Ἔτσι καθὼς ἐστέκονταν ὀρθὸς μπροστὰ στὴν Πύλη κι ἄπαρτος μὲς
στὴ λύπη του
Μακριὰ τοῦ κόσμου ποὺ ἡ ψυχή του γύρευε νὰ λογαριάσει στὸ φάρ-
δος Παραδείσου Καὶ σκληρὸς πιὸ κι ἀπ᾿ τὴν πέτρα ποὺ δὲν τὸν
εἴχανε κοιτάξει τρυφερὰ ποτὲ - κάποτε τὰ στραβὰ δόντια του ἄσπρι-
ζαν παράξενα
Κι ὅπως περνοῦσε μὲ τὸ βλέμμα του λίγο πιὸ πάνω ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώ-
πους κι ἔβγανε ἀπ᾿ ὅλους Ἔναν ποὺ τοῦ χαμογελούσε τὸν
Ἀληθινόν ποὺ ὁ χάρος δὲν τὸν ἔπιανε
Πρόσεχε νὰ προφέρει καθαρὰ τὴ λέξη θάλασσα ἔτσι ποὺ νὰ γυαλί-
σοῦν μέσα της ὅλα τὰ δελφίνια Κι ἡ ἐρημιὰ πολλὴ ποὺ νὰ χωρᾶ ὁ
Θεός κι ἡ κάθε μιὰ σταγόνα σταθερὴ στὸν ἥλιο ν᾿ ἀνεβαίνει
Νέος ἀκόμα εἶχε δεῖ στοὺς ὤμους τῶν μεγάλων τὰ χρυσὰ νὰ λάμπουν
καὶ νὰ φεύγουν Καὶ μιὰ νύχτα θυμᾶται σ᾿ ὥρα μεγάλης τρικυ-
μῖας βόγκηξε ὁ λαιμός του πόντου τόσο ποὺ θολώθη μὰ δὲν ἔστερ-
ξὲ νὰ τοῦ σταθεῖ
Βαρὺς ὁ κόσμος νὰ τὸν ζήσεις ὅμως γιὰ λίγη περηφάνια τὸ ἄξιζε.
Τώρα καθὼς τοῦ ἥλιου ἡ φτερωτὴ ὁλοένα γυρνοῦσε καὶ πιὸ γρήγο-
ρα οἱ αὐλὲς βουτοῦσαν μέσα στὸ χειμώνα κι ἔβγαιναν πάλι κατά-
κόκκινες ἀπ᾿ τὰ γεράνια
Κι οἱ μικροὶ δροσεροὶ τροῦλοι ὅμοια μέδουσες γαλάζιες ἔφταναν κά-
θε φορὰ καὶ πιὸ ψηλὰ στ᾿ ἀσήμια ποὺ τὰ ψιλοδούλευε ὁ ἀγέρας
γι᾿ ἄλλων καιρών πιὸ μακρινῶν τὸ εἰκόνισμα
Κόρες παρθένες φέγγοντας ἡ ἀγκαλιὰ τοὺς ἕνα θερινὸ ξημέρωμα
φρέσκα βαγιόφυλλα καὶ τῆς μυρσίνης τῆς ξεριζωμένης τῶν βυθῶν
σταλάζοντας ἰώδιο τὰ κλωνάρια
Τοῦ ῾φερναν Ἐνῶ κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια του ἄκουγε στὴ μεγάλη κά-
ταβόθρα νὰ καταποντίζονται πλῶρες μαύρων καραβιών τ᾿ ἀρχαῖα
καὶ καπνισμένα ξύλα ὄθε μὲ στυλωμένο μάτι ὀρθὲς ἀκόμη Θεό-
μήτορες ἐπιτιμούσανε
Ἀναποδογυρισμένα στὶς χωματερὲς ἀλόγατα σωρὸς τὰ χτίσματα
μικρὰ μεγάλα θρουβαλιασμὸς καὶ σκόνης ἄναμμα μὲς στὸν ἀέρα
Πάντοτε μὲ μιὰ λέξη μὲς στὰ δόντια του ἄσπαστη κειτάμενος
Αὐτὸς
ὁ τελευταῖος Ἕλληνας!
(1969)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου