πένθος χαρωπόν= η βαθιά συναίσθηση και το υπέροχο βίωμα της μακαρίας χαρμολύπης , πού υπάρχει και εγκρύπτεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Αφορμή ένας στίχος του Ν. Καρούζου, από το ποίημα "απολέλυσαι της ασθενείας σου". Όλοι οι ποιητές , είτε το γνωρίζουν , είτε το αρνούνται,είτε το αγνοούν είναι λίγο πολύ χαρμολυπικοί.Η μακαρία χαρμολύπη όμως εντοπίζεται απόλυτα μόνο στους βιωματικούς μυστικούς της ορθόδοξης πνευματικότητας.

Τρίτη

κ. παλαμάς- της κασσιανής

Κύριε, γυναίκα ἁμαρτωλή, πολλά,
πολλά, θολά, βαριὰ τὰ κρίματά μου.
Μά, ὦ Κύριε, πῶς ἡ θεότης Σου μιλᾶ
μέσ᾿ στὴν καρδιά μου!

Κύριε, προτοῦ Σὲ κρύψ᾿ ἡ ἐντάφια γῆ
ἀπὸ τὴ δροσαυγὴ λουλούδια πῆρα
κι ἀπ᾿ τῆς λατρείας τὴν τρίσβαθη πηγὴ
Σοῦ φέρνω μύρα.

Οἶστρος μὲ σέρνει ἀκολασίας... Νυχτιά,
σκοτάδι ἀφέγγαρο, ἄναστρο μὲ ζώνει,
τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας φωτιὰ
μὲ καίει, μὲ λιώνει.

Ἐσὺ ποὺ ἀπὸ τὰ πέλαα τὰ νερὰ
τὰ ὑψώνεις νέφη, πάρε τα, Ἔρωτά μου,
κυλᾶνε, εἶναι ποτάμια φλογερὰ
τὰ δάκρυά μου.

Γύρε σ᾿ ἐμέ. Ἡ ψυχὴ πῶς πονεῖ!
Δέξου με Ἐσὺ ποὺ δέχτηκες καὶ γείραν
ἄφραστα ὡς ἐδῶ κάτου οἱ οὐρανοί.
καὶ σάρκα ἐπῆραν.

Στ᾿ ἄχραντά Σου τὰ πόδια, βασιλιᾶ
μου Ἐσὺ θὰ πέσω καὶ θὰ στὰ φιλήσω,
καὶ μὲ τῆς κεφαλῆς μου τὰ μαλλιὰ
θὰ στὰ σφουγγίσω.

Τ᾿ ἄκουσεν ἡ Εὔα μέσ᾿ στὸ ἀποσπερνὸ
τῆς παράδεισος φῶς ν᾿ ἀντιχτυπᾶνε,
κι ἀλαφιασμένη κρύφτηκε... Πονῶ,
σῶσε, ἔλεος κάνε.

Ψυχοσῶστ᾿, οἱ ἁμαρτίες μου λαός,
Τὰ ἀξεδιάλυτα ποιὸς θὰ ξεδιαλύσῃ;
Ἀμέτρητό Σου τὸ ἔλεος, ὁ Θεός!
Ἄβυσσο ἡ κρίση.

Δευτέρα

Άσμα μικρό (Νίκος Καρούζος)


Χάθηκε αυτός ο οδοιπόρος.
Είχε συνάξει λίγα φύλλα
ένα κλαδί γεμάτο φως
είχε πονέσει.
Και τώρα χάθηκε...
Αγγίζοντας αληθινά πουλιά στο έρεβος
αγγίζει νέους ουρανούς
η προσευχή του μάχη.
Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο.


πηγή

Κυριακή

...ἑβδελυγμένον λογιοῦνται ὡς νεκρόν...


 
ελκόμενος,μονεμβασία



Κύριε, ἐρχόμενος πρὸς τὸ Πάθος, 


τοὺς ἰδίους στηρίζων Μαθητὰς ἔλεγες,

 κατ΄ ἰδίαν παραλαβὼν αὐτούς. 


Πῶς τῶν ῥημάτων μου ἀμνημονεῖτε, ὧν πάλαι εἶπον ὑμῖν, 


ὅτι Προφήτην πάντα οὐ γέγραπται εἰμὴ ἐν Ἱερουσαλὴμ ἀποκτανθῆναι; 


Νὺν οὖν καιρὸς ἐφέστηκεν, ὃν εἶπον ὑμῖν· 


ἰδοὺ γὰρ παραδίδομαι, ἁμαρτωλῶν χερσὶν ἐμπαιχθῆναι,

 οἳ καὶ σταυρῷ με προσπήξαντες, ταφῇ παραδόντες, 

ἑβδελυγμένον λογιοῦνται ὡς νεκρόν· 

ὅμως θαρσεῖτε· 

τριήμερος γὰρ ἐγείρομαι 

εἰς ἀγαλλίασιν πιστῶν καὶ ζωήν τὴν αἰώνιον



ύμνος μεγ. δευτέρας

Παρασκευή

κυπριακό τραγούδι του λαζάρου

εδώ


Ἔαρ ἡμῖν ἐπέφανεν, τοῖς πᾶσι τὸ μηνῦον
τὴν τοῦ Λαζάρου ἔγερσιν, ξένον, φρικτὸν σημεῖον.
Ἄνθη καὶ ρόδα εὔοσμα, κατάνυξις ψυχῆς τε,
καὶ λέγω σας, ἀκροαταί, εἰς τὴν χαρὰν νὰ εἶσθε.
Ἀκούσατε τὴν ἔγερσιν τοῦ τεταρταίου φίλου
καὶ τὴν χαράν, ἣν ἔλαβον αἱ ἀδελφαὶ ἐκείνου,
διὰ νὰ καταλάβετε τί εἶναι θεία Ἀγάπη
καὶ πὼς ψυχὴ λυτρώννεται ἀπὸ πικρὸν τὸν Ἅδην,
ὡς καὶ αὐτὸς ὁ Λάζαρος, ὅστις εἶχεν ἀγάπην
μὲ τὸν Δεσπότην τὸν Χριστόν, πολλήν, καθαρωτάτην.
Ἀρχίζω τὴν διήγησιν κι ὅλοι ἀκροασθεῖτε
μὲ πόθον καὶ μὲ προσοχήν,γιὰ νὰ ὠφεληθῆτε.
Ὁ Λάζαρος κατήγετο ἀπὸ τὴν Βηθανίαν
καὶ τὸν Χριστὸν ἐδέχετο μὲ περισσὴν φιλίαν.
Εἶχεν καὶ δύο ἀδελφάς, τὴν Μάρθαν καὶ Μαρίαν,
εἶχον ἀγάπην περισσὴν καὶ καθαρὰν καρδίαν.
Αὐτὸς λοιπὸν ἠσθένησεν ἀσθένειαν μεγάλην
καὶ πυρετὸς τὸν ἔβαλεν, κι εἶχεν μεγάλην ζάλην.
Μὰ ὁ Χριστὸς εὑρίσκετο εἰς μίαν ἄλλην πόλιν
μὲ ὄχλον πολυάριθμον ὁμοῦ καὶ ἀποστόλοι.
Τοῖς μαθηταῖς του ἔλεγεν μὲ τὴν βραχυλογίαν,
«σηκοῦτε νὰ ὑπάγωμεν πάλιν στὴν Βηθανίαν,
ὁ Λάζαρος κεκοίμηται καὶ θέλω νὰ κινήσω,
διὰ νὰ πάγω πρὸς αὐτὸν καὶ νὰ τὸν ἐξυπνήσω.»
Οἱ μαθηταῖς δὲν ἐννοοῦν τὸ τί ῾θελεν νὰ εἴπῃ,
ὁ Λάζαρος ἀπέθανεν, κι εἶναι μεγάλη λύπη,
ἡμέρες εἶναι τέσσερεις, ποὺ εἶναι πεθαμμένος
καὶ εἰς τὸν τάφον βρίσκεται κ᾿ εἶναι λαζαρωμένος.
Τότε λοιπὸν ξεκίνησαν νὰ πᾶν στὴν Βηθανίαν
οἱ ἀποστόλοι κι ὁ Χριστὸς καὶ ὅλ᾿ ἡ συνοδεία.
Ἡ Μάρθα τοὺς προϋπαντᾶ μὲ θρήνους καὶ μὲ γόους
καὶ προσκυνοῦσα τὸν Χριστόν, λέγει αὐτοὺς τοὺς λόγους:
«Ἂν ἦσο ὧδε, Κύριε, o Λάζαρος, ὁ φίλος
ποτὲ δὲν θὰ ἀπέθνησκεν τὸ βέβαιον ἐκεῖνος.»
Κι ὁ Ἰησοῦς μας ὁ Χριστὸς τότε συνεκινήθην:
«Μάρθα, Μαρία, μὴν κλαῖτε, μόνον ἔχετε πίστιν
ὁ γὰρ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσει.»
Λέγ᾿ ἡ Μαρία, «Κύριε, ξεύρω, ὅσ᾿ ἂν αἰτήσῃς,
Σοῦ τὰ χαρίζει ὁ Θεός, ἂν θέλῃς καὶ ὁρίσῃς».
Τῆς λέγει «ποῦ τεθήκατε τὸν Λάζαρον τὸν φίλον,
ὑπάγετε οὖν ἔμπροσθεν καὶ δείξατέ μοι ἐκεῖνον».
Καὶ παρευθὺς ἐπρόσταξεν τοῦτον νὰ ποιήσουν,
τὸν λίθον ἐκ τοῦ μνήματος νὰ τὸν ἀποκυλίσουν.
Ἐπάνωθεν τοῦ μνήματος ἐστάθην καὶ δακρύζει.
Κι ὡς ἄνθρωπος ἐδάκρυσεν μὲ εὐσπλαχνίαν,
νὰ δείξει τὴν συμπάθειαν καὶ τὴν ἐπιεικείαν,
καὶ ὡς Θεὸς ἐφώναξεν μίαν φωνὴν μεγάλην,
«Λάζαρε, δεῦρο ἔξελθε», κι ἠκούσθην εἰς τὸν Ἅδην.
Ὁ Ἅδης ἀναστέναξεν, ἔτρεμεν, ἐφοβεῖτον,
ὡς ἤκουσεν τοῦ Ἰησοῦ τὴν θεϊκὴν φωνήν του
τὸν Λάζαρον ἀπέλυσεν εὐθὺς καὶ τὸν ἀφίνει
καὶ τὸν βιάζει μάλιστα μήπως ἐκεῖ ἀπομείνῃ.
Ἐξῆλθεν οὖν ὁ Λάζαρος ἔξω λαζαρωμένος,
κίτρινος, μαῦρος καὶ χλωμὸς καὶ τεταπεινωμένος.
Ἐπρόσταξεν κι ἐλύσαν του τὰς χείρας καὶ τὰς πόδας,
καὶ πῆγεν εἰς τὸν oἶκον του μονάχος ...
 
 

Πέμπτη

βιβλικά 4: μονάζον επί δώματος στρουθίον...



 
στρουθίον



Ωμοιώθην πελεκάνι ερημικώ,  

εγενήθην ωσεί νυκτικόραξ εν οικοπέδω,



Ηγρύπνησα 



και εγενόμην ως στρουθίον 



μονάζον επί δώματος




ψαλμός 101

Τρίτη

λ. μαβίλης- πατρίδα




Πάλε ξυπνάει της άνοιξης τ’ αγέρι
στην πλάση μυστικής αγάπης γλύκα,
σα νύφ’ η γη, πόχει άμετρα άνθη προίκα
λάμπει ενώ σβηέται της αυγής τ’ αστέρι.

Πεταλούδες πετούν ταίρι με ταίρι,
εδώ βουίζει μέλισσα, εκεί σφήκα.
Τη φύση στην καλή της ώρα εβρήκα,
λαχταρίζει η ζωή σ’ όλα τα μέρη.

Κάθε μοσκοβολιά και κάθε χρώμα,
κάθε πουλιού κελάηδημα ξυπνάει
πόθο στα φυλλοκάρδια μου κι ελπίδα

να σου ξαναφιλήσω τ’ άγιο χώμα,
να ξαναϊδώ και το δικό σου Μάη,
όμορφή μου, καλή, γλυκιά πατρίδα.

Δευτέρα

...μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη...







Δεν μπορώ
η αγχόνη τα δέντρα μου εξουθένωσε
και τα μάτια μαυρίζουν.
Δεν αντέχω
και τα σταυροδρόμια που ήξερα έγιναν αδιέξοδα.
Σελδζούκοι ροπαλοφόροι καραδοκούν.
Χαγάνοι ορνεοκέφαλοι βυσσοδομούν.
Σκυλοκοίτες και νεκρόσιτοι κι ερεβομανείς
κοπροκρατούν το μέλλον.
Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί
όπου και να θολώνει ο νους σας
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη
.
Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα
θ' αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου
με το λίγο βάμμα του γλαυκού στα χείλη. 



(Οδ. Ελύτης, Ἀξιον εστί)

Κυριακή

[από τους ελεύθερους πολιορκημένους]- διον. σολωμός





Άκρα  του  τάφου  σιωπή  στον  κάμπο  βασιλεύει`
Λαλεί  πουλί,  παίρνει  σπυρί,  κι  η  μάνα  το  ζηλεύει.
Τα  μάτια  η  πείνα  εμαύρισε`  στα  μάτια  η  μάνα  μνέει`
Στέκει  ο  Σουλιώτης  ο  καλός  παράμερα  και  κλαίει:
"Έρμο  τουφέκι  σκοτεινό,  τι - σ'  έχω  γω  στο  χέρι;
Οπού  συ  μου  'γινες  βαρύ  κι  ο  Αγαρηνός  το  ξέρει."


Ο  Απρίλης  με  τον  Έρωτα  χορεύουν  και  γελούνε,
Κι  όσ'  άνθια  βγαίνουν  και  καρποί  τόσ'  άρματα  Σα  κλειούνε.

Λευκό  βουνάκι  πρόβατα  κινούμενο  βελάζει,
Και  μες  στη  θάλασσα  βαθιά  ξαναπετιέται  πάλι,
Κι  ολόλευκο  εσύσμιξε  με  τ'  ουρανού  τα  κάλλη.
Και  μες  στης  λίμνης  τα  νερά,  οπ’  έφθασε  μ'  ασπούδα,
Έπαιξε  με  τον  ίσκιο  της  γαλάζια  πεταλούδα,
Που  ευώδιασε  τον  ύπνο  της  μέσα  στον  άγριο  κρίνο`
Το  σκουληκάκι  βρίσκεται  σ'  ώρα  γλυκιά  κι  εκείνο.
Μάγεμα  η  φύσις  κι  όνειρο  στην  ομορφιά  και  χάρη,
Η  μαύρη  πέτρα  ολόχρυση  και  το  ξερό  χορτάρι`
Με  χίλιες  βρύσες  χύνεται,  με  χίλιες  γλώσσες  κραίνει`
Όποιος  πεθαίνει  σήμερα  χίλιες  φορές  πεθαίνει.

Τρέμ'  η  ψυχή  και  ξαστοχά  γλυκά  τον  εαυτό  της.



Σχεδίασμα β΄αποσπάσματα 1 και 2

Παρασκευή

...φωτοδόχον λαμπάδαν...




Φωτοδόχον λαμπάδα,
τοῖς ἐν σκότει φανεῖσαν,
ὁρῶμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον•
τὸ γὰρ ἄυλον ἅπτουσα φῶς,
ὁδηγεῖ πρὸς γνῶσιν θεϊκὴν ἅπαντας,
αὐγῇ τὸν νοῦν φωτίζουσα,
κραυγῇ δὲ τιμωμένη ταῦτα
Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου,
χαῖρε, βολὶς τοῦ ἀδύτου φέγγους.
Χαῖρε, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς καταλάμπουσα,
χαῖρε, ὡς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσα.
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν,
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύρρυτον ἀναβλύζεις ποταμόν.
Χαῖρε, τῆς κολυμβήθρας ζωγραφοῦσα τὸν τύπον,
χαῖρε, τῆς ἁμαρτίας ἀναιροῦσα τὸν ρύπον.
Χαῖρε, λουτὴρ ἔκπλυνων συνείδησιν,
χαῖρε, κρατὴρ κιρνῶν ἀγαλλίασιν.
Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας,
χαῖρε, ζωὴ μυστικῆς εὐωχίας.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.



από τον ακάθιστο

Τετάρτη

ο οίκος του κοντακίου





Τὸ τοῦ Χριστοῦ ἰατρεῖον βλέπων ἀνεῳγμένον,

καὶ τὴν ἐκ τούτου τῷ Ἀδὰμ πηγάζουσαν ὑγείαν, 

ἔπαθεν, ἐπλήγη ὁ διάβολος, καὶ ὡς κινδυνεύων ὠδύρετο, 

καὶ τοῖς αὐτοῦ φίλοις ἀνεβόησε· 

τί ποιήσω τῷ Υἱῷ τῆς Μαρίας; 

κτείνει με ὁ Βηθλεεμίτης,

ὁ πανταχοῦ παρών, καὶ τὰ πάντα πληρῶν



ρωμανού , ο οίκος του κοντακίου της ημέρας 




πηγη εικονος

Δευτέρα

Οὐκ ἔστιν ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις




Οὐκ ἔστιν ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις 

ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ ἄσκησις, σὺν ἁγιασμῷ· 

ὅθεν οὐδὲ πλούσιοι εἰσελεύσονται ἐν αὐτῇ,
ἀλλ' ὅσοι τοὺς θησαυρούς αὐτῶν ἐν χερσὶ πενήτων ἀποτίθενται. 

Ταῦτα καὶ Δαυῒδ ὁ Προφήτης διδάσκει λέγων·

Δίκαιος ἀνὴρ ὁ ἐλεῶν ὅλην τὴν ἡμέραν, 

ὁ κατατρυφῶν τοῦ Κυρίου καὶ τῷ φωτὶ περιπατῶν ὃς οὐ μὴ προσκόψῃ, 

ταῦτα δὲ πάντα, πρὸς νουθεσίαν ἡμῶν γέγραπται 

ὅπως νηστεύοντες, χρηστότητα ποιήσωμεν, 

καὶ δῴη ἡμῖν Κύριος ἀντὶ τῶν ἐπιγείων τὰ ἐπουράνια. 


δοξαστικόν αίνων της ε΄κυριακής των νηστειών

Παρασκευή

λίνα κασδάγλη-η παναγιά της ρεματιάς

παναγιά γλυκοφιλούσα, άγιον όρος


Ὁ παλιὸς ζωγράφος νήστεψε πολύ,
ἔκανε τὴν προσευχὴ του κατὰ τὴν ἀνατολή,
ἔπιασε μὲ κατάνυξη τὸ πινέλο καὶ χάραξε
τὰ κερένια χέρια καὶ τὰ χαμηλωμένα μάτια της
καὶ τὸ στρογγυλὸ μάγουλο τοῦ Βρέφους.

Εἶχε ὅμως στὰ πόδια του ἕνα σκύλο μ'ἀγαθὴ ματιά,
ὁ κότσυφας σφύριζε τὸν ὄρθρο στὴν ἰτιά,
κ' ἡ καλόγρια ἔβγαζε νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι
κ' ἔψελνε ἕνα τροπάριο στὴ Χαριτωμένη.

Ὁ ζωγράφος ἔκανε τὸ σταυρὸ του κ' ἔγραψε: Μήτηρ Θεοῦ.
Καὶ δὲν ἤξερε πὼς εἶχε ζωγραφίσει μία μητερούλα ταπεινή,
ποὺ σκυμμένη νανουρίζει τὸ μωρό της μὲ ψιλὴ παιδιάτικη φωνή.

Χωρὶς ἄλλο ἡ Παναγιὰ σηκώνεται πρωί-πρωὶ
καὶ γυρνάει τὴ ρόκα της ὡς τὴν ὥρα ποὺ σημαίνει ἑσπερινός.
Ἡ μία μέρα πλάι στὴν ἄλλη πάει στρωτὰ
σὰν τὰ γράμματα τοῦ Ὀκτώηχου -
κ' ἡ βδομάδα ἀρχίζει μ' ἕνα κόκκινο μεγάλο κεφαλαῖο:τὴν Κυριακή.)

Χωρὶς ἄλλο τὸ μωρό της παίζει μὲ μιὰ γίδα κανελλιά,
κ' ἐκείνη τὸ κοιτάζει μὲ πελώρια μάτια ἐκστατικά,
ποὺ δὲν πίστεψαν ἀκόμα ὁλότελα τὸ μήνυμα τοῦ Ἀγγέλου.

Κι ὅπως εἶναι ἁπλὴ κι ἀνήξερη, καὶ δὲ φοβᾶται τὸ κακό,
λέει στὴν προσευχή της νὰ γεμίσουνε καρπὸ oι δαμασκηνιές,
νὰ γιάνουν τὰ μικρά, ποὺ τὰ πείραξε τῆς καρυδιᾶς τὸ ἀγερικό.

Μοναχὰ τὴν ὥρα ποὺ μακραίνουν οἱ ἴσκιοι στὶς γωνιὲς
ἁπλώνεται καὶ στὴν ἄσπρη ψυχή της ὁ ἄγνωστος ἴσκιος τοῦ Σταυροῦ
καὶ τότε μπορεῖς ν' ἀκουμπήσης στὴν ποδιά της καὶ νὰ φωνάξης σιωπηλὰ
τὸν πλούσιο πόνο, τὸν ἀτέλειωτο καημὸ τοῦ κόσμου,
τὸ μεγάλο σου φόβο,τὸ μεγάλο φόβο τῆς ἀγάπης...

Κ' ἡ Παναγιὰ θὰ σὲ νανουρίζη, μαζὶ μὲ τὸ μωρό της, χωρὶς νὰ μιλᾶ...












εδώ

Τετάρτη

... με την χαρά του Αβραάμ πού κατεβαίνει το βουνό...






Τῆς Νηστείας τὴν ὁδὸν μεσάσαντες,

τὴν ἄγουσαν ἐπὶ τὸν Σταυρόν σου τὸν τίμιον,

τὴν σὴν ἡμέραν ἰδεῖν, ἣν εἶδεν Ἀβραὰμ καὶ ἐχάρη,

ὡς ἐκ τάφου τοῦ βουνοῦ, 

ζῶντα λαβὼν τὸν Ἰσαάκ, 

εὐδόκησον καὶ ἡμᾶς, πίστει ῥυσθέντας τοῦ ἐχθροῦ, 

καὶ Δείπνου μετασχεῖν τοῦ μυστικοῦ,

ἐν εἰρήνῃ κράζοντας· ὁ φωτισμὸς 


καὶ ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, δόξα σοι

Δευτέρα

οδυσσέας ελύτης -το ερημονήσι

 
 
 
Γεια σου Απρίλη γεια σου Μάρτη
και πικρή Σαρακοστή

Βάζω πλώρη και κατάρτι
και γυρεύω ένα νησί
που δε βρίσκεται στο χάρτη


Το κρατάνε στον αέρα

τέσσερα χρυσά πουλιά
Δε γνωρίζεις εκεί πέρα

ούτε κλέφτη ούτε φονιά
ούτε μάνα και πατέρα



Τα λουλούδια μεγαλώνουν
κάθε νύχτα τρεις οργιές

Τις ακρογιαλιές ισκιώνουν

και τα δέντρα στις πλαγιές
σαν καβούρια σκαρφαλώνουν


Μες στης ερημιάς τ' αγέρι

όλ' αγιάζουνε μεμιάς
Πιάνεις του Θεού το χέρι

και στα κύματα ακουμπάς

σαν αγριοπεριστέρι


Γεια σας έχτρες γεια σας μίση

και γινάτι καθενός
Άμα βρεις το ερημονήσι

όλα τ' άλλα είναι καπνός
Μια φορά να το 'χεις ζήσει.

Κυριακή

...ξύλον γὰρ τούτους εἰσάγει πάλιν εἰς τὸν Παράδεισον...





Κοντάκιον Ήχος Βαρύς Αυτόμελον
Οὐκέτι φλογίνη ῥομφαία φυλάττει τὴν πύλην τῆς Ἐδέμ· αὐτῇ γὰρ ἐπῆλθε παράδοξος σβέσις τὸ ξύλον τοῦ Σταυροῦ, θανάτου τὸ κέντρον, καὶ ᾍδου τὸ νῖκος ἐλήλαται, ἐπέστης δὲ Σωτήρ μου βοῶν τοῖς ἐν ᾍδῃ· Εἰσάγεσθε πάλιν εἰς τὸν Παράδεισον.

Ὁ Οἶκος
Τρεῖς σταυροὺς ἐπήξατο ἐν Γολγοθᾶ ὁ Πιλᾶτος, δύο τοῖς λῃστεύσασι, καὶ ἕνα τοῦ Ζωοδότου, ὃν εἶδεν ὁ ᾍδης, καὶ εἶπε τοῖς κάτω· Ὦ λειτουργοί μου καὶ δυνάμεις μου τίς ὁ ἐμπήξας ἧλον τῇ καρδίᾳ μου; ξυλίνῃ με λόγχῃ ἐκέντησεν ἄφνω καὶ διαρρήσομαι, τὰ ἔνδον μου πονῶ, τὴν κοιλίαν μου ἀλγῶ, τὰ αἰσθητήριά μου, μαιμάσσει τὸ πνεῦμά μου, καὶ ἀναγκάζομαι ἐξερεύξασθαι τὸν Ἀδὰμ καὶ τοὺς ἐξ Ἀδάμ, ξύλῳ δοθέντας μοι· ξύλον γὰρ τούτους εἰσάγει πάλιν εἰς τὸν Παράδεισον.

Τρίτη

γ. σεφέρης- επί ασπαλάθων






Ἦταν ὡραῖο τὸ Σούνιο τὴ μέρα ἐκείνη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη.
Λιγοστὰ πράσινα φύλλα γύρω στὶς σκουριασμένες πέτρες
τὸ κόκκινο χῶμα καὶ οἱ ἀσπάλαθοι
δείχνοντας ἕτοιμα τὰ μεγάλα τους βελόνια
καὶ τοὺς κίτρινους ἀνθούς.
Ἀπόμερα οἱ ἀρχαῖες κολόνες, χορδὲς μιᾶς ἅρπας ποὺ ἀντηχοῦν
ἀκόμη...

Γαλήνη
-Τί μπορεῖ νὰ μοῦ θύμισε τὸν Ἀρδιαῖο ἐκεῖνον;
Μιὰ λέξη στὸν Πλάτωνα θαρρῶ, χαμένη στοῦ μυαλοῦ
τ᾿ αὐλάκια.
Τ᾿ ὄνομα τοῦ κίτρινου θάμνου
δὲν ἄλλαξε ἀπὸ κείνους τοὺς καιρούς.
Τὸ βράδυ βρῆκα τὴν περικοπή:
«τὸν ἔδεσαν χειροπόδαρα» μᾶς λέει
«τὸν ἔριξαν χάμω καὶ τὸν ἔγδαραν
τὸν ἔσυραν παράμερα τὸν καταξέσκισαν
ἀπάνω στοὺς ἀγκαθεροὺς ἀσπάλαθους
καὶ πῆγαν καὶ τὸν πέταξαν στὸν Τάρταρο κουρέλι».
Ἔτσι στὸν κάτω κόσμο πλέρωνε τὰ κρίματά του
Ὁ Παμφύλιος ὁ Ἀρδιαῖος ὁ πανάθλιος Τύραννος

31 τοῦ Μάρτη 1971