πένθος χαρωπόν= η βαθιά συναίσθηση και το υπέροχο βίωμα της μακαρίας χαρμολύπης , πού υπάρχει και εγκρύπτεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Αφορμή ένας στίχος του Ν. Καρούζου, από το ποίημα "απολέλυσαι της ασθενείας σου". Όλοι οι ποιητές , είτε το γνωρίζουν , είτε το αρνούνται,είτε το αγνοούν είναι λίγο πολύ χαρμολυπικοί.Η μακαρία χαρμολύπη όμως εντοπίζεται απόλυτα μόνο στους βιωματικούς μυστικούς της ορθόδοξης πνευματικότητας.

Σάββατο

Ανεννόητος Χαρά!



Ποσάκις δακρύων εξ αγνώστου χαράς έμεινα κρυφά εις την γωνίαν εκεί κάτω ακίνητος, ως ο φιλάργυρος ο φοβούμενος μη κλέψωσι τον θησαυρόν του· έμεινα να βλέπω κρυφά-κρυφά την τρυφεράν αυτήν του Επιταφίου πομπήν, κατερχομένην από τον ανήφορον, εισπνέων βαθέως εν άσθματι ως εντός κήπου ανθέων, ως να ήθελον να ροφήσω διά μιας όλην εκείνην την μαρμαρυγήν, ως να ήθελον να χορτάσω όλην εκείνην την αχόρταστον μαγείαν!

Ω πατρίς μου μικρά,πόσον μεγάλη είσαι εν τη θρησκεία σου!

...Αἱ δύο γυναῖκες ἤρχισαν νὰ ἀναζωπυρῶσι τὰ φιτίλια, νὰ ρίπτωσιν ἔλαιον εἰς τὰς κανδήλας καὶ νὰ κάμνωσιν ἐγκαρδίους σταυρούς. ᾘσθάνοντο ἀνέκφραστον χαρὰν καὶ γλύκαν εἰς τὰ σωθικά των. Ἦτο Ἀνάστασις, Ἀνάστασις! Τὸ πρόσωπον τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ἔλαμπε μὲ ἅγιον φῶς, δεξιὰ τῆς Ἱερᾶς Πύλης. Ἡ μορφὴ τῆς Δεσποίνης Θεοτόκου ἤστραπτεν ἐξ ἀφάτου χαρᾶς ἀριστερόθεν, κρατούσης τὸ θεῖον βρέφος της. Ἡ ὄψις τοῦ τιμίου Προδρόμου, μὲ ἕνα βόστρυχον τῆς κόμης φρίττοντα πρὸς τὰ ἄνω, ὡς νὰ ἐσελαγίζετο ἐκ μυστικῆς εὐφροσύνης παραπλεύρως ἐκείνου οὗ τὴν φρικτὴν κορυφὴν ἠξιώθη νὰ χειροθετήσῃ.


1.αλεξ.μωραϊτίδης,άρατε πύλας
2.αλεξ.παπαδιαμάντης, λαμπριάτικος ψάλτης

Καλή Ανάσταση σε όλους τους φίλους του ιστολογίου!

Παρασκευή

[...προπέμποντες τον επιτάφιον αγλαόφωτον...]

...καὶ τὴν Μεγάλην Παρασκευήν, περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ἡ μήτηρ ὡδήγησε τὰ δύο παιδία εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου, ἀφοῦ ἔκαμαν τρεῖς γονυκλισίας πρὸ τοῦ ἀνθοστεφοῦς κουβουκλίου, ἠσπάσθησαν τὸν μυρόπνουν Ἐπιτάφιον, τὸ ἀργυρόχρυσον Εὐαγγέλιον μὲ τ᾽ ἀγγελούδια, καὶ τὸν Σταυρὸν μὲ τ᾽ ἀνθρωπάκια καὶ τὶς Παναγίτσες (τί χαρά, τί δόξα!)...Εἶτα οἱ πιστοὶ ὅλοι μὲ ἀνημμένας λαμπάδας ἐξῆλθον εἰς τὸ ὕπαιθρον, ὑπὸ τὸ ἀμαυρωθὲν φέγγος τῆς φθινούσης σελήνης, ἐνῷ ἡ αὐγὴ ἔλαμπεν ἤδη ροδίνη καὶ ξανθή, προπέμποντες τὸν Ἐπιτάφιον ἀγλαόφωτον μὲ σειρὰς λαμπάδων. Καὶ ἡ αὔρα πραεῖα ἐκίνει ἠρέμα τοὺς πυρσούς, χωρὶς νὰ τοὺς σβήνῃ, καὶ ἡ ἄνοιξις ἔπεμπε τὰ ἐκλεκτότερα ἀρώματά της εἰς τὸν Παθόντα καὶ Ταφέντα, ὡς νὰ συνέψαλλε καὶ αὐτή, «ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον!» καὶ ἡ θάλασσα φλοισβίζουσα καὶ μορμύρουσα παρὰ τὸν αἰγιαλὸν ἐπανελάμβανεν, «οἴμοι γλυκύτατε Ἰησοῦ!» ...
αλεξ.παπαδιαμάντης,παιδική πασχαλιά (1891)

Τρίτη

αλεξ.παπαδιαμάντης-χωρίς στεφάνι


"...αλλ᾽ Ἐκεῖνος, ὅστις ἀνέστη «ἕνεκα τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων», ὅστις ἐδέχθη τῆς ἁμαρτωλῆς τὰ μύρα καὶ τὰ δάκρυα καὶ τοῦ λῃστοῦ τὸ Μνήσθητί μου, θὰ δεχθῇ καὶ αὐτῆς τῆς πτωχῆς τὴν μετάνοιαν, καὶ θὰ τῆς δώσῃ χῶρον καὶ τόπον χλοερόν, καὶ ἄνεσιν καὶ ἀναψυχὴν εἰς τὴν βασιλείαν Του τὴν αἰωνίαν."

Τάχα δὲν ἦτον οἰκοκυρὰ κι αὐτὴ στὸ σπίτι της καὶ στὴν αὐλήν της; Τάχα δὲν ἦτο κι αὐτή, ἕναν καιρόν, νέα μὲ ἀνατροφήν; Εἶχε μάθει γράμματα εἰς τὰ σχολεῖα. Εἶχε πάρει τὸ δίπλωμά της ἀπὸ τὸ Ἀρσάκειον.
Κ᾽ ἐτήρει ὅλα τὰ χρέη της τὰ κοινωνικά, καὶ μετήρχετο τὰ οἰκιακὰ ἔργα της, καλύτερ᾽ ἀπὸ καθεμίαν. Εἶχε δὲ μεγάλην καθαριότητα εἰς τὸ σπίτι της, κ᾽ εἰς τὰ κατώφλιά της, πρόθυμη ν᾽ ἀσπρίζῃ καὶ νὰ σφουγγαρίζῃ χωρὶς ποτὲ νὰ βαρύνεται, καὶ χωρὶς νὰ δεικνύῃ τὴν παραξενιὰν ἐκείνην, ἥτις εἶναι συνήθης εἰς ὅλας τὰς γυναῖκας τὰς ἀγαπώσας μέχρις ὑπερβολῆς τὴν καθαριότητα. Καὶ ὅταν ἔμβαινεν ἡ Μεγάλη Ἑβδομάς, ἐδιπλασίαζε τ᾽ ἀσπρίσματα καὶ τὰ πλυσίματα, τόσον ὁποὺ ἔκαμνε τὸ πάτωμα ν᾽ ἀστράφτῃ, καὶ τὸν τοῖχον νὰ ζηλεύῃ τὸ πάτωμα.
Ἤρχετο ἡ Μεγάλη Πέμπτη καὶ αὐτὴ ἄναφτε τὴν φωτιάν της, ἔστηνε τὴν χύτραν της, κ᾽ ἔβαπτε κατακκόκινα τὰ πασχαλινὰ αὐγά. Ὕστερον ἡτοίμαζε τὴν λεκάνην της, ἐγονάτιζεν, ἐσταύρωνε τρεῖς φορὲς τ᾽ ἀλεύρι, κ᾽ ἐζύμωνε καθαρὰ καὶ τεχνικὰ τὶς κουλοῦρες, κ᾽ ἐνέπηγε σταυροειδῶς ἐπάνω τὰ κόκκινα αὐγά.
Καὶ τὸ βράδυ, ὅταν ἐνύχτωνε, δὲν ἐτόλμα νὰ πάγῃ ν᾽ ἀνακατωθῇ μὲ τὰς ἄλλας γυναῖκας διὰ ν᾽ ἀκούσῃ τὰ Δώδεκα Εὐαγγέλια. Ἤθελε νὰ ἦτον τρόπος νὰ κρυβῇ ὀπίσω ἀπὸ τὰ νῶτα καμμιᾶς ὑψηλῆς καὶ χονδρῆς, ἢ εἰς τὴν ἄκραν οὐρὰν ὅλου τοῦ στίφους τῶν γυναικῶν, κολλητὰ μὲ τὸν τοῖχον, ἀλλ᾽ ἐφοβεῖτο μήπως γυρίσουν καὶ τὴν κοιτάξουν.
Τὴν Μεγάλην Παρασκευὴν ὅλην τὴν ἡμέραν ἐρρέμβαζε κ᾽ ἔκλαιε μέσα της, κ᾽ ἐμοιρολογοῦσε τὰ νιᾶτά της, καὶ τὰ φίλτατά της ὅσα εἶχε χάσει, καὶ ὠνειρεύετο ξυπνητή, κ᾽ ἐμελετοῦσε νὰ πάγῃ κι αὐτὴ τὸ βράδυ πρὶν ἀρχίσῃ ἡ Ἀκολουθία ν᾽ ἀσπασθῇ κλεφτὰ-κλεφτὰ τὸν Ἐπιτάφιον, καὶ νὰ φύγῃ, καθὼς ἡ Αἱμόρρους ἐκείνη, ἡ κλέψασα τὴν ἴασίν της ἀπὸ τὸν Χριστόν. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, ὅταν ἤρχιζε νὰ σκοτεινιάζῃ, τῆς ἔλειπε τὸ θάρρος, καὶ δὲν ἀπεφάσιζε νὰ ὑπάγῃ. Τῆς ἤρχετο παλμός.
Καὶ τὴν Κυριακὴν τὸ πρωί, βαθιὰ μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἵστατο πάλιν μισοκρυμμένη εἰς τὸ παράθυρον, κρατοῦσα τὴν ἀνωφελῆ καὶ ἀλειτούργητην λαμπάδα της, καὶ ἤκουε τὰς φωνὰς τῆς χαρᾶς καὶ τοὺς κρότους, κ᾽ ἔβλεπε κ᾽ ἐζήλευε μακρόθεν ἐκείνας, ὁποὺ ἐπέστρεφαν τρέχουσαι φροὺ-φροὺ ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, φέρουσαι τὰς λαμπάδας των λειτουργημένας, ἀναμμένας ἕως τὸ σπίτι, εὐτυχεῖς, καὶ μέλλουσαι νὰ διατηρήσωσι δι᾽ ὅλον τὸν χρόνον τὸ ἅγιον φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Καὶ αὐτὴ ἔκλαιε κ᾽ ἐμοιρολογοῦσε τὴν φθαρεῖσαν νεότητά της.
Μόνον τὸ ἀπόγευμα τῆς Λαμπρῆς, ὅταν ἐσήμαινον οἱ κώδωνες τῶν ναῶν διὰ τὴν Ἀγάπην, τὴν Δευτέραν Ἀνάστασιν καλουμένην, μόνον τότε ἐτόλμα νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὴν οἰκίαν, ἀθορύβως καὶ ἐλαφρὰ πατοῦσα, τρέχουσα τὸν τοῖχον-τοῖχον, κολλῶσα ἀπὸ τοῖχον εἰς τοῖχον, μὲ σχῆμα καὶ μὲ τρόπον τοιοῦτον ὡς νὰ ἔμελλε νὰ εἰσέλθῃ διά τι θέλημα εἰς τὴν αὐλὴν καμμιᾶς γειτονίσσης. Καὶ ἀπὸ τοῖχον εἰς τοῖχον ἔφθανεν εἰς τὴν βόρειον πλευρὰν τοῦ ναοῦ, καὶ διὰ τῆς μικρᾶς πλαγινῆς θύρας, κρυφὰ καὶ κλεφτὰ ἔμβαινε μέσα.
Εἰς τὰς Ἀθήνας, ὡς γνωστόν, ἡ πρώτη Ἀνάστασις εἶναι γιὰ τὶς κυράδες, ἡ δευτέρα γιὰ τὶς δοῦλες. Ἡ Χριστίνα ἡ Δασκάλα ἐφοβεῖτο τὰς νύκτας νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, μήπως τὴν κοιτάξουν, καὶ δὲν ἐφοβεῖτο τὴν ἡμέραν, νὰ μὴν τὴν ἰδοῦν. Διότι οἱ κυράδες τὴν ἐκοίταζαν, οἱ δοῦλες τὴν ἔβλεπαν ἁπλῶς. Εἰς τοῦτο δὲ ἀνεύρισκε μεγάλην διαφοράν. Δὲν ἤθελεν ἢ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἔρχεται εἰς ἐπαφὴν μὲ τὰς κυρίας, καὶ ὑπεβιβάζετο εἰς τὴν τάξιν τῶν ὑπηρετριῶν. Αὐτὴ ἦτο ἡ τύχη της...
... Αὐτὴ ἦτον ἡ Χριστίνα ἡ δασκάλα, ὅπως τὴν ἔλεγαν ἕναν καιρόν. Παιδία δὲν εἶχε διὰ νὰ φοβῆται τὰς ἐπιπλήξεις τοῦ ἐπιτρόπου. Τὰ παιδία της τὰ εἶχε θάψει, χωρὶς νὰ τὰ ἔχῃ γεννήσει. Καὶ ὁ ἀνὴρ τὸν ὁποῖον εἶχε δὲν ἦτο σύζυγός της.
Ἦσαν ἀνδρόγυνον χωρὶς στεφάνι...
Ἔκτοτε παρῆλθον χρόνοι καὶ χρόνοι, κ᾽ ἐκεῖνος ἀκόμη εἶχε μαῦρα τὰ μαλλιά, κι αὐτὴ εἶχεν ἀσπρίσει. Καὶ δὲν τὴν ἐστεφανώθη ποτέ.

Αὐτὴ δὲν ἐγέννησε τέκνον. Ἐκεῖνος εἶχε καὶ ἄλλας ἐρωμένας. Κ᾽ ἐγέννα τέκνα μὲ αὐτάς.
Ἡ ταλαίπωρος αὐτὴ μανθάνουσα, ἐπιπλήττουσα, διαμαρτυρομένη, ὑπομένουσα, ἐγκαρτεροῦσα, ἔπαιρνε τὰ νόθα τοῦ ἀστεφανώτου ἀνδρός της εἰς τὸ σπίτι, τὰ ἐθέρμαινεν εἰς τὴν ἀγκαλιάν της, ἀνέπτυσσε μητρικὴν στοργήν, τὰ ἐπονοῦσε. Καὶ τὰ ἀνέσταινε, κ᾽ ἐπάσχιζε νὰ τὰ μεγαλώσῃ. Καὶ ὅταν ἐγίνοντο δύο ἢ τριῶν ἐτῶν, καὶ τὰ εἶχε πονέσει πλέον ὡς τέκνα της, τότε ἤρχετο ὁ Χάρος, συνοδευόμενος ἀπὸ τὴν ὀστρακιάν, τὴν εὐλογιάν, καὶ ἄλλας δυσμόρφους συντρόφους… καὶ τῆς τὰ ἔπαιρνεν ἀπὸ τὴν ἀγκαλιάν της.
Τρία ἢ τέσσαρα παιδία τῆς εἶχαν ἀποθάνει οὕτω ἐντὸς ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ἐτῶν.
Κι αὐτὴ ἐπικραίνετο. Ἐγήρασκε καὶ ἄσπριζε. Κ᾽ ἔκλαιε τὰ νόθα τοῦ ἀνδρός της ὡς νὰ ἦσαν γνήσια ἰδικά της. Κ᾽ ἐκεῖνα τὰ πτωχά, τὰ μακάρια, περιΐπταντο εἰς τὰ ἄνθη τοῦ παραδείσου, ἐν συντροφίᾳ μὲ τ᾽ ἀγγελούδια τὰ ἐγχώρια ἐκεῖ.
Ἐκεῖνος οὐδὲ λόγον τῆς ἔκαμνε πλέον περὶ στεφανώματος. Κι αὐτὴ δὲν ἔλεγε πλέον τίποτε. Ὑπέφερεν ἐν σιωπῇ.
Κ᾽ ἔπλυνε κ᾽ ἐσυγύριζεν ὅλον τὸν χρόνον. Τὴν Μεγάλην Πέμπτην ἔβαπτε τ᾽ αὐγὰ τὰ κόκκινα. Καὶ τὰς καλὰς ἡμέρας δὲν εἶχε τόλμης πρόσωπον νὰ ὑπάγῃ κι αὐτὴ εἰς τὴν ἐκκλησίαν.
Μόνον τὸ ἀπόγευμα τοῦ Πάσχα, εἰς τὴν ἀκολουθίαν τῆς Ἀγάπης, κρυφὰ καὶ δειλὰ εἰσεῖρπεν εἰς τὸν ναόν, διὰ ν᾽ ἀκούσῃ τὸ «Ἀναστάσεως ἡμέρα» μαζὶ μὲ τὶς δοῦλες καὶ τὶς παραμάννες.
Ἀλλ᾽ Ἐκεῖνος, ὅστις ἀνέστη «ἕνεκα τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων», ὅστις ἐδέχθη τῆς ἁμαρτωλῆς τὰ μύρα καὶ τὰ δάκρυα καὶ τοῦ λῃστοῦ τὸ Μνήσθητί μου, θὰ δεχθῇ καὶ αὐτῆς τῆς πτωχῆς τὴν μετάνοιαν, καὶ θὰ τῆς δώσῃ χῶρον καὶ τόπον χλοερόν, καὶ ἄνεσιν καὶ ἀναψυχὴν εἰς τὴν βασιλείαν Του τὴν αἰωνίαν.

(διασκευασμένο κατά το συντομότερο)


Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2018/04/1892.html#ixzz5BbHSFdO8

Δευτέρα

γ.ρίτσος-όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού

“Χριστέ μου, γιατί φόρεσες αυτό μακρύ πένθιμο φουστάνι κι
αυτά τ’ αγκάθια στο κεφάλι σου; 
Χάθηκαν τα λουλούδια;
Ή τάχατε, αν φορούσες παπαρούνες πάνου στ’ αχτένιστα μαλλιά
δε θα σ’ την πόρτα του ουρανού;

Μη χαμογελάς που ‘χω κ’ εγώ δεμένο το κεφάλι.
Είναι που γλίστρησα προχτές μέσα στα βάτα κυνηγώντας πεταλούδες.
Έλα να πιαστούμε από το χέρι σαν παιδιά και να πάμε
στους αγρούς να σε μάθω φλογέρα.
Πάμε να σου κόψω τα λυπημένα μαλλιά σου με το ίδιο
μεγάλο ψαλίδι που κουρεύουν τα προβατάκια.
Και να δεις, ο Θεός θα μας αγαπήσει, θα μας βάλει να κάτσουμε
στα πόδια του και θα χαμογελάει γλυκά καθώς εμείς θα
στολίζουμε τα μακριά τα μακριά μουστάκια του με μαργαρίτες.
Κι όταν βραδιάσει θα ζέψουμε το μικρό του τ’ αμάξι που το
σέρνουν οι γρύλλοι και θα περάσουμε στη μέση του παραδείσου
ενώ οι άγγελοι θ’ ανάβουν τ’ αστέρια για να φωτίζουν
τ’ άλλα παιδάκια που μείνανε κάτου στον κάμπο…”