ἄνοιξε τὸ στόμα του κι εἶπε:
Βρὲ παιδιά, καλὰ ἐσεῖς, γιορτάζετε τὴ χάρη Του, εἴσαστε καλοὶ ἄνθρωποι. Ἂμ ἐγώ, τί ψυχὴ θὰ παραδώσω, ποὺ σκότωσα καμιὰ κοσαριὰ ἀνθρώπους; Ἀκόμα καὶ γυναῖκες ξεκοίλιασα, καὶ μωρὰ πράματα χάλασα!
Κανένας δὲ μίλησε. Ὕστερ᾿ ἀπὸ ὥρα, σὰν νά ῾τανε μοναχός, ξανακούνησε τὸ κεφάλι του κι ἀναστέναξε κι εἶπε:
«Ἄραγες ὑπάρχει Κόλαση καὶ Παράδεισο;...
Καὶ δάγκασε τὸ μουστάκι του. Ξανακούνησε τὸ κεφάλι του κι εἶπε μέσα στὸ στόμα του, σὰ νὰ μιλοῦσε μὲ τὸν ἑαυτό του:
Δὲν μπορεῖ! Κάτιτις θὰ ὑπάρχει…
Καὶ δὲν ξαναμίλησε.





εδώ

Σάββατο

γ.δροσίνης-νύχτα χριστουγεννιάτικη


Τὴν ἅγια νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη
λυγοῦν τὰ πόδια
καὶ προσκυνοῦν γονατιστὰ τὴ φάτνη τους
τ᾿ ἄδολα βώδια.

Κι᾿ ὁ ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται
καὶ λέει μὲ πίστη ἀπ᾿ τῆς ψυχῆς τ᾿ ἀπόβαθα,
Χριστὸς γεννιέται!

Τὴν ἅγια νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη
κάποιοι ποιμένες
ξυπνοῦν ἀπὸ φωνὲς ὕμνων μεσούρανες
στὴ γῆ σταλμένες.

Κι᾿ ἀκούοντας τὰ Ὡσαννὰ ἀπ᾿ ἀγγέλων στόματα
στὸ σκόρπιο ἀέρα,
τὰ διαλαλοῦν σὲ χειμαδιὰ λιοφώτιστα
μὲ τὴ φλογέρα.

Τὴν ἅγια νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη
- ποιὸς δὲν τὸ ξέρει; -
τῶν Μάγων κάθε χρόνο τὰ μεσάνυχτα
λάμπει τ᾿ ἀστέρι.

Κι᾿ ὅποιος τὸ βρεῖ μέσ᾿ στ᾿ ἄλλα ἀστέρια ἀνάμεσα
καὶ δὲν τὸ χάσει
σὲ μιὰ ἄλλη Βηθλεὲμ ἀκολουθῶντας το
μπορεῖ νὰ φτάσει.

Πέμπτη

Ἥλιε Υἱέ, πῶς σε κρύψω τοῖς σπαργάνοις;








Ἥλιε Υἱέ, πῶς σε κρύψω τοῖς σπαργάνοις; 

πῶς σε γαλουχῶ, πάσης φύσεως τροφέα; 

πῶς σε χερσὶ κατέχω, τὸν κρατοῦντα τὰ σύμπαντα; 

πῶς σοι ἀδεῶς ἐνατενίζω, ᾧ οὐ τολμᾷ ἐνατενίζειν, τὰ πολυόμματα;

η Ἀπειρόγαμος Χριστόν, κρατοῦσα ἐφθέγγετο.






προεόρτιον χριστουγέννων, ρωμανού μελωδού

Δευτέρα

κ.βάρναλης-οι πόνοι της παναγιάς

ιμ καρακάλλου


Ποῦ νὰ σὲ κρύψω, γιόκα μου, νὰ μὴ σὲ φτάνουν οἱ κακοί;
Σὲ ποιὸ νησὶ τοῦ Ὠκεανοῦ, σὲ ποιὰ κορφὴν ἐρημική;
Δὲ θὰ σὲ μάθω νὰ μιλᾷς καὶ τ᾿ ἄδικο φωνάξεις.
Ξέρω πῶς θἄχεις τὴν καρδιὰ τόσο καλή, τόσο γλυκή,
ποὺ μὲ τὰ βρόχια τῆς ὀργῆς ταχιὰ θενὰ σπαράξεις.

Σὺ θἄχεις μάτια γαλανά,θἄχεις κορμάκι τρυφερό,
θὰ σὲ φυλάω ἀπὸ ματιὰ κακὴ κι ἀπὸ κακὸν καιρό,
ἀπὸ τὸ πρῶτο ξάφνισμα τῆς ξυπνημένης νιότης.
Δὲν εἶσαι σὺ γιὰ μάχητες, δὲν εἶσαι σὺ γιὰ τὸ σταυρό.
Ἐσὺ νοικοκερόπουλο -ὄχι σκλάβος ἢ προδότης.

Τὴ νύχτα θὰ συκώνομαι κι ἀγάλια θὰ νυχοπατῶ,
νὰ σκύβω τὴν ἀνάσα σου ν᾿ ἀκῶ, πουλάκι μου ζεστὸ
νὰ σοῦ ῾τοιμάζω στὴ φωτιὰ γάλα καὶ χαμομήλι,
κ᾿ ὕστερα ἀπ᾿ τὸ παράθυρο μὲ καρδιοχτύπι νὰ κοιτῶ
ποὺ θὰ πηγαίνεις στὸ σκολιό με πλάκα καὶ κοντύλι.

Κι ἂν κάποτε τὰ φρένα σου μ᾿ ἀλήθεια, φῶς τῆς ἀστραπῆς,
χτυπήσει ὁ Κύρης τ᾿ οὐρανοῦ, παιδάκι μου νὰ μὴ τὴν πεῖς!
Θεριὰ οἱ ἀνθρώποι, δὲ μποροῦν τὸ φῶς νὰ τὸ σηκώσουν!
Δὲν εἶν᾿ ἀλήθεια πιὸ χρυσὴ σὰν τὴν ἀλήθεια τῆς σιωπῆς.
Χίλιες φορὲς νὰ γεννηθεῖς, τόσες θὰ σὲ σταυρώσουν!

Κυριακή

Έκτεινον σου την χείραν

ο βύθιος δράκων, από αγγλικό ψαλτήριον ιβ΄αιω.



Ἔκτεινόν σου τὴν χεῖρα, 
ἧς πάλαι ἔλαβον πεῖραν Αἰγύπτιοι πολεμοῦντες, 
 καὶ ῾Εβραῖοι πολεμούμενοι· 

μὴ καταλίπῃς ἡμᾶς, καὶ καταπίῃ ἡμᾶς θάνατος,
ὁ διψῶν ἡμᾶς, 
καὶ σατὰν ὁ μισῶν ἡμᾶς· 

ἀλλ᾿ ἔγγισον ἡμῖν, καὶ φεῖσαι τῶν ψυχῶν ἡμῶν,
ὡς ἐφείσω ποτὲ τῶν Παίδων σου, τῶν ἐν Βαβυλῶνι

ἀπαύστως ἀνυμνούντων σε, καὶ βληθέντων ὑπὲρ σοῦ εἰς τὴν κάμινον,

καὶ ἐκ ταύτης κραυγαζόντων σοι· 


Τάχυνον ὁ οἰκτίρμων, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, 
εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.







Οίκος του Κοντακίου των τριών παίδων και του προφήτη Δανιήλ, πού βρίσκεται στο μηναίο του Δεκεμβρίου (ιζ΄)
Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός





ν.γκάτσος-αθανασία




Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά
δε μου δίνεις σημασία κι η καρδιά μου πώς βαστά
Σ’ αγαπήσανε στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές
κι ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τούς χάρισες ποτές

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά
μα ήρθαν καιροί που σε πιστέψαμε βαθιά
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς
Ομορφονιά, που δε σε κέρδισε κανείς

Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά
ποια παράξενη θυσία η ζωή να σου χρωστά
Ήρθαν διψασμένοι Κροίσοι, ταπεινοί προσκυνητές
κι απ’ του κήπου σου τη βρύση δεν τους πότισες ποτές

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά
μα ήρθαν καιροί που σε πιστέψανε βαθιά
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς
Ομορφονιά, που δε σε κέρδισε κανείς