πένθος χαρωπόν= η βαθιά συναίσθηση και το υπέροχο βίωμα της μακαρίας χαρμολύπης , πού υπάρχει και εγκρύπτεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Αφορμή ένας στίχος του Ν. Καρούζου, από το ποίημα "απολέλυσαι της ασθενείας σου". Όλοι οι ποιητές , είτε το γνωρίζουν , είτε το αρνούνται,είτε το αγνοούν είναι λίγο πολύ χαρμολυπικοί.Η μακαρία χαρμολύπη όμως εντοπίζεται απόλυτα μόνο στους βιωματικούς μυστικούς της ορθόδοξης πνευματικότητας.

Πέμπτη

οδ.ελύτης- το εικόνισμα


Ίδιος ο βράχος κι όλο ευσέβεια
Περιπατούν τα κύματα στα σκοτεινά. Οι ασφόδελοι
Και οι νάρκισσοι κι εκείνοι αποκυήματα
Της φαντασίας των νεκρών παν κατά νέφη και ύπνους

Προχωρώ από ένστικτο μην ξέροντας ποια μέρα

Μυρίζει ευγένεια ξύλου παλαιού
Ή ζώου ταπεινωμένου. Και βέβαια
Κάπου εδώ πρέπει να υπήρξα· τόσο γρήγορα
Πού ξημερώνει και σας ξαναβρίσκω

Βάσανα μου ιερά χορταριασμένα σπίτια κεραμιδιά μέσα στα
λεμονόδεντρα

Τόξα, καμάρες οπού εστάθηκα κι ανοιχτές βρύσες
Που ν’ άγγιξε άγγελος; Τί να ‘μεινε; Ποιος τώρα;

Μισοσβησμένος φτάνω από της πολιτείας τα μέρη
Όπως από της εκκλησιάς την πυρκαγιά το εικόνισμα
Κόκκινα της φωτιάς και μαύρα του δαιμόνου
Πού μες στη δρόσο του πρωινού
σιγά σιγά διαλύονται

Ξέφτιος κι όλο χαρακιές, με τη λέξη ακόμη σ’ αγαπώ ευδιάκριτη
επάνω του

Ο τοίχος! Και της κλίμακας ή κουπαστή κι εκείνη
Άβαφη κι από τις πολλές απαλές πού πέρασαν παλάμες λεία!
Φορτωμένος γηρατειά και νεότητες πάλι ανεβαίνω
Ξέροντας πού το παλιό σανίδωμα θα τρίξει, πότε
Θα με κοιτάξει από το κάδρο της ή θεία Μελισσινή
Και αν αύριο θα βρέξει

Ίσως κάτι πού μου ανήκει ανέκαθεν να διεκδικώ
Μπορεί και απλώς μια θέση μες στα Ερχόμενα
Πού είναι το Ίδιο· ένδυμα καμωμένο από φωτιά ψυχρή
Πράσινα του χαλκού και βυσσινιά βαθιά της Παναγίας

Στέκω με το δεξί μου χέρι στην καρδιά
Πίσω μου δύο ή τρία κηροπήγια
Το μικρό τετράγωνο παράθυρο πάνω στην καταιγίδα
Τα Πέραν και τα Μέλλοντα.

Ελύτης " το εικόνισμα "
Από Τα ελεγεία της Οξώπετρας

φωτογραφία  " Στα Μονοπάτια των Μονών και των Μεγάλων Ζωγράφων "
Ίδιος ο βράχος κι όλο ευσέβεια
Περιπατούν τα κύματα στα σκοτεινά. Οι ασφόδελοι
Και οι νάρκισσοι κι εκείνοι αποκυήματα
Της φαντασίας των νεκρών παν κατά νέφη και ύπνους
Προχωρώ από ένστικτο μην ξέροντας ποια μέρα

Μυρίζει ευγένεια ξύλου παλαιού
Ή ζώου ταπεινωμένου. Και βέβαια
Κάπου εδώ πρέπει να υπήρξα· τόσο γρήγορα
Πού ξημερώνει και σας ξαναβρίσκω

Βάσανα μου ιερά χορταριασμένα σπίτια κεραμιδιά μέσα στα
λεμονόδεντρα

Τόξα, καμάρες οπού εστάθηκα κι ανοιχτές βρύσες
Που ν’ άγγιξε άγγελος; Τί να ‘μεινε; Ποιος τώρα;

Μισοσβησμένος φτάνω από της πολιτείας τα μέρη
Όπως από της εκκλησιάς την πυρκαγιά το εικόνισμα
Κόκκινα της φωτιάς και μαύρα του δαιμόνου
Πού μες στη δρόσο του πρωινού
σιγά σιγά διαλύονται

Ξέφτιος κι όλο χαρακιές, με τη λέξη ακόμη σ’ αγαπώ ευδιάκριτη
επάνω του

Ο τοίχος! Και της κλίμακας ή κουπαστή κι εκείνη
Άβαφη κι από τις πολλές απαλές πού πέρασαν παλάμες λεία!
Φορτωμένος γηρατειά και νεότητες πάλι ανεβαίνω
Ξέροντας πού το παλιό σανίδωμα θα τρίξει, πότε
Θα με κοιτάξει από το κάδρο της ή θεία Μελισσινή
Και αν αύριο θα βρέξει

Ίσως κάτι πού μου ανήκει ανέκαθεν να διεκδικώ
Μπορεί και απλώς μια θέση μες στα Ερχόμενα
Πού είναι το Ίδιο· ένδυμα καμωμένο από φωτιά ψυχρή
Πράσινα του χαλκού και βυσσινιά βαθιά της Παναγίας

Στέκω με το δεξί μου χέρι στην καρδιά
Πίσω μου δύο ή τρία κηροπήγια
Το μικρό τετράγωνο παράθυρο πάνω στην καταιγίδα
Τα Πέραν και τα Μέλλοντα.



Από Τα ελεγεία της Οξώπετρας

φωτογραφία " Στα Μονοπάτια των Μονών και των Μεγάλων Ζωγράφων
"



από το φβ

Δεν υπάρχουν σχόλια: