Ένα μεγάλο τετρακάταρτο καράβι
αφήνει αγάλια το λιμάνι -προς το βράδυ.
Η νηνεμία των νερών, καθώς τη σχίζει,
μ' αντιφεγγίσματα λευκών πανιών γεμίζει.
αφήνει αγάλια το λιμάνι -προς το βράδυ.
Η νηνεμία των νερών, καθώς τη σχίζει,
μ' αντιφεγγίσματα λευκών πανιών γεμίζει.
Είν' ένα ξενικό καράβι, στα πλευρά του
με κόπο συλλαβίζει ο κόσμος τ' όνομά του.
Από ποια μακρινά έχει έρθει μέρη
και το που πάει, κανένας δε το ξέρει.
με κόπο συλλαβίζει ο κόσμος τ' όνομά του.
Από ποια μακρινά έχει έρθει μέρη
και το που πάει, κανένας δε το ξέρει.
Ούτ' έν' άσπρο μαντίλι δε το χαιρετά,
τώρα που απ' τ' ακρολίμανο σιγά περνά.
Μόν' οι γυναίκες το κοιτάν απ' τα μπαλκόνια,
σα ν' απολησμονήθηκαν εκεί από τα χρόνια.
τώρα που απ' τ' ακρολίμανο σιγά περνά.
Μόν' οι γυναίκες το κοιτάν απ' τα μπαλκόνια,
σα ν' απολησμονήθηκαν εκεί από τα χρόνια.
Και τώρα που στο πέλαγο αρμενίζει
κι ο δειλινός ο ήλιος το φωτίζει,
-λάμπουν από χρυσάφι τα κατάρτια,
πορφύρες κυματίζουνε στα ξάρτια-,
κι ο δειλινός ο ήλιος το φωτίζει,
-λάμπουν από χρυσάφι τα κατάρτια,
πορφύρες κυματίζουνε στα ξάρτια-,
οι άνθρωποι που κοιτάν στη παραλία
νιώθουν πιο άδεια, πιο στενή τη πολιτεία
και πιο γυμνή ο καθένας τη ζωή του.
Σα κάτι να τους έφυγε μαζί του...
νιώθουν πιο άδεια, πιο στενή τη πολιτεία
και πιο γυμνή ο καθένας τη ζωή του.
Σα κάτι να τους έφυγε μαζί του...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου