Εν τω μεταξύ, η τεραστία ζεμπίλα, διά χειρών του μπαρμπα-Δημητρού, μετά πολλούς ωθισμούς και ελκυσμούς, έφθασεν αισίως έξω εις την υψηλήν πεζούλαν του νάρθηκος, όπου ο ορμαθός των παιδίων εκρεμάσθη τριγύρω εις την βράκαν του μπαρμπα-Δημητρού, ενώ η άλλη, η μικρή ζεμπίλα του Κακόμη, είχε ναυαγήσει εις τον μισόν δρόμον και διεσπάρησαν τα κόλλυβα εδώ κι εκεί εις τα μάρμαρα και εις το έδαφος της γης, κι έπεφταν με τα μούτρα τα παιδιά εν αλαλαγμώ και τα άρπαζαν. Μία πρώιμη κλώσσα με τα πουλάκια της και άλλαι παχείαι όρνιθες, ημίσεια δωδεκάς (όλαι αι όρνιθες της γειτονιάς ήσαν παχείαι, χάρις εις τα κόλλυβα), έτρεξαν κι έπεσαν εις τα κόλλυβα, έψαχναν, έφευγαν με φόβον και με αποκοτιάν, κι εγύριζαν, κι έτρωγαν με κλωγμούς και κικκαβισμούς δυσπίστους.
Και το σμήνος των παιδίων γύρω εις την βράκαν του Δημητρού εβόμβει κι έκαμνε φοβερόν θόρυβον, και δεν έπαυε ν’ ακούεται η κραυγή:
-Δω μ’ κι εμένα μπάρμπα!
-Κι εμένα μπάρμπα!
-Τώρα πήρες εσύ!
-Εγώ δεν επήρα!
-Κι εγώ δεν επήρα!
Το παιδίον εδείκνυεν αφελώς τας χείρας του κενάς, πλην ο κόρφος εφούσκωνε∙ και το άλλο παιδίον, με το στόμα πλήρες, έκαμνεν όρκον ότι δεν επήρε.
Πολλοί άνδρες, εξελθόντες από τα μαγαζεία, πτωχαί γυναίκες, βαστούσαι νήπια εις τας ωλένας, ήλθον, κι έτεινον τας χείρας διά τα κόλλυβα.
Κι έλεγον:
-Θεός σχωρέσ’ ! Θεός σχωρέσει!
-Δω μ’ κι εμένα, μπάρμπα.
-Εγώ δεν επήρα!
-Μα το ναι και μα το ο;
-Μα το ψέμα π’ σε γελώ...
...
Τὸ μικρὸν νήπιον εἶχε ζήσει πέντε ἡμέρας εἰς τὸν κόσμον, ἐν μέσῳ χιόνων καὶ παγετῶν. Ὁ παπὰς ἐφόρεσε τὸ ἐπιτραχήλι, καὶ ἄρχισε τὴν ἀκολουθίαν τῶν νηπίων. «Τῶν τοῦ κόσμου ἡδέων, ἀναρπασθὲν ἄγευστον… Ἐβόας τοῖς Ἀποστόλοις ἄφετε τὰ παιδία ἵνα ἔρχωνται πρός με…» «Οὐδέν ἐστι πατρὸς συμπαθέστερον, οὐδέν ἐστι μητρὸς ἀθλιώτερον…»
Ὅπου ὁ μικρὸς υἱὸς τοῦ παπᾶ, ὅστις ἐκοίταζεν ἀνάλγητος τὸ μικρὸν νεκρὸν σῶμα, ἠρώτησεν ἀκαίρως τὸν πατέρα του:
― Παπά, γιατί λὲς «μητρὸς ἀθλιέστερον», καὶ δὲν λὲς «συμπαθέστερον» ὅπως καὶ γιὰ τὸν πατέρα;
Καὶ πάλιν τὸ παπαδόπαιδον, καθὼς ἐκράτει τὸ Ἁγιασματάριον, κ᾽ ἐμουρμούριζε τὰς λέξεις μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του, δὲν ἐκρατήθη νὰ ἐρωτήσῃ:
― Γιατί, παπά, πεθαίνουν τὰ μικρὰ παιδάκια;
Ὡς ἀπάντησις εἰς τὴν ἐρώτησιν ἐπῆλθε τὸ τελευταῖον τροπάριον, τὸ «Δόξα».
«Ἄλγος τῷ Ἀδὰμ ἐχρημάτισεν ἡ τοῦ ξύλου ἀπόγευσις πάλαι ἐν Ἐδέμ… δι᾽ αὐτοῦ γὰρ εἰσῆλθεν ὁ θάνατος, παγγενῆ κατεσθίων τὸν ἄνθρωπον…»
Εἶτα ἡ ἐκφορὰ ἔγινεν ἔξω τοῦ ναΐσκου τῶν Ταξιαρχῶν. Ἡ γραῖα, ἡ συντέκνισσα, ἐκράτει τὸ μικρὸν πρόχειρον φέρετρον, ἐν εἴδει λίκνου. Ὁ ἱερεὺς μὲ μαχαιρίδιον ἐχάραξεν ἐπάνω εἰς ἕνα κεραμίδι σταυροειδῶς ΙΣ ΧΣ ΝΙ ΚΑ. Εἶτα «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσει», καὶ τὰ λοιπά. Τὸ μικρὸν πλάσμα κατῆλθε νὰ κοιμηθῇ τὸν χρόνιον ὕπνον ὑποκάτω ἀπὸ τὰς χιόνας.
Aπό τα διηγήματα "Άγια και Πεθαμένα" και " Η Συντέκνισσα"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου