"Ἄκουσε τὴν Χελιδόνα ποὺ μοῦ κελαηδεῖ τὰ χαράματα,
τὸν ἰσοθάνατο ὕπνο, Ἀδάμ, ἄφησε καὶ σήκω·
ἄκουσε ἐμένα, τὴ γυναίκα σου.
Ἐγὼ ποὺ παλιὰ προξένησα τὴν ἠθικὴ κατάπτωσι τῶν
ἀνθρώπων τώρα καὶ πάλι τοὺς σηκώνω.
Προσπάθησε νὰ καταλάβης τὰ θαυμαστὰ γεγονότα.
Κύτταξε πῶς αὐτὴ ἡ Κόρη, ποὺ ἄντρα δὲ γνώρισε,
γιατρεύει τὸ τραῦμα σου μὲ τὸ Παιδὶ ποὺ γέννησε.
Ἐμένα βέβαια κάποτε τὸ φίδι παρέσυρε καὶ σκιρτάει ἀπὸ χαρά.
Μὰ τώρα ποὺ βλέπει τοὺς ἀπογόνους μας φεύγει μὲ σύρσιμο.
Σήκωσε τότε κεφάλι σὲ μένα μὰ τώρα ποὺ ταπεινώθηκε
κολακεύει, δὲν χλευάζει, γιατὶ τρέμει Αὐτὸν ποὺ γέννησε
ἡ Κεχαριτωμένη.»
Καθὼς ὁ Ἀδὰμ ἄκουσε τὰ λόγια ποὺ σύνταξε ἡ γυναίκα του,
ἀμέσως ἐδίωξε τὸν ὕπνο ποὺ τοῦ ἐβάραινε τὰ βλέφαρα
καὶ τὸ κεφάλι τοῦ τίναξε σὰν αὐτὸν ποὺ ξυπνάει
καὶ τέντωσε τ᾿ αὐτιά του ποὺ τάφραξε ἡ παρακοὴ κι εἶπε τὰ παρακάτω:
«Ἀκούω ἁπαλὸ κελάηδημα κι ἕναν εὐχάριστο ψίθυρο.
Μὰ τώρα ὁ ἦχος αὐτοῦ του τραγουδιοῦ δὲν μὲ μαγεύει,
γιατὶ τὸ λέει γυναίκα κι αὐτῆς φοβᾶμαι τὴ φωνή.
Ἔχω πείρα κακή, γι᾿ αὐτὸ καὶ φοβᾶμαι τὸ θηλυκό.
Ὁ ἦχος μὲ μαγεύει γιατὶ ᾿ναι ἁπαλός, τὸ ὄργανο ὅμως
ποὺ τὸν βγάζει
μὲ κάνει νὰ φοβᾶμαι, μήπως μὲ ξεγελάσει ὅπως ἄλλοτε
καὶ προξενήσει ἐντροπὴ
στὴν Κεχαριτωμένη.»
«Ἐμπιστέψου ἀπόλυτα στὴ γυναίκας σου, ἄντρα, τὰ λόγια,
γιατὶ δὲν θὰ σὲ συμβουλέψω πάλι πράγματα ποὺ δίνουν πίκρες.
Τὰ παλιὰ πιὰ περάσανε,
κι ὅλα νέα τὰ ἔκαμε τῆς Μαρίας ὁ Γιός, ὁ Χριστός.
Τὴ δροσιὰ Τοῦ ὀσφράνσου τὴν καὶ ἀμέσως λουλουδίασε,
σὰν τὸ στάχυ ξεπρόβαλε, γιατὶ ἄνοιξι σ᾿ ἐπίασε,
ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πνέει σὰν αὔρα γλυκειά.
Ν᾿ ἀποφύγῃς προσπάθησε τὸν ἀφόρητο καύσωνα στὸν ὁποῖο βρισκόσουνα
καὶ ἐμπρὸς ἀκολοῦθα μὲ στὴ Μαρία νὰ πᾶμε, καὶ τὰ ἄχραντα πόδια Της
τώρα μαζί μου ἄγγιξε κι ἀμέσως θὰ μᾶς σπλαχνιστῆ
ἡ Κεχαριτωμένη.»
«Νοιώθω, γυναίκα, τὴν Ἄνοιξι καὶ τὴν ἀπόλαυσι αἰσθάνομαι
ποὺ χάσαμε παλιά, γιατὶ βλέπω Παράδεισο
νέο, ἀλλοιώτικο τὴν Παρθένο
νὰ κρατᾶ στὴν ἀγκάλη τὸ ἴδιο τὸ Ξύλο τῆς Ζωῆς, τὸ ὁποῖο κάποτε
ἐφρουροῦσε ἅγιο Χερουβεὶμ γιὰ νὰ μὴν τὸ ἀγγίξω.
Λοιπὸν ἀχειροποίητο τὸ βλέπω νὰ φυτρώνη
καὶ ἐνοίωσα, γυναίκα μου, πνοὴ τὴ ζωηφόρο του,
ἐγώ, ποὺ σκόνη ἤμουνα καὶ ἄψυχος πηλός,
ἐγέμισα ζωή. Κι ἀφοῦ ἐπῆρα δύναμι ἀπὸ τὴν εὐωδία της
θὰ τραβήξω γιὰ Κείνην, ποὺ ἀνθίζει τὸν Καρπό της
ζωῆς μας,
ἡ Κεχαριτωμένη."
Από το "Κοντακιον έτερον εις του Χριστού γέννησιν (οίκοι δ'- ζ')"
Ποιητική απόδοση του εορτάζοντα π.Ανανια Κουστένη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου