πένθος χαρωπόν= η βαθιά συναίσθηση και το υπέροχο βίωμα της μακαρίας χαρμολύπης , πού υπάρχει και εγκρύπτεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Αφορμή ένας στίχος του Ν. Καρούζου, από το ποίημα "απολέλυσαι της ασθενείας σου". Όλοι οι ποιητές , είτε το γνωρίζουν , είτε το αρνούνται,είτε το αγνοούν είναι λίγο πολύ χαρμολυπικοί.Η μακαρία χαρμολύπη όμως εντοπίζεται απόλυτα μόνο στους βιωματικούς μυστικούς της ορθόδοξης πνευματικότητας.

Δευτέρα

Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω

Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος. Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω. Εσύ μόνη απ' τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ' την κόψη της πέτρας μιλάς Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις πασχαλιάν αναστάσιμη!
Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης! Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται!
Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη. Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα. Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά;
Τα θεμέλιά μου στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος!
 
Από το άξιον εστί

Σάββατο

ο οκτώβρης σημαία στα μπαλκόνια- ηλίας κατσούλης





Τον ξέρω για ευαίσθητο και για παραπονιάρη
τον πάω στην Ακρόπολη, μετά στο Λουμπαρδιάρη

Με γιασεμάκι χιώτικο, λευκό χρυσανθεμάκι
Οκτώβρης ήρθε κι άνοιξε του κήπου το πορτάκι
τα μάτια είχε χαμηλά, σεμνά και λυπημένα
και κάτω από τα βλέφαρα δυο σύννεφα κρυμμένα.
 
Τον ξέρω για ευαίσθητο και για παραπονιάρη
τον πάω στην Ακρόπολη, μετά’στο Λουμπαρδιάρη.
Του Αϊ Δημήτρη ανήμερα εχάρηκε η ψυχή του
έτσι που ήλιος έγινε στα μάτια η βροχή του


Την άλλη μέρα το πρωί, θυμάται το `40
τη σχολική παρέλαση, τη μεθυσμένη μπάντα
τα γυριστά σαξόφωνα και τα χρυσά τρομπόνια
κι αυτός σημαία υψώθηκε στης πόλης τα μπαλκόνια



Τον ξέρω για ευαίσθητο και για παραπονιάρη
τον πάω στην Ακρόπολη, μετά στο Λουμπαρδιάρη.
Του Αϊ Δημήτρη ανήμερα εχάρηκε η ψυχή του
έτσι που ήλιος έγινε στα μάτια η βροχή του.


από τον δίσκο Καλαντάρι του Π. Θαλασσινού (2006)

Τρίτη

τ. λειβαδίτης- ...την ελπίδα στους ναυαγούς...



...Kι ο Θεός

που απ' τις δακρυσμένες προσευχές των παιδιών που φοβούνται τη νύχτα 


φτιάχνει τις πρώτες γαλάζιες γραμμές της μέρας


 που στέλνουν την ελπίδα στους ναυαγούς


Πέμπτη

ν.καρούζος- [δίχως τα δάκρυα που μας επιβάλλει η Ελλάδα]

 
 
Θα πεθάνω ζητώντας έναν ήλιο
στα μεγάλα χρονικά μυστήρια
κομματιαζοντας την νύχτα μ΄ενα σμήνος από γαλαξίες
αιωρούμενος δίχως την μητρυιά μας
την αλύγιστη βαρύτητα

δίχως τα δάκρυα που μας επιβάλλει η Ελλάδα
τούτ΄ η χώρα που παιδεύει τα δροσερά ελληνόπουλα
κι ανεμίζει τους αμέτρητους γραικύλους...

Τρίτη

ρωμ.μελωδού-εις την πόρνην (η΄-ια΄οίκοι)






η´
Νὰ ἔφτασε ἡ εὐκαιρία ποὺ ἐλαχτάρησα νὰ δῶ.
Μέρα λαμπρὴ ξημέρωσε γιὰ μένα καὶ χρονιὰ καλωσυνάτη.
Στὸ σπιτικό του Σίμωνα βρίσκεται ὁ Θεός μου.
Κοντά Του θὰ τρέξω καὶ θὰ κλάψω τὴν ἀτεκνία σὰν τὴν Ἄννα.
Κι ἂν μὲ περάση ὁ Σίμωνας γιὰ μεθυσμένη,
ὅπως τότε ὁ Ἠλὶ τὴν Ἄννα, ἐγὼ θὰ συνεχίσω νὰ προσεύχωμαι,
σιωπηλὰ φωνάζοντας, «Κύριε, παιδὶ δὲν σοῦ ἐγύρεψα,
τὴν μονάκριβη ψυχή μου ἀναζητάω, τὴν ὁποία ἔχω χάσει».
Ὅπως μὲ τὸ Σαμουὴλ τῆς ἄτεκνης, Ἐσὺ Ἐμμανουὴλ τῆς Ἄγαμης,
ἀφαίρεσες τῆς στείρας τὴν ντροπή, ἔτσι γλύτωσε τὴν πόρνην ἐμένα
ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.


θ´
Μὲ τέτοια λόγια ἡ πιστὴ γυναῖκα ἐμψυχώνεται
καὶ βιάζεται τὸ μύρο νὰ ἀγοράση,
καὶ στὸ μυροπώλη φτάνει λέγοντάς του:
«Δός μου, ἂν ἔχῃς, μύρο ἀντάξιό του Ἀγαπημένου μου,
ποὺ δίκαια καὶ ἄδολα ἀγαπῶ,
Αὐτοῦ ποὺ ἐπυρπόλησε τὰ μέλη μου καὶ τὰ νεφρὰ καὶ
τὴν καρδιά μου.
Καθόλου μὴ διστάζῃς γιὰ τὴν ἔξοδο.
Καὶ τὸ τομάρι μου ἂν χρειαστῆ καὶ τὸ κουφάρι μου,
ἕτοιμη εἶμαι νὰ τὸ δώσω ἀρκεῖ κάτι νὰ βρῶ ν᾿ ἀνταποδώσω
σ᾿ Αὐτὸν ποὖρθε κοντά μου μὲ ἀγάπη γιὰ νὰ μὲ καθαρίσῃ ἀπὸ τὴ νέκρα
τῆς ἄσωτης ζωῆς μου. 


ι´
Κι ἐκεῖνος καθὼς διάβασε τῆς μετανοιωμένης
γυναίκας τὴν ἐγκάρδια ἀγάπη καὶ τὴν προθυμία
τῆς λέει: «Πές μου, Ποιὸς εἶν᾿ Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾷς,
ποῦ τόσο πολὺ σὲ μάγεψε καὶ στὴν ἀγάπη σ᾿ ἐτράβηξε;
Ἔχει ἄραγε κάτι ἀντάξιο τοῦ μύρου μου;»
Κι ἀμέσως ἔβγαλε φωνὴ ἡ ἁγιασμένη,
καὶ μιλάει θαρρετὰ στὸν ἀρωματοποιό:
«Ὦ ἄνθρωπε, γιατί μοῦ λές, «ἔχεις κάτι ἀντάξιο;»
Τίποτα δὲν τοῦ παραβγαίνει στὴν ἀξία.
Οὔτε ὁ οὐρανὸς οὔτε ἡ γῆ οὔτε ὁ κόσμος ὅλος μπορεῖ
νὰ συγκριθῆ μ᾿ Αὐτὸν ποὺ ἔφτασε ὁλοπρόθυμα νὰ μὲ
ἐλευθερώσῃ
ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.


 ια´
Εἶναι Γιὸς τοῦ Δαβίδ, γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ὄμορφος.
Εἶναι Γιὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, γι᾿ αὐτὸ πολὺ εὐχάριστος.
Καὶ Τοῦτον δὲν ἀντίκρυσα, μὰ ἄκουσα καὶ λαβώθηκα
ἀπ᾿ τὴ Μορφὴ Ἐκείνου ποὺ κατὰ τὴ θεότητα εἶναι χωρὶς Μορφή.
Τὸν Δαβὶδ κάποτε ἀντίκρυσε ἡ Μελχὼ καὶ τὸν ἀγάπησε.
Ὅμως ἐγὼ χωρὶς νὰ δῶ τοῦ Δαβὶδ τὸν ἀπόγονο λαχταρῶ καὶ ἀγαπάω.
Ἐκείνη ὅλα τὰ παλάτια ἀπαρνήθηκε
καὶ στὸ φτωχὸ Δαβὶδ ἔτρεξε τότε μὲ λαχτάρα.
Κι ἐγὼ τ᾿ ἁμαρτωλὰ λεφτὰ ξοδεύω κι ἀγοράζω
τὸ μύρο γιὰ Κεῖνον ποὺ μὲ καθαρίζει
ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.





εδώ