πένθος χαρωπόν= η βαθιά συναίσθηση και το υπέροχο βίωμα της μακαρίας χαρμολύπης , πού υπάρχει και εγκρύπτεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Αφορμή ένας στίχος του Ν. Καρούζου, από το ποίημα "απολέλυσαι της ασθενείας σου". Όλοι οι ποιητές , είτε το γνωρίζουν , είτε το αρνούνται,είτε το αγνοούν είναι λίγο πολύ χαρμολυπικοί.Η μακαρία χαρμολύπη όμως εντοπίζεται απόλυτα μόνο στους βιωματικούς μυστικούς της ορθόδοξης πνευματικότητας.

Κυριακή

άλκης αλκαίος-στης γοργόνας το φτερό

Ώρες αργόσυρτες σα φορτωμένα κάρα
Απ' τα ηχεία ψιχαλίζει μια κιθάρα
Φύτρωσαν κάκτοι και λωτοί στην κορδιλιέρα
Κι εσύ κλειστός σε μια καμπίνα φεύγεις πέρα
 
Οι έρωτές σου καρυδότσουφλα στο κύμα
Μα στον ασύρματο καιρό δεν πέφτει σύρμα
Ο τόπος σου σ' ακολουθεί όπου κι αν πας
Σ' ένα παιχνίδι για χαμένους ξενυχτάς
 
Άστρο του Ωρίωνα, φεγγάρι του Τοξότη
Είπαν μια άγνωστη φωτιά σ' έχει δεσμώτη
Που δεν την σβήνουν χίλια κολασμένα μπάρκα
Μα στης Γοργόνας το φτερό η αιώνια τσάρκα
 
Στον Ινδικό πλοία παλιά φουνταρισμένα
Μασάνε οι ιθαγενείς φύλλα ξεραμένα
Και για μουσώνες σου μιλούν στο Νότιο Σέλας
Ναύτες που πέρασαν τα σύνορα της τρέλας
 
Μια σούπα ο κόσμος και ο νους τρύπιο κουτάλι
Και συ στης θάλασσας για πάντα την αγκάλη
Δακρύζεις κήπους με παράξενα λουλούδια
Για μάτια πρόστυχα κεντάς άγια τραγούδια
 
Κι εγώ που ξέχασα ποιος είμαι, που πηγαίνω
Λαθρεπιβάτης σ' ένα πλοίο παροπλισμένο
Απόψε σ' άκουσα να λες απ' τα ηχεία
Για να χαράξεις μες στο πουθενά πορεία
Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία
 
Στον Ινδικό πλοία παλιά φουνταρισμένα
Ιθαγενείς μασάνε φύλλα ξεραμένα
Και για μουσώνες σου μιλούν στο Νότιο Σέλας
Ναύτες που πέρασαν τα σύνορα της τρέλας.

μελοποίηση: Θάνος Μικρούτσικος(+28-12-2019)

Τρίτη

αλεξ.παπαδιαμάντης- το άνθος του γιαλού

Ἐπὶ πολλὰς νύκτας κατὰ συνέχειαν ἔβλεπεν ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ, κοντὰ στὰ Κοτρώνια τοῦ ἀνατολικοῦ γιαλοῦ, ἀνάμεσα εἰς δυὸ ὑψηλοὺς βράχους καὶ κάτω ἀπὸ ἕνα παλαιὸν ἐρημόσπιτον κατηρειπωμένον, - ἐκεῖ ἔστρωνε συνήθως τὴν κάπαν ἐπάνω στὴν πλώρην τῆς βάρκας, κ᾿ ἐκοιμᾶτο χορευτὸν καὶ νανουρισμένον ὕπνον, τρεῖς σπιθαμὲς ὑψηλότερ᾿ ἀπὸ τὸ κῦμα, θεωρῶν τὰ ἄστρα, καὶ μελετῶν τὴν Πούλιαν καὶ ὅλα τὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ - ἔβλεπε, λέγω, ἀνοικτὰ εἰς τὸ πέλαγος, ἔξω ἀπὸ τὰ δυὸ ἀνθισμένα νησάκια, τὰ φυλάττοντα ὡς σκοποὶ τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, ἓν μελαγχολικὸν φῶς - κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, ἢ ἄστρον πεσμένον - νὰ τρεμοφέγγῃ, ἐκεῖ μακράν, εἰς τὸ βάθος τῆς μελανωμένης εἰκόνος, ἐπιπολῆς εἰς τὸ κῦμα, καὶ νὰ στέκῃ ἐπὶ ὥρας, φαινόμενον ὡς νὰ ἔπλεε, καὶ μένον ἀκίνητον.
Ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, λεμβοῦχος ψαράς, ἦτον ἀδύνατος στὰ μυαλὰ ὅπως καὶ πᾶς θνητός. Ἀρκετὸν ἦτο ἤδη ὁποὺ ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ ἐκεῖ, δίπλα εἰς τοὺς δυὸ μαυρισμένους βράχους, κάτω ἀπὸ τὸ ἐρημόσπιτον ἐκεῖνο, τ᾿ ὁλόρθον ἄψυχον φάντασμα, τὸ ὁποῖον εἶχε τὴν φήμην, ὅτι ἦτο στοιχειωμένον. Ἐκαλεῖτο κοινῶς «τῆς Λουλούδως τὸ Καλύβι». Διατί; Κανεὶς δὲν ἤξευρεν. Ἤ, ἂν ὑπῆρχον ὀλίγα γραΐδια «λαδικά», ἢ καὶ δυὸ τρεῖς γέροι, γνωρίζοντες τὰς παλαιὰς ἱστορίας τοῦ τόπου, ὁ Μάνος δὲν ἔτυχεν εὐκαιρίας νὰ τοὺς ἐρωτήση.
Ἔβλεπε, βραδιὲς τώρα, τὸ παράδοξον ἐκεῖνο μεμακρυσμένον φῶς νὰ τρέμῃ καὶ νὰ φέγγῃ ἐκεῖ εἰς τὸ πέλαγος, ἐνῷ ἤξευρεν, ὅτι δὲν ἦτο ἐκεῖ κανεὶς φάρος. Ἡ Κυβέρνησις δὲν εἶχε φροντίσει δι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα εἰς τὰ μικρὰ μέρη, τὰ μὴ ἔχοντα ἰσχυροὺς βουλευτάς.
Τί, λοιπόν, ἦτο τὸ φῶς ἐκεῖνο; Ἠσθάνετο ἐπιθυμίαν, ἐπειδὴ σχεδὸν καθημερινῶς ἐπέρνα μὲ τὴν βάρκα του ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πέραμα, ἀνάμεσα εἰς τὰ δυὸ χλοερὰ νησάκια, καὶ δὲν ἔβλεπε κανὲν ἴχνος ἐκεῖ τὴν ἡμέραν, τὸ ὁποῖον νὰ ἐξηγῇ τὴν παρουσίαν τοῦ φωτὸς τὴν νύκτα, νὰ πλεύση τὰ μεσάνυχτα, διακόπτων τὸν μακάριον ὕπνον του, καὶ τοὺς ρεμβασμούς του πρὸς τ᾿ ἄστρα καὶ τὴν Πούλιαν, νὰ φθάση ἕως ἐκεῖ, νὰ ἰδῆ τί εἶναι, καί, ἐν ἀνάγκῃ, νὰ τὸ κυνηγήση τὸ μυστηριῶδες ἐκεῖνο φέγγος. Ὅθεν ὁ Μάνος, ἐπειδὴ ἦτο ἀσθενὴς ἄνθρωπος, καθὼς εἴπομεν, νέος εἰκοσαετής, ἐκάλεσεν ἐπίκουρον καὶ τὸν Γιαλὴν τῆς Φαφάνας, δέκα ἔτη μεγαλύτερόν του, ἀφοῦ τοῦ διηγήθη τὸ νυκτερινὸν ὅραμά του, διὰ νὰ τοῦ κάμῃ συντροφιὰν εἰς τὴν ἀσυνήθη ἐκδρομήν.

Ἐπῆγαν μίαν νύκτα, ὅταν ἡ σελήνη ἦτο ἐννέα ἡμερῶν, κ᾿ ἔμελλε νὰ δύση περὶ τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τὸ φῶς ἐφαίνετο ἐκεῖ, ἀκίνητον ὡς καρφωμένον, ἐνῷ ὁ πύρινος κολοβὸς δίσκος κατέβαινεν ἤρεμα πρὸς δυσμᾶς κ᾿ ἔμελλε νὰ κρυφθῆ ὀπίσω τοῦ βουνοῦ. Ὅσον ἔπλεαν αὐτοὶ μὲ τὴν βάρκαν, τόσον τοὺς ἔφευγε, χωρὶς νὰ κινῆται ὀφθαλμοφανῶς, ὁ μυστηριώδης πυρσός. Ἔβαλαν δύναμιν εἰς τὰ κουπιά, «ἐξεπλατίσθηκαν». Τὸ φῶς ἐμακρύνετο, ἐφαίνετο ἀπώτερον ὁλονέν. Ἦτο ἄφθαστον. Τέλος ἔγινεν ἄφαντον ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς των.
Ὁ Μάνος, μαζὶ μὲ τὸν Φαφάναν, ἔκαμαν πολλοὺς σταυρούς. Ἀντήλλαξαν ὀλίγας λέξεις:
- Δὲν εἶναι φανάρι, δὲν εἶναι καΐκι, ὄχι.
- Καὶ τί εἶναι;
- Εἶναι...
Ὁ Γιαλὴς τῆς Φαφάνας δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ.
Τὴν νύκτα τῆς τρίτης ἡμέρας, καὶ πάλιν δυὸ ἢ τρεῖς ἡμέρας μετ᾿ αὐτήν, οἱ δυὸ ναυτίλοι ἐπεχείρησαν ἐκ νέου τὴν ἐκδρομήν. Πάντοτε ἔβλεπαν τὴν μυστηριώδη λάμψιν νὰ χορεύῃ εἰς τὰ κύματα. Εἶτα, ὅσον ἐπλησίαζαν αὐτοί, τόσον τὸ ὅραμα ἔφευγε. Καὶ τέλος ἐγίνετο ἄφαντον. Τί ἄρα ἦτο;

Εἷς μόνον γείτων εἶχε παρατηρήσει τὰς ἐπανειλημμένας νυκτερινὰς ἐκδρομὰς τῶν δυὸ φίλων μὲ τὴν βάρκαν. Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας, ἄνθρωπος πενηντάρης, εἶχε διαβάσει πολλὰ παλαιὰ βιβλία μὲ τὰ ὀλίγα κολλυβογράμματα ποὺ ἤξευρε, καὶ εἶχεν ὁμιλήσει μὲ πολλὰς γραίας σοφάς, αἵτινες ὑπῆρξαν τὸ πάλαι. Ἐκάθητο ὅλην τὴν νύκτα, ἀγρυπνῶν, σιμὰ εἰς τὸ παράθυρόν του, βλέπων πρὸς τὴν θάλασσαν, καὶ πότε ἐδιάβαζε τὰ βιβλία του, πότε ἐρρέμβαζε πρὸς τὰ ἄστρα καὶ πρὸς τὰ κύματα. Ἡ καλύβη του, ὅπου ἔρημος καὶ μόνος ἐκατοικοῦσεν, ἔκειτο ὀλίγους βράχους παραπέρα ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς Λουλούδως, ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του ὁ Μάνος, ἀνάμεσα εἰς τὸ σπίτι τῆς Βάσως τοῦ Ραγιᾶ καὶ τῆς Γκαβαλογίνας.
Μίαν νύκτα, ὁ Κορωνιὸς καὶ ὁ ἐγγονὸς τῆς Φαφάνας ἡτοιμάζοντο νὰ λύσουν τὴν βάρκαν, καὶ νὰ κωπηλατήσουν, τετάρτην φοράν, διὰ νὰ κυνηγήσουν τὸ ἀσύλληπτον θήραμά των.
Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας τοὺς εἶδεν, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν καλύβην του, φορῶν ἄσπρον σκοῦφον καὶ ράσον μακρύ, ὅπως ἐσυνήθιζε κατ᾿ οἶκον, ἐπήδησε δυὸ τρεῖς βράχους πρὸς τὰ ἐκεῖ, κ᾿ ἔφθασε παραπάνω ἀπὸ τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκοντο οἱ δυὸ φίλοι.
- Γιὰ ποῦ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, παιδιά; τοὺς ἐφώναξεν. Εἶναι βραδιὲς τώρα ποὺ τρέχετε ἔξω ἀπὸ τὸ λιμάνι, χωρὶς νὰ γιαλεύετε, χωρὶς νὰ πυροφανίζετε - καὶ τὰ ψάρια σας δὲν τὰ εἴδαμε. Μήπως σὰς ὠνείρεψε καὶ σκάφτετε πουθενά, γιὰ νὰ βρῆτε τίποτα θησαυρό;
Ὁ Μάνος παρεκάλεσε τὸν Κόκοϊαν νὰ κατεβῇ παρακάτω καὶ νὰ ὁμιλῇ σιγανώτερα. Εἶτα δὲν ἐδίστασε νὰ τοῦ διηγηθῆ τὸ ὅραμά του.
Ὁ Λίμπος ἤκουσε μετὰ προσοχῆς. Εἶτα ἐγέλασε:
- Ἀμ᾿ ποὺ νὰ τὰ ξέρετε αὐτὰ ἐσεῖς, οἱ νέοι, εἶπε, σείων σφοδρῶς τὴν κεφαλήν. Τὸν παλαιὸν καιρὸν τέτοια πράματα, σὰν αὐτὸ ποὺ εἶδες, Μάνο, τὰ ἔβλεπαν ὅσοι ἦταν καθαροί, τώρα τὰ βλέπουν μόνο οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι. Ἐγὼ δὲ βλέπω τίποτα!.. Τὸ ἴδιο κι ὁ Γιαλὴς βλέπει αὐτὸ ποῦ λὲς πῶς βλέπεις;
Ὁ Γιαλὴς ἠναγκάσθη μὲ συστολὴν κατωτέραν της ἡλικίας του νὰ ὁμολογήση, ὅτι δὲν ἔβλεπε τὸ φῶς, περὶ οὗ ὁ λόγος, ἀλλ᾿ ἐπείθετο εἰς τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Μάνου, ὅστις ἔλεγεν ὅτι τὸ βλέπει.
Ὁ Κόκοϊας, ἤρχισε τότε νὰ διηγῆται:
- Ἀκοῦστε νὰ σὰς πῶ, παιδιά. Ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπετε, ἔφθασα τὴ γριά-Κοεράνω τοῦ Ραγιά, τὴν μαννοὺ αὐτῆς τῆς Βάσως τῆς γειτόνισσας, καθὼς καὶ τὴ μάννα τῆς Γκαβαλογίνας, ἀκόμα κι ἄλλες γριές. Μοῦ εἶχαν διηγηθῆ πολλὰ πρωτινά, παλαιικὰ πράματα, καθὼς κι αὐτὸ ποὺ θὰ σὰς πῶ τώρα:
»Βλέπετε αὐτὸ τὸ χάλασμα, τὸ Καλύβι τῆς Λουλούδως, ποὺ λένε πῶς εἶναι στοιχειωμένο; Ἐδῶ τὸν παλαιὸν καιρὸ ἐκατοικοῦσε μιὰ κόρη, ἡ Λουλούδω, ὁποὺ τὴν εἶχαν ὀνοματίσει γιὰ τὴν ἐμορφιά της, - ἔλαμπε ὁ ἥλιος, ἔλαμπε κι αὐτὴ - μαζὶ μὲ τὸν πατέρα της τὸν γερό-Θεριὰ (ἑλληνικὰ τὸν ἔλεγαν Θηρέα), ὅπου ἐκυνηγοῦσε ὅλους τους Δράκους καὶ τὰ Στοιχειά, μὲ τὴν ἀσημένια σαγίτα καὶ μὲ φαρμακωμένα βέλη. Ἕνα Βασιλόπουλο ἀπὸ τὰ ξένα τὴν ἀγάπησε τὴν ὄμορφη Λουλούδω. Τῆς ἔδωκε τὸ δαχτυλίδι του, κ᾿ ἐκίνησε νὰ πάῃ στὸ σεφέρι καὶ τῆς ἔταξε μὲ ὅρκον ὅτι, ἅμα νικήση τοὺς βαρβάρους, τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός, θὰ ἔρθη νὰ τὴν στεφανωθῇ.
»Ἐπῆγε τὸ Βασιλόπουλο. Ἔμεινεν ἡ Λουλούδω, ρίχνοντας τὰ δάκρυά της στὸ κῦμα, στὸν ἀέρα στέλνοντας τοὺς ἀναστεναγμούς της, καὶ τὴν προσευχὴ στὰ οὐράνια, νὰ βγῆ νικητὴς τὸ Βασιλόπουλο, νὰ ἔρθη ἡ μέρα ποὺ θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός, νὰ γυρίση ὁ σαστικός της νὰ τὴν στεφανωθῆ.
»Ἔφτασε ἡ μέρα ποὺ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. Ἡ Παναγία μὲ ἀστραφτερὸ πρόσωπο, χωρὶς πόνο, χωρὶς βοήθεια, γέννησε τὸ Βρέφος μὲς στὴ Σπηλιά, τὸ ἐσήκωσε, τὸ ἐσπαργάνωσε μὲ χαρά, καὶ τὸ ῾βαλε στὸ παχνί, γιὰ νὰ τὸ κοιμίση. Ἕνα βοϊδάκι κ᾿ ἕνα γαϊδουράκι ἐσίμωσαν τὰ χνῶτα τοὺς στὸ παχνὶ κ᾿ ἐφυσοῦσαν μαλακὰ νὰ ζεστάνουν τὸ θεῖο Βρέφος. Νά, τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!
»Ἦρθαν οἱ βοσκοί, δυὸ γέροι μὲ μακριὰ ἄσπρα μαλλιά, μὲ τὶς μαγκοῦρες τους, ἕνα βοσκόπουλο μὲ τὴ φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ θεῖο Βρέφος. Εἶχαν ἰδεῖ τὸν Ἄγγελον ἀστραπόμορφον, μὲ χρυσογάλανα λευκὰ φτερά, εἶχαν ἀκούσει τ᾿ ἀγγελούδια ποὺ ἔψαλλαν: Δόξα ἐν ὑφίστοις Θεῷ! Ἔμειναν γονατιστοί, μ᾿ ἐκστατικὰ μάτια, κάτω ἀπὸ τὸ παχνί, πολλὴν ὥρα, κ᾿ ἐλάτρευαν ἀχόρταγα τὸ θάμα τὸ οὐράνιο. Νά! τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!
»Ἔφτασαν κ᾿ οἱ τρεῖς Μάγοι, καβάλα στὶς καμῆλες τους. Εἶχαν χρυσὲς μίτρες στὸ κεφάλι, κ᾿ ἐφοροῦσαν μακριὲς γοῦνες μὲ πορφύρα κατακόκκινη. Καὶ τ᾿ ἀστεράκι, ἕνα λαμπρὸ χρυσὸ ἀστέρι, ἐχαμήλωσε κ᾿ ἐκάθισε στὴ σκεπὴ τῆς Σπηλιᾶς, κι ἔλαμπε μὲ γλυκὸ οὐράνιο φῶς, ποὺ παραμέριζε τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι. Οἱ τρεῖς βασιλικοὶ γέροι ξεπέζεψαν ἀπ᾿ τὶς καμῆλες τους, ἐμπήκαν στὸ Σπήλαιο, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ Παιδί. Ἄνοιξαν τὰ πλούσια τὰ δισάκια τους, κ᾿ ἐπρόσφεραν δῶρα: χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν.
- »Νά! τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!
»Πέρασαν τὰ Χριστούγεννα, τελειώθηκε τὸ μυστήριο, ἔγινε ἡ σωτηρία, καὶ τὸ Βασιλόπουλο δὲν ᾖρθε νὰ πάρη τὴν Λουλούδω! Οἱ βάρβαροι εἶχαν πάρει σκλάβο τὸ Βασιλόπουλο. Τὸ φουσάτο του εἶχε νικήσει στὴν ἀρχή, τὰ φλάμπουρά του εἶχαν κυριέψει μὲ ἀλαλαγμὸ τὰ κάστρα τῶν βαρβάρων. Τὸ Βασιλόπουλο εἶχε χυμήξει μὲ ἀκράτητην ὁρμή, ἀπάνω στὸ μούστωμα καὶ στὴ μέθη τῆς νίκης. Οἱ βάρβαροι μὲ δόλο τὸν εἶχαν αἰχμαλωτίσει!
»Τὰ δάκρυα τῆς κόρης ἐπίκραναν τὸ κῦμα τ᾿ ἁρμυρό, οἱ ἀναστεναγμοί της ἐδιαλύθηκαν στὸν ἀέρα, κ᾿ ἡ προσευχή της ἔπεσε πίσω στὴ γῆ, χωρὶς νὰ φθάση στὸ θρόνο τοῦ Μεγαλοδύναμου. Ἕνα λουλουδάκι ἀόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ἀνάμεσα στοὺς δυὸ αὐτοὺς βράχους, ὁποὺ τὸ λὲν Ἀνθὸς τοῦ Γιαλοῦ, ἀλλὰ μάτι δὲν τὸ βλέπει. Καὶ τὸ Βασιλόπουλο, ποὺ εἶχε πέσει στὰ χέρια τῶν βαρβάρων, ἐπαρακάλεσε νὰ γίνῃ Σπίθα, φωτιὰ τοῦ πελάγους, γιὰ νὰ φτάση ἐγκαίρως, ὡς τὴν ἡμέρα ποὺ γεννᾶται ὁ Χριστός, νὰ φυλάξη τὸν ὅρκο του, ποὺ εἶχε δώσει στὴ Λουλούδω.
»Μερικοὶ λένε, πῶς τὸ Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ ἔγινε ἀνθός, ἀφρὸς τοῦ κύματος. Κ᾿ ἡ Σπίθα ἐκείνη, ἡ φωτιὰ τοῦ πελάγου ποὺ εἶδες, Μάνο, εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ Βασιλόπουλου, ποὺ ἔλιωνε, σβήσθηκε στὰ σίδερα τῆς σκλαβιᾶς, καὶ κανεὶς δὲν τὴν βλέπει πιά, παρὰ μόνον ὅσοι ἦταν καθαροὶ τὸν παλαιὸν καιρόν, καὶ οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι στὰ χρόνια μας».

1906

αργύρης χιόνης-παρουσία πρώτη

Κρυώνατε
και σας έντυσα τα ρούχα μου·
πεινούσατε
και σας τάισα τις σάρκες μου·
διψούσατε
και σας πότισα το αίμα μου.
Κι όταν ντυθήκατε και χορτάσατε,
ζητήσατε τραγούδι
κι εγώ σας έδωσα τα κόκαλά μου
και τα κάνατε φλογέρες·
μα ήταν αδέξια τα χείλη σας
και το τραγούδι βγήκε
παγερό και πένθιμο
κι αρχίσατε να κλαίτε
και να βρίζετε…
Κι όμως
δεν κράτησα για μένα τίποτα
έξω απ’ την ηδονή
της προσφοράς.
Μη μου την παίρνετε.


Σάββατο

Μια μέρα, όπως καθόμουν στο τελωνείο...


Μια μέρα, όπως καθόμουν στο τελωνείο,
παρουσιάστηκε Εκείνος. 

Είχε ένα πρόσωπο τόσο άδολο
μια φωνή αποφασισμένη να φτάσει στα άκρα. 

"Άφησέ τα όλα κι ακολούθησέ με", είπε
κι εγώ σηκώθηκα και περπάταγα πίσω Του 
κι ευχόμουνα να με πηγαίνει.

"Επιτέλους, κάποιος που πάνω Του 

θρυμματίζεται η γνωστή εικόνα της ζωής"
σκεφτόμουν χαρούμενος
και χωρίς δεύτερη συζήτηση 
εγκατέλειψα τη δουλειά του τελώνη. 

Εξάλλου, μόνο ένα χέρι 
χρειαζότανε να με τραβήξει 
κι όλα θα τα παράταγα...



 (Ελεωνόρα Σταθοπούλου, «Ευαγγελιστής Ματθαίος»).

Δευτέρα

Από τα κοντάκια του αγίου Ρωμανού.


"Ἄκουσε τὴν Χελιδόνα ποὺ μοῦ κελαηδεῖ τὰ χαράματα,
τὸν ἰσοθάνατο ὕπνο, Ἀδάμ, ἄφησε καὶ σήκω·
ἄκουσε ἐμένα, τὴ γυναίκα σου.
Ἐγὼ ποὺ παλιὰ προξένησα τὴν ἠθικὴ κατάπτωσι τῶν
ἀνθρώπων τώρα καὶ πάλι τοὺς σηκώνω.
Προσπάθησε νὰ καταλάβης τὰ θαυμαστὰ γεγονότα.
Κύτταξε πῶς αὐτὴ ἡ Κόρη, ποὺ ἄντρα δὲ γνώρισε,
γιατρεύει τὸ τραῦμα σου μὲ τὸ Παιδὶ ποὺ γέννησε.
Ἐμένα βέβαια κάποτε τὸ φίδι παρέσυρε καὶ σκιρτάει ἀπὸ χαρά.
Μὰ τώρα ποὺ βλέπει τοὺς ἀπογόνους μας φεύγει μὲ σύρσιμο.
Σήκωσε τότε κεφάλι σὲ μένα μὰ τώρα ποὺ ταπεινώθηκε
κολακεύει, δὲν χλευάζει, γιατὶ τρέμει Αὐτὸν ποὺ γέννησε
ἡ Κεχαριτωμένη.»

Καθὼς ὁ Ἀδὰμ ἄκουσε τὰ λόγια ποὺ σύνταξε ἡ γυναίκα του,
ἀμέσως ἐδίωξε τὸν ὕπνο ποὺ τοῦ ἐβάραινε τὰ βλέφαρα
καὶ τὸ κεφάλι τοῦ τίναξε σὰν αὐτὸν ποὺ ξυπνάει
καὶ τέντωσε τ᾿ αὐτιά του ποὺ τάφραξε ἡ παρακοὴ κι εἶπε τὰ παρακάτω:
«Ἀκούω ἁπαλὸ κελάηδημα κι ἕναν εὐχάριστο ψίθυρο.
Μὰ τώρα ὁ ἦχος αὐτοῦ του τραγουδιοῦ δὲν μὲ μαγεύει,
γιατὶ τὸ λέει γυναίκα κι αὐτῆς φοβᾶμαι τὴ φωνή.
Ἔχω πείρα κακή, γι᾿ αὐτὸ καὶ φοβᾶμαι τὸ θηλυκό.
Ὁ ἦχος μὲ μαγεύει γιατὶ ᾿ναι ἁπαλός, τὸ ὄργανο ὅμως
ποὺ τὸν βγάζει
μὲ κάνει νὰ φοβᾶμαι, μήπως μὲ ξεγελάσει ὅπως ἄλλοτε
καὶ προξενήσει ἐντροπὴ
στὴν Κεχαριτωμένη.»

«Ἐμπιστέψου ἀπόλυτα στὴ γυναίκας σου, ἄντρα, τὰ λόγια,
γιατὶ δὲν θὰ σὲ συμβουλέψω πάλι πράγματα ποὺ δίνουν πίκρες.
Τὰ παλιὰ πιὰ περάσανε,
κι ὅλα νέα τὰ ἔκαμε τῆς Μαρίας ὁ Γιός, ὁ Χριστός.
Τὴ δροσιὰ Τοῦ ὀσφράνσου τὴν καὶ ἀμέσως λουλουδίασε,
σὰν τὸ στάχυ ξεπρόβαλε, γιατὶ ἄνοιξι σ᾿ ἐπίασε,
ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πνέει σὰν αὔρα γλυκειά.
Ν᾿ ἀποφύγῃς προσπάθησε τὸν ἀφόρητο καύσωνα στὸν ὁποῖο βρισκόσουνα
καὶ ἐμπρὸς ἀκολοῦθα μὲ στὴ Μαρία νὰ πᾶμε, καὶ τὰ ἄχραντα πόδια Της
τώρα μαζί μου ἄγγιξε κι ἀμέσως θὰ μᾶς σπλαχνιστῆ
ἡ Κεχαριτωμένη.»

 «Νοιώθω, γυναίκα, τὴν Ἄνοιξι καὶ τὴν ἀπόλαυσι αἰσθάνομαι
ποὺ χάσαμε παλιά, γιατὶ βλέπω Παράδεισο
νέο, ἀλλοιώτικο τὴν Παρθένο
νὰ κρατᾶ στὴν ἀγκάλη τὸ ἴδιο τὸ Ξύλο τῆς Ζωῆς, τὸ ὁποῖο κάποτε
ἐφρουροῦσε ἅγιο Χερουβεὶμ γιὰ νὰ μὴν τὸ ἀγγίξω.
Λοιπὸν ἀχειροποίητο τὸ βλέπω νὰ φυτρώνη
καὶ ἐνοίωσα, γυναίκα μου, πνοὴ τὴ ζωηφόρο του,
ἐγώ, ποὺ σκόνη ἤμουνα καὶ ἄψυχος πηλός,
ἐγέμισα ζωή. Κι ἀφοῦ ἐπῆρα δύναμι ἀπὸ τὴν εὐωδία της
θὰ τραβήξω γιὰ Κείνην, ποὺ ἀνθίζει τὸν Καρπό της
ζωῆς μας,
ἡ Κεχαριτωμένη."

Από το "Κοντακιον έτερον εις του Χριστού γέννησιν (οίκοι δ'- ζ')"
Ποιητική απόδοση του εορτάζοντα π.Ανανια Κουστένη

Σάββατο

[Γεια σου θλίψη...καλημέρα θλίψη]- οδ. ελύτης

Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έντομο που φωλιάζεις μέσα μου
κι ολονυχτίς καραδοκείς πότε θ' ανοίξω μάτι...

Στην αρχή σ' έχω λησμονήσει
κοιτάζω τις γραμμές του ταβανιού -
άξαφνα πατείς και μπαίνεις
στη συνείδηση.

Έρχεσαι να πικράνεις τον πρωινό καφέ
ν' αποσπάσεις κάτι απ' την ελάχιστη χαρά
του χεριού μου στο πόμολο του παραθύρου
φέρνεις ανωμαλίες στο νερό του μπάνιου
προκαλείς το πρώτο δυσάρεστο τηλεφώνημα
είσαι τέρας
μικροσκοπικός Μινώταυρος που ζητάει τροφή
και συντηρείται με το ελάχιστο...

Τρως τρως Μινώταυρε
είναι σάρκες αυτές δεν είναι αέρας
έτσι που πας δε θ' απομείνει τίποτε.

Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έχεις εγκατασταθεί μονίμως μέσα μας
είσαι χειρότερη από τους ιούς και τους βακίλους
οι φιλόσοφοι σ' εξετάζουν στο φασματοσκόπιο
έχεις δώσει λαβή σε μιαν εξαίρετη λογοτεχνία.

ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ(1978) 

Πέμπτη

γ.ιωάννου-[γιά νά μή βγάλουν οἱ ψυχές ἐξαιτίας μου τόν παραμικρότερο παραπονιάρικο βόμβο]


"Ὁλομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στίς μεγάλες ἀρτηρίες. Ὅταν ἀνάβει τό κόκκινο καί σταματοῦν τ' αὐτοκίνητα, μοῦ φαίνεται γιά μιά στιγμή πώς παύει ἐντελῶς κάθε θόρυβος. Ἐρυθρά καί λευκά αἱμοσφαίρια σά νά κυκλοφοροῦν. Κι ὅμως βλέπω πώς τό πλῆθος ἐξακολουθεῖ νά περπατᾶ, νά κουβεντιάζει ἤ νά γελάει. Σταματῶ πολλές φορές στή μέση τοῦ πεζοδρομίου, κι ὅπως στό κούτσουρο πού κόβει τό νερό, ἔτσι περιστρέφονται γύρω μου οἱ διαβάτες. Τώρα πού δέν ἐμποδίζουν οἱ μηχανές, ἀκούω χιλιάδες βήματα στό πλακόστρωτο. Μοῦ 'ρχεται νά καμπυλώσω τή ράχη μου γιά νά περάσει χωρίς ἐμπόδια αὐτό τό ποτάμι. Τῆς Γονατιστῆς , ὅταν περνάει ἀπό πάνω μου τό βουβό ποτάμι τῶν προγόνων, γονατισμένος πάνω στά καρυδόφυλλα ,σκύβω βαθιά στό χῶμα, γιά νά μή βγάλουν οἱ ψυχές ἐξαιτίας μου τόν παρα- μικρότερο παραπονιάρικο βόμβο.

Ἐγώ ὅμως ἀπό τώρα εἶμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στούς ξένους καί στά ξένα πράγματα ζῶ διαρκῶς· στά ἕτοιμα καί στά ἐνοικιασμένα. Συγκατοικῶ μέ ἀνθρώπους πού ἀδιαφοροῦν τελείως γιά μένα, κι ἐγώ γι' αὐτούς. Οὔτε μικροδιαφορές δέν ὑπάρχουν κάν μεταξύ μας. Ὁ ἕνας ἀποφεύγει τόν ἄλλο, ὅσο μπορεῖ. Μά κι ἄν τύχει νά σοῦ μιλήσουνε, κρύβουν συνήθως τά πραγματικά τους στοιχεῖα σά νά 'ναι τίποτε κακοποιοί. Τό ἰδανικό, ἡ τελευταία λέξη τοῦ πολιτισμοῦ, εἶναι, λέει, νά μή ξέρεις οὔτε στή φάτσα τό γείτονά σου. Πονηρά πράγματα βέβαια· προφάσεις πολιτισμοῦ, γιά νά διευκολύνονται οἱ ἀταξίες.
Γι' αὐτό ζηλεύω αὐτούς πού βρίσκονται στόν τόπο τους, στά χωράφια τους, στούς συγγενεῖς τους, στά πατρογονικά τους. Τουλάχιστο, ἄς ἤμουν σ' ἕνα προσφυγικό συνοικισμό μέ ἀνθρώπους τῆς ράτσας μου τριγύρω.


(Γιά ἕνα φιλότιμο, 1964)

Κυριακή

χριστός ανέστακας-ν.καζαντζάκης


Κοντεύει να ξημερώσει η μέρα της Λαμπρής. Ο παπα-Καφάτος, μέσα στα βουνά της Κρήτης, τρέχει από χωριό σε χωριό κι ανασταίνει το Χριστό, γρήγορα γρήγορα, γιατί 'ναι πολλά τα χωριά και δεν έχουν παρά αυτό μονάχα παπά και πρέπει να κάμει Ανάσταση σε όλα πριν ξημερώσει.
Ανασκουμπωμένος, φορτωμένος τ' άμφιά του και το βαρύ ασημένιο Βαγγέλιο, σκαρφαλώνει μέσα στην άγια νύχτα στα κατσάβραχα, τρέχει αγκομαχώντας, φτάνει σ' ένα χωριό, ανασταίνει και χιμάει ξεγλωσσισμένος σ' άλλο χωριό.
Στο τελευταίο χωριουδάκι, σφηνωμένο μέσα στους βράχους, οι χωριανοί μαζεμένοι στην εκκλησούλα άναψαν τα καντήλια, κουβάλησαν από τη ρεματιά δάφνες και μερτιές και στόλισαν τα κονίσματα και την πόρτα· κρατούν σβητά τα κεριά τους και περιμένουν να 'ρθει ο Μέγας Λόγος ν' ανάψουν.
Και νά, μέσα στη σιγαλιά ακούστηκε χαλικισμός, σαν άλογο βιαστικό να σκαρφάλωνε την πλαγιά του βουνού και κυλούσαν οι πέτρες.
— Έρχεται! Έρχεται!
Όλοι πετάχτηκαν έξω· ρόδιζε πιά η ανατολή, ο ουρανός γελούσε. Βαριά ανάσα ακούστηκε, τα τσοπανόσκυλα γάβγισαν χαρούμενα· κι ολομεμιάς, πίσω από ένα σγουρό πουρνάρι, ξεστηθωμένος, συνεπαρμένος από τους πολλούς Χριστούς που 'χε αναστήσει, πετάχτηκε μαύρος, απόκοντος, με ξέπλεκα μαλλιά, ο γερο-παπα-Καφάτος.
Τη στιγμή εκείνη πρόβαινε από το φρύδι του βουνού ο ήλιος· έδωκε ένα σάλτο ο παπάς, βρέθηκε ομπρός στους χωριανούς, άνοιξε τις αγκάλες:
— Χριστός ανέστακας, μωρέ παιδιά! φώναξε.
Η γνώριμη πολυτριμμένη λέξη: ανέστη του φάνηκε ξαφνικά μικρή, φτενή, μίζερη· δεν μπορούσε να χωρέσει τη Μεγάλη Αγγελία· πλάτυνε η λέξη, θέριεψε στα χείλια του παπά.
Λύγισαν οι γλωσσικοί νόμοι, έσπασαν ακολουθώντας τη φόρα της ψυχής, δημιουργήθηκαν νόμοι καινούριοι· και να, πρώτη φορά το πρωί εκείνο, ο γερο-Κρητικός, δημιουργώντας την καινούρια λέξη, ένιωθε πως αληθινά ανάσταινε, σε όλο του το μέγα μπόι, το Χριστό.!
Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο

Πέμπτη

χωρίς στεφάνι- αλέξανδρος παπαδιαμάντης


"...αλλ᾽ Ἐκεῖνος, ὅστις ἀνέστη «ἕνεκα τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων», ὅστις ἐδέχθη τῆς ἁμαρτωλῆς τὰ μύρα καὶ τὰ δάκρυα καὶ τοῦ λῃστοῦ τὸ Μνήσθητί μου, θὰ δεχθῇ καὶ αὐτῆς τῆς πτωχῆς τὴν μετάνοιαν, καὶ θὰ τῆς δώσῃ χῶρον καὶ τόπον χλοερόν, καὶ ἄνεσιν καὶ ἀναψυχὴν εἰς τὴν βασιλείαν Του τὴν αἰωνίαν."

ΧΩΡΙΣ ΣΤΕΦΑΝΙ( Αλεξ. Παπαδιαμάντης 1892)

Τάχα δὲν ἦτον οἰκοκυρὰ κι αὐτὴ στὸ σπίτι της καὶ στὴν αὐλήν της; Τάχα δὲν ἦτο κι αὐτή, ἕναν καιρόν, νέα μὲ ἀνατροφήν; Εἶχε μάθει γράμματα εἰς τὰ σχολεῖα. Εἶχε πάρει τὸ δίπλωμά της ἀπὸ τὸ Ἀρσάκειον.

Κ᾽ ἐτήρει ὅλα τὰ χρέη της τὰ κοινωνικά, καὶ μετήρχετο τὰ οἰκιακὰ ἔργα της, καλύτερ᾽ ἀπὸ καθεμίαν. Εἶχε δὲ μεγάλην καθαριότητα εἰς τὸ σπίτι της, κ᾽ εἰς τὰ κατώφλιά της, πρόθυμη ν᾽ ἀσπρίζῃ καὶ νὰ σφουγγαρίζῃ χωρὶς ποτὲ νὰ βαρύνεται, καὶ χωρὶς νὰ δεικνύῃ τὴν παραξενιὰν ἐκείνην, ἥτις εἶναι συνήθης εἰς ὅλας τὰς γυναῖκας τὰς ἀγαπώσας μέχρις ὑπερβολῆς τὴν καθαριότητα. Καὶ ὅταν ἔμβαινεν ἡ Μεγάλη Ἑβδομάς, ἐδιπλασίαζε τ᾽ ἀσπρίσματα καὶ τὰ πλυσίματα, τόσον ὁποὺ ἔκαμνε τὸ πάτωμα ν᾽ ἀστράφτῃ, καὶ τὸν τοῖχον νὰ ζηλεύῃ τὸ πάτωμα.

Ἤρχετο ἡ Μεγάλη Πέμπτη καὶ αὐτὴ ἄναφτε τὴν φωτιάν της, ἔστηνε τὴν χύτραν της, κ᾽ ἔβαπτε κατακκόκινα τὰ πασχαλινὰ αὐγά. Ὕστερον ἡτοίμαζε τὴν λεκάνην της, ἐγονάτιζεν, ἐσταύρωνε τρεῖς φορὲς τ᾽ ἀλεύρι, κ᾽ ἐζύμωνε καθαρὰ καὶ τεχνικὰ τὶς κουλοῦρες, κ᾽ ἐνέπηγε σταυροειδῶς ἐπάνω τὰ κόκκινα αὐγά.

Καὶ τὸ βράδυ, ὅταν ἐνύχτωνε, δὲν ἐτόλμα νὰ πάγῃ ν᾽ ἀνακατωθῇ μὲ τὰς ἄλλας γυναῖκας διὰ ν᾽ ἀκούσῃ τὰ Δώδεκα Εὐαγγέλια. Ἤθελε νὰ ἦτον τρόπος νὰ κρυβῇ ὀπίσω ἀπὸ τὰ νῶτα καμμιᾶς ὑψηλῆς καὶ χονδρῆς, ἢ εἰς τὴν ἄκραν οὐρὰν ὅλου τοῦ στίφους τῶν γυναικῶν, κολλητὰ μὲ τὸν τοῖχον, ἀλλ᾽ ἐφοβεῖτο μήπως γυρίσουν καὶ τὴν κοιτάξουν.

Τὴν Μεγάλην Παρασκευὴν ὅλην τὴν ἡμέραν ἐρρέμβαζε κ᾽ ἔκλαιε μέσα της, κ᾽ ἐμοιρολογοῦσε τὰ νιᾶτά της, καὶ τὰ φίλτατά της ὅσα εἶχε χάσει, καὶ ὠνειρεύετο ξυπνητή, κ᾽ ἐμελετοῦσε νὰ πάγῃ κι αὐτὴ τὸ βράδυ πρὶν ἀρχίσῃ ἡ Ἀκολουθία ν᾽ ἀσπασθῇ κλεφτὰ-κλεφτὰ τὸν Ἐπιτάφιον, καὶ νὰ φύγῃ, καθὼς ἡ Αἱμόρρους ἐκείνη, ἡ κλέψασα τὴν ἴασίν της ἀπὸ τὸν Χριστόν. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, ὅταν ἤρχιζε νὰ σκοτεινιάζῃ, τῆς ἔλειπε τὸ θάρρος, καὶ δὲν ἀπεφάσιζε νὰ ὑπάγῃ. Τῆς ἤρχετο παλμός.

Καὶ τὴν Κυριακὴν τὸ πρωί, βαθιὰ μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἵστατο πάλιν μισοκρυμμένη εἰς τὸ παράθυρον, κρατοῦσα τὴν ἀνωφελῆ καὶ ἀλειτούργητην λαμπάδα της, καὶ ἤκουε τὰς φωνὰς τῆς χαρᾶς καὶ τοὺς κρότους, κ᾽ ἔβλεπε κ᾽ ἐζήλευε μακρόθεν ἐκείνας, ὁποὺ ἐπέστρεφαν τρέχουσαι φροὺ-φροὺ ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, φέρουσαι τὰς λαμπάδας των λειτουργημένας, ἀναμμένας ἕως τὸ σπίτι, εὐτυχεῖς, καὶ μέλλουσαι νὰ διατηρήσωσι δι᾽ ὅλον τὸν χρόνον τὸ ἅγιον φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Καὶ αὐτὴ ἔκλαιε κ᾽ ἐμοιρολογοῦσε τὴν φθαρεῖσαν νεότητά της.

Μόνον τὸ ἀπόγευμα τῆς Λαμπρῆς, ὅταν ἐσήμαινον οἱ κώδωνες τῶν ναῶν διὰ τὴν Ἀγάπην, τὴν Δευτέραν Ἀνάστασιν καλουμένην, μόνον τότε ἐτόλμα νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὴν οἰκίαν, ἀθορύβως καὶ ἐλαφρὰ πατοῦσα, τρέχουσα τὸν τοῖχον-τοῖχον, κολλῶσα ἀπὸ τοῖχον εἰς τοῖχον, μὲ σχῆμα καὶ μὲ τρόπον τοιοῦτον ὡς νὰ ἔμελλε νὰ εἰσέλθῃ διά τι θέλημα εἰς τὴν αὐλὴν καμμιᾶς γειτονίσσης. Καὶ ἀπὸ τοῖχον εἰς τοῖχον ἔφθανεν εἰς τὴν βόρειον πλευρὰν τοῦ ναοῦ, καὶ διὰ τῆς μικρᾶς πλαγινῆς θύρας, κρυφὰ καὶ κλεφτὰ ἔμβαινε μέσα.

Εἰς τὰς Ἀθήνας, ὡς γνωστόν, ἡ πρώτη Ἀνάστασις εἶναι γιὰ τὶς κυράδες, ἡ δευτέρα γιὰ τὶς δοῦλες. Ἡ Χριστίνα ἡ Δασκάλα ἐφοβεῖτο τὰς νύκτας νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, μήπως τὴν κοιτάξουν, καὶ δὲν ἐφοβεῖτο τὴν ἡμέραν, νὰ μὴν τὴν ἰδοῦν. Διότι οἱ κυράδες τὴν ἐκοίταζαν, οἱ δοῦλες τὴν ἔβλεπαν ἁπλῶς. Εἰς τοῦτο δὲ ἀνεύρισκε μεγάλην διαφοράν. Δὲν ἤθελεν ἢ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἔρχεται εἰς ἐπαφὴν μὲ τὰς κυρίας, καὶ ὑπεβιβάζετο εἰς τὴν τάξιν τῶν ὑπηρετριῶν. Αὐτὴ ἦτο ἡ τύχη της...

... Αὐτὴ ἦτον ἡ Χριστίνα ἡ δασκάλα, ὅπως τὴν ἔλεγαν ἕναν καιρόν. Παιδία δὲν εἶχε διὰ νὰ φοβῆται τὰς ἐπιπλήξεις τοῦ ἐπιτρόπου. Τὰ παιδία της τὰ εἶχε θάψει, χωρὶς νὰ τὰ ἔχῃ γεννήσει. Καὶ ὁ ἀνὴρ τὸν ὁποῖον εἶχε δὲν ἦτο σύζυγός της.

Ἦσαν ἀνδρόγυνον χωρὶς στεφάνι...
Ἔκτοτε παρῆλθον χρόνοι καὶ χρόνοι, κ᾽ ἐκεῖνος ἀκόμη εἶχε μαῦρα τὰ μαλλιά, κι αὐτὴ εἶχεν ἀσπρίσει. Καὶ δὲν τὴν ἐστεφανώθη ποτέ.

Αὐτὴ δὲν ἐγέννησε τέκνον. Ἐκεῖνος εἶχε καὶ ἄλλας ἐρωμένας. Κ᾽ ἐγέννα τέκνα μὲ αὐτάς.

Ἡ ταλαίπωρος αὐτὴ μανθάνουσα, ἐπιπλήττουσα, διαμαρτυρομένη, ὑπομένουσα, ἐγκαρτεροῦσα, ἔπαιρνε τὰ νόθα τοῦ ἀστεφανώτου ἀνδρός της εἰς τὸ σπίτι, τὰ ἐθέρμαινεν εἰς τὴν ἀγκαλιάν της, ἀνέπτυσσε μητρικὴν στοργήν, τὰ ἐπονοῦσε. Καὶ τὰ ἀνέσταινε, κ᾽ ἐπάσχιζε νὰ τὰ μεγαλώσῃ. Καὶ ὅταν ἐγίνοντο δύο ἢ τριῶν ἐτῶν, καὶ τὰ εἶχε πονέσει πλέον ὡς τέκνα της, τότε ἤρχετο ὁ Χάρος, συνοδευόμενος ἀπὸ τὴν ὀστρακιάν, τὴν εὐλογιάν, καὶ ἄλλας δυσμόρφους συντρόφους… καὶ τῆς τὰ ἔπαιρνεν ἀπὸ τὴν ἀγκαλιάν της.

Τρία ἢ τέσσαρα παιδία τῆς εἶχαν ἀποθάνει οὕτω ἐντὸς ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ἐτῶν.

Κι αὐτὴ ἐπικραίνετο. Ἐγήρασκε καὶ ἄσπριζε. Κ᾽ ἔκλαιε τὰ νόθα τοῦ ἀνδρός της ὡς νὰ ἦσαν γνήσια ἰδικά της. Κ᾽ ἐκεῖνα τὰ πτωχά, τὰ μακάρια, περιΐπταντο εἰς τὰ ἄνθη τοῦ παραδείσου, ἐν συντροφίᾳ μὲ τ᾽ ἀγγελούδια τὰ ἐγχώρια ἐκεῖ.

Ἐκεῖνος οὐδὲ λόγον τῆς ἔκαμνε πλέον περὶ στεφανώματος. Κι αὐτὴ δὲν ἔλεγε πλέον τίποτε. Ὑπέφερεν ἐν σιωπῇ.

Κ᾽ ἔπλυνε κ᾽ ἐσυγύριζεν ὅλον τὸν χρόνον. Τὴν Μεγάλην Πέμπτην ἔβαπτε τ᾽ αὐγὰ τὰ κόκκινα. Καὶ τὰς καλὰς ἡμέρας δὲν εἶχε τόλμης πρόσωπον νὰ ὑπάγῃ κι αὐτὴ εἰς τὴν ἐκκλησίαν.

Μόνον τὸ ἀπόγευμα τοῦ Πάσχα, εἰς τὴν ἀκολουθίαν τῆς Ἀγάπης, κρυφὰ καὶ δειλὰ εἰσεῖρπεν εἰς τὸν ναόν, διὰ ν᾽ ἀκούσῃ τὸ «Ἀναστάσεως ἡμέρα» μαζὶ μὲ τὶς δοῦλες καὶ τὶς παραμάννες.

Ἀλλ᾽ Ἐκεῖνος, ὅστις ἀνέστη «ἕνεκα τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων», ὅστις ἐδέχθη τῆς ἁμαρτωλῆς τὰ μύρα καὶ τὰ δάκρυα καὶ τοῦ λῃστοῦ τὸ Μνήσθητί μου, θὰ δεχθῇ καὶ αὐτῆς τῆς πτωχῆς τὴν μετάνοιαν, καὶ θὰ τῆς δώσῃ χῶρον καὶ τόπον χλοερόν, καὶ ἄνεσιν καὶ ἀναψυχὴν εἰς τὴν βασιλείαν Του τὴν αἰωνίαν.

έκαμα συντόμευση για το ιστολόγιο


Δευτέρα

ν.καρούζος-αποσπάσματα


Με τι βιασύνη προχωρά ο Ιησούς φέτος
προς την Ανάσταση…
παραμερίζει πανέρια τεράστια γιομάτα βιολέτες
σπρώχνει τους αέναους παπάδες
τινάζει νευρικά προς τα πίσω τη μαλλούρα του
το γεγονός ολοφάνερο: βαρέθηκε.

 «Χάθηκε αυτός ο οδοιπόρος.
Είχε συνάξει λίγα φύλλα
ένα κλαδί γεμάτο φως
είχε πονέσει.
Και τώρα χάθηκε...
Αγγίζοντας αληθινά πουλιά στο έρεβος
αγγίζει νέους ουρανούς
η προσευχή του μάχη.
Εαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο
».

-“Τίποτα δεν αγγίζει τις απριλιάτικες βιολέτες;
τίποτα-: μονάχα ο ακάνθινος Ιησούς.”

-“Το άφθαρτο ξύλο: Ο σταυρός είναι δυο επιθυμίες.
Η μια επιθυμία που ερωτεύτηκε τα ουράνια
σμίγει και σταυρώνεται με την επιθυμία/ καθώς διασχίζει τη γη.
Κι ο Χριστός στο έαρ σταυρωμένος.”

(Ν. Καρούζος, Ποιήματα Α’)
(Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα Β’)

η επιλογή από grafida.net
 πίνακας: ο εσταυρωμένος του Θεόφιλου από Μουσείο Μπενάκη 

Πέμπτη

Δεν θα βαδίσω σε κήπους ανθόσπαρτους. - Γ.Βερίτης



Δεν θα βαδίσω σε κήπους ανθόσπαρτους τώρα μαζί σου,
δε θα λουστείς στα νερά τα κρυστάλλινα του Παραδείσου..


Δύσκολο βρίσκεις και μέγα τ΄αγώνισμα, σκληρό τον νόμο,
κι΄ειναι βαρύς ο σταυρός που σου φόρτωσα πάνω στον ώμο!

Σφίξε αδερφέ τον σταυρό που σου χάρισα μέσα στα χέρια,
πρίν απο σένα τρυπήθηκα εγώ στην καρδιά με μαχαίρια!

Τούτο το αγώνισμα φίλε που σου δωκα μην τ΄αποστέρξεις,
Πρώτος ανέβηκα εγω τον ανήφορο αυτόν που θα τρέξεις..

Ηταν βαρύς ο σταυρός μου και ασήκωτος σαν απο πέτρα!
Πίστεψε δεν μου τον είχανε κόψει σ΄ανθρώπινα μέτρα..

Κι όμως σαν άνθρωπος όμοιος κι εγω τον κρατούσα..
κι έρημος, άφιλος, μες σε λυκόσκυλα μόνος τραβούσα..

Κοίτα στου δύσκολου δρόμου σου εδώ του σκληρού τα λιθάρια,
κοίτα και θα ΄βρεις ακόμα παντού τα ματόγραφτ΄ αχνάρια..

Κι όπου κοιτάξεις στις πέτρες εδώ τις μικρές, τις μεγάλες..
Θα ΄βρεις ακόμα να αχνίζουν ζεστές τις αιμάτινες στάλες..

Βλέπω τα χέρια σου απόκαμαν κι έμειναν σαν μαραμένα!
Ω και να δείς τα καρφιά που μου σκάψαν τα χέρια μου εμένα!

Σύγκορμος τρέμεις! τα πόδια παράλυσαν, θόλωσε ο νούς σου..
Μαύρισ ΄η μέρα σου αντάριασμα πλάκωσε τους ουρανούς σου!

Όλα τ΄αστέρια βασίλεψαν κι έσβησαν στα βλέφαρα σου..
κι ουτε μια λάμψη φωτίζει παρήγορη τη συμφορά σου!

Θάρρος παιδί μου, περπάτα και κράτα με, αντάμα θα πάμε
άγνωστη να ΄ναι και ξένη στα χείλη σου η λέξη "φοβάμαι"..

Δώσ΄ μου το χέρι σου κι άφοβα ακούμπησε πάνω σε μένα
Διώξε τα μαύρα πουλιά που κρατάς μεσ΄την σκέψη κρυμμένα!

Σάββατο

Παπαδιαμαντικά Των Ψυχών ...


Εν τω μεταξύ, η τεραστία ζεμπίλα, διά χειρών του μπαρμπα-Δημητρού, μετά πολλούς ωθισμούς και ελκυσμούς, έφθασεν αισίως έξω εις την υψηλήν πεζούλαν του νάρθηκος, όπου ο ορμαθός των παιδίων εκρεμάσθη τριγύρω εις την βράκαν του μπαρμπα-Δημητρού, ενώ η άλλη, η μικρή ζεμπίλα του Κακόμη, είχε ναυαγήσει εις τον μισόν δρόμον και διεσπάρησαν τα κόλλυβα εδώ κι εκεί εις τα μάρμαρα και εις το έδαφος της γης, κι έπεφταν με τα μούτρα τα παιδιά εν αλαλαγμώ και τα άρπαζαν. Μία πρώιμη κλώσσα με τα πουλάκια της και άλλαι παχείαι όρνιθες, ημίσεια δωδεκάς (όλαι αι όρνιθες της γειτονιάς ήσαν παχείαι, χάρις εις τα κόλλυβα), έτρεξαν κι έπεσαν εις τα κόλλυβα, έψαχναν, έφευγαν με φόβον και με αποκοτιάν, κι εγύριζαν, κι έτρωγαν με κλωγμούς και κικκαβισμούς δυσπίστους.
Και το σμήνος των παιδίων γύρω εις την βράκαν του Δημητρού εβόμβει κι έκαμνε φοβερόν θόρυβον, και δεν έπαυε ν’ ακούεται η κραυγή:
-Δω μ’ κι εμένα μπάρμπα!
-Κι εμένα μπάρμπα!
-Τώρα πήρες εσύ!
-Εγώ δεν επήρα!
-Κι εγώ δεν επήρα!
Το παιδίον εδείκνυεν αφελώς τας χείρας του κενάς, πλην ο κόρφος εφούσκωνε∙ και το άλλο παιδίον, με το στόμα πλήρες, έκαμνεν όρκον ότι δεν επήρε.
Πολλοί άνδρες, εξελθόντες από τα μαγαζεία, πτωχαί γυναίκες, βαστούσαι νήπια εις τας ωλένας, ήλθον, κι έτεινον τας χείρας διά τα κόλλυβα.
Κι έλεγον:
-Θεός σχωρέσ’ ! Θεός σχωρέσει!
-Δω μ’ κι εμένα, μπάρμπα.
-Εγώ δεν επήρα!
-Μα το ναι και μα το ο;
-Μα το ψέμα π’ σε γελώ...
...
Τὸ μικρὸν νήπιον εἶχε ζήσει πέντε ἡμέρας εἰς τὸν κόσμον, ἐν μέσῳ χιόνων καὶ παγετῶν. Ὁ παπὰς ἐφόρεσε τὸ ἐπιτραχήλι, καὶ ἄρχισε τὴν ἀκολουθίαν τῶν νηπίων. «Τῶν τοῦ κόσμου ἡδέων, ἀναρπασθὲν ἄγευστον… Ἐβόας τοῖς Ἀποστόλοις ἄφετε τὰ παιδία ἵνα ἔρχωνται πρός με…» «Οὐδέν ἐστι πατρὸς συμπαθέστερον, οὐδέν ἐστι μητρὸς ἀθλιώτερον…»
Ὅπου ὁ μικρὸς υἱὸς τοῦ παπᾶ, ὅστις ἐκοίταζεν ἀνάλγητος τὸ μικρὸν νεκρὸν σῶμα, ἠρώτησεν ἀκαίρως τὸν πατέρα του:
― Παπά, γιατί λὲς «μητρὸς ἀθλιέστερον», καὶ δὲν λὲς «συμπαθέστερον» ὅπως καὶ γιὰ τὸν πατέρα;
Καὶ πάλιν τὸ παπαδόπαιδον, καθὼς ἐκράτει τὸ Ἁγιασματάριον, κ᾽ ἐμουρμούριζε τὰς λέξεις μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του, δὲν ἐκρατήθη νὰ ἐρωτήσῃ:
― Γιατί, παπά, πεθαίνουν τὰ μικρὰ παιδάκια;
Ὡς ἀπάντησις εἰς τὴν ἐρώτησιν ἐπῆλθε τὸ τελευταῖον τροπάριον, τὸ «Δόξα».
«Ἄλγος τῷ Ἀδὰμ ἐχρημάτισεν ἡ τοῦ ξύλου ἀπόγευσις πάλαι ἐν Ἐδέμ… δι᾽ αὐτοῦ γὰρ εἰσῆλθεν ὁ θάνατος, παγγενῆ κατεσθίων τὸν ἄνθρωπον…»
Εἶτα ἡ ἐκφορὰ ἔγινεν ἔξω τοῦ ναΐσκου τῶν Ταξιαρχῶν. Ἡ γραῖα, ἡ συντέκνισσα, ἐκράτει τὸ μικρὸν πρόχειρον φέρετρον, ἐν εἴδει λίκνου. Ὁ ἱερεὺς μὲ μαχαιρίδιον ἐχάραξεν ἐπάνω εἰς ἕνα κεραμίδι σταυροειδῶς ΙΣ ΧΣ ΝΙ ΚΑ. Εἶτα «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσει», καὶ τὰ λοιπά. Τὸ μικρὸν πλάσμα κατῆλθε νὰ κοιμηθῇ τὸν χρόνιον ὕπνον ὑποκάτω ἀπὸ τὰς χιόνας.

Aπό τα διηγήματα "Άγια και Πεθαμένα" και " Η Συντέκνισσα"

Παρασκευή

ν. βρεττάκος- πρόσκληση απ'έξω


Θὰ ἑτοιμάζονται τώρα ὅλα ν’ ἀνοίξουν.
Μπαίνει Φλεβάρης. Σ’ αὐτὸ τὸ νησὶ
κι’ οἱ πέτρες, τὴν ἄνοιξη, ἀνθίζουνε μὼβ
λουλούδια γαλήνης. Τί κίνηση τώρα
κάτω ἀπ’ τὸ χῶμα! Καὶ τί μουσικὴ
ἀπὸ κάτω ἀπ’ τὶς φλοῦδες. Στάζουνε οἱ ρίζες
φῶς μὲς στὴ γῆς. Ὅλα ἑτοιμάζονται.
Κι’ ἐγὼ εἶμαι ἕτοιμος. Παίζουν σὰν ἄσπρες
λυμένες κορδέλες τὰ κου-
ρασμένα μου δάχτυλα.
Οἱ μέρες
συγυρίζουν τούς λόφους. Ξεπλένει
τὰ πεῦκα ἡ βροχή. Ὁ Φλεβάρης
ξυστρίζει ἕνα ἄλογο ἢ ἑτοιμάζει
ἕνα ποτάμι. Τὸ Μάρτη
θὰ φύγουμε.

Πέμπτη

αιχμαλωσία φωτός- ελευθέριος μάινας


Ο ιερέας που εσταύρωσε τον Άρτο
δίχτυ άπλωσε τα λόγια στο ποτήρι
κι ετελειώθη το μυστήριο σε θαύμα,
Ιχθύς αιχμάλωτος ασπαίρει ο
Θεός.
 
Διαμελίζει με τη λόγχη τον Ι-Χ-Θ-Υ
μερίδες άτμητες που ακαίριο τον κρατάνε
και με λαβίδα πιάνει άνθρακες
πυρός
τους πεινασμένους όλους Ηλιο να χορτάσει.
 
Κλεισμένος στης καρδιάς το στρείδι
Μαργαρίτης
θάλασσα ερυθρά το αίμα καταυγάζει
και φθάνει ως τη διαφάνεια της σαρκός
στα πρόσωπα που λάμπουν παραδείσιο φως.

Τρίτη

αλεξ.παπαδιαμάντης-τα πτερόεντα δώρα


Ξένος τοῦ κόσμου καὶ τῆς σαρκός, κατῆλθε τὴν παραμονὴν ἀπὸ τὰ ὕψη, συστείλας τὰς πτέρυγας ὅπως τὰς κρύπτῃ, θεῖος ἄγγελος. Ἔφερε δῶρα ἀπὸ τὰ ἄνω βασίλεια διὰ νὰ φιλεύσῃ τοὺς κατοίκους τῆς πρωτευούσης. Ἦτον ὁ καλὸς ἄγγελος τῆς πόλεως.

Ἐκράτει εἰς τὴν χεῖρα ἓν ἄστρον καὶ ἐπὶ τοῦ στέρνου του ἔπαλλε ζωὴ καὶ δύναμις, καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἐξήρχετο πνοὴ θείας γαλήνης. Τὰ τρία ταῦτα δῶρα ἤθελε νὰ μεταδώσῃ εἰς ὅλους ὅσοι προθύμως τὰ δέχονται.


Εἰσῆλθεν ἐν πρώτοις εἰς ἓν ἀρχοντικὸν μέγαρον. Εἶδεν ἐκεῖ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν σεμνοτυφίαν, τὴν ἀνίαν καὶ τὸ ἀνωφελὲς τῆς ζωῆς ζωγραφισμένα εἰς τὰ πρόσωπα τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, καὶ ἤκουσε τὰ δύο τεκνία νὰ ψελλίζωσι λέξεις εἰς ἄγνωστον γλῶσσαν. Ὁ Ἄγγελος ἐπῆρε τὰ τρία οὐράνια δῶρά του, καὶ ἔφυγε τρέχων ἐκεῖθεν.

Ἐπῆγεν εἰς τὴν καλύβην πτωχοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀνὴρ ἔλειπεν ὅλην τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν ταβέρναν. Ἡ γυνὴ ἐπροσπάθει ν᾿ ἀποκοιμίσῃ μὲ ὀλίγον ξηρὸν ἄρτον τὰ πέντε τέκνα, βλασφημοῦσα ἅμα τὴν ὥραν ποὺ εἶχεν ὑπανδρευθῆ. Τὰ μεσάνυχτα ἐπέστρεψεν ὁ σύζυγός της· αὐτὴ τὸν ὕβρισε νευρικὴ μὲ φωνὴν ὀξεῖαν, ἐκεῖνος τὴν ἔδειρε μὲ τὴν ράβδον τὴν ὀζώδη, καὶ μετ᾿ ὀλίγον οἱ δύο ἐπλάγιασαν χωρὶς νὰ κάμουν τὴν προσευχήν των, καὶ ἤρχισαν νὰ ροχαλίζουν μὲ βαρεῖς τόνους. Ἔφυγεν ἐκεῖθεν ὁ Ἄγγελος.

Ἀνέβη εἰς μέγα κτίριον πλουσίως φωτισμένον. Ἦσαν ἐκεῖ πολλὰ δωμάτια μὲ τραπέζας, κ᾿ ἐπάνω των ἔκυπτον ἄνθρωποι μετροῦντες ἀδιακόπως χρήματα, παίζοντες μὲ χαρτία. Ὠχροὶ καὶ δυστυχεῖς, ὅλη ἡ ψυχή των ἦτο συγκεντρωμένη εἰς τὴν ἀσχολίαν ταύτην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε τὸ πρόσωπον μὲ τὰς πτέρυγάς του διὰ νὰ μὴ βλέπῃ κ᾿ ἔφυγε δρομαῖος.

Εἰς τὸν δρόμον συνήντησε πολλοὺς ἀνθρώπους, ἄλλους ἐξερχομένους ἀπὸ τὰ καπηλεῖα, οἰνοβαρεῖς, καὶ ἄλλους κατερχομένους ἀπὸ τὰ χαρτοπαίγνια, μεθύοντας χειροτέραν μέθην. Τινὰς εἶδε ν᾿ ἀσχημονοῦν, καὶ τινὰς ἤκουσε νὰ βλασφημοῦν τὸν Ἁι-Βασίλην ὡς πταίστην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε μὲ τὰς πτέρυγας τὰ ὦτα, διὰ νὰ μὴν ἀκούῃ, καὶ ἀντιπαρῆλθεν.

Ὑπέφωσκεν ἤδη ἡ πρωία τῆς πρωτοχρονιᾶς, καὶ ὁ Ἄγγελος διὰ νὰ παρηγορηθῇ, εἰσῆλθεν εἰς μίαν ἐκκλησίαν. Ἀμέσως πλησίον τῆς θύρας εἶδεν ἀνθρώπους νὰ μετροῦν νομίσματα, μόνον πὼς δὲν εἶχον παιγνιόχαρτα εἰς τὰς χεῖρας· καὶ εἰς τὸ βάθος, ἀντίκρυσεν ἕνα ἄνθρωπον χρυσοστόλιστον καὶ μιτροφοροῦντα ὡς Μῆδον σατράπην τῆς ἐποχῆς τοῦ Δαρείου, ποιοῦντα διαφόρους ἀκκισμοὺς καὶ ἐπιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἄλλοι μερικοὶ ἔψαλλον μὲ πεπλασμένας φωνάς: Τὸν Δεσπότην καὶ ἀρχιερέα!

Ὁ Ἄγγελος δὲν εὗρε παρηγορίαν. Ἐπῆρε τὰ πτερόεντα δῶρά του ― τὸ ἄστρον τὸ προωρισμένον νὰ λάμπῃ εἰς τὰς συνειδήσεις, τὴν αὔραν, τὴν ἱκανὴν διὰ νὰ δροσίζῃ τὰς ψυχάς, καὶ τὴν ζωήν, τὴν πλασμένην διὰ νὰ πάλλῃ εἰς τὰς καρδίας, ἐτάνυσε τὰς πτέρυγας, καὶ ἐπανῆλθεν εἰς τὰς οὐρανίας ἁψῖδας.
(1907)