πένθος χαρωπόν= η βαθιά συναίσθηση και το υπέροχο βίωμα της μακαρίας χαρμολύπης , πού υπάρχει και εγκρύπτεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Αφορμή ένας στίχος του Ν. Καρούζου, από το ποίημα "απολέλυσαι της ασθενείας σου". Όλοι οι ποιητές , είτε το γνωρίζουν , είτε το αρνούνται,είτε το αγνοούν είναι λίγο πολύ χαρμολυπικοί.Η μακαρία χαρμολύπη όμως εντοπίζεται απόλυτα μόνο στους βιωματικούς μυστικούς της ορθόδοξης πνευματικότητας.

Πέμπτη

εσπέρια της τυρινής

 




Ὁ πλάστης μου Κύριος, χοῦν ἐκ τῆς γῆς προσλαβών με, ζωηρῷ φυσήματι, ψυχώσας ἐζώωσε καὶ ἐτίμησεν, ἐπὶ γῆς ἄρχοντα, ὁρατῶν ἁπάντων, καὶ Ἀγγέλοις ὁμοδίαιτον. Σατὰν δ΄ ὁ δόλιος, ὀργάνῳ τῷ ὄφει χρησάμενος, ἐν βρώσει ἐδελέασε, καὶ Θεοῦ τῆς δόξης ἐχώρισε, καὶ τῷ κατωτάτῳ, θανάτῳ παραδέδωκεν εἰς γῆν. Ἀλλ' ὡς Δεσπότης καὶ εὔσπλαγχνος, πάλιν ἀνακάλεσαι.
 
Στολὴν θεοΰφαντον, ἀπεξεδύθην ὁ τάλας, σοῦ τὸ θεῖον πρόσταγμα, παρακούσας Κύριε, συμβουλίᾳ ἐχθροῦ· καὶ συκῆς φύλλα δέ, καί τοὺς δερματίνους, νῦν χιτῶνας περιβέβλημαι· ἱδρῶτι κέκριμαι· ἄρτον μοχθηρὸν κατεσθίειν γάρ, ἀκάνθας καὶ τριβόλους δέ, φέρειν μοι ἡ γῆ κεκατήραται. Ἀλλ' ὁ ἐν ὑστέροις, τοῖς χρόνοις ἐκ Παρθένου σαρκωθείς, ἀνακαλέσας εἰσάγαγε, πάλιν εἰς Παράδεισον.
 
Παράδεισε πάντιμε, τὸ ὡραιότατον κάλλος, θεόκτιστον σκήνωμα, εὐφροσύνη ἄληκτε, καὶ ἀπόλαυσις, δόξα τῶν Δικαίων, Προφητῶν τερπνότης, καὶ Ἁγίων οἰκητήριον, ἤχῳ τῶν φύλλων σου, Πλάστην τὸν τῶν ὅλων ἱκέτευε, τὰς πύλας ὑπανοῖξαί μοι, ἃς τῇ παραβάσει ἀπέκλεισα· καὶ ἀξιωθῆναι, τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς μεταλαβεῖν, καὶ τῆς χαρᾶς, ἧς τὸ πρότερον, ἐν σοὶ κατετρύφησα


εσπέρια της τυρινής

Παρασκευή

ν.γ.πεντζίκης-σκόρπια φύλλα




Σκόρπια φύλλα του φθινόπωρου
οι αγρότες για τη σπορά περιμέναν βροχή
ο άνεμος κλωθογύριζε ανοίγοντας τα επουράνια
"ποια οδό ακολουθούν τα κίτρινα φύλλα που πέφτουν;"
αντίθετο δρόμο παίρνοντας ο απόστολος των εθνών
από Nεαπόλεως της νυν Kαβάλας
Προς Θεσσαλονικείς A΄ Eπιστολής το ανάγνωσμα
ου θέλω υμάς αγνοείν περί των κεκοιμημένων
ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί

ψηλό σαν τηλόπτης φάρος το καμπαναριό
καμπύλ' ανοίγματα προς όλα τα σημεία του ορίζοντα
ότι είναι και δεν είναι σειρά συμπτώσεων
στο περιβόλι τάφοι με σταυρούς
κατάντικρυ η φωτιά κατάτρωγε το καράβι
πέθανε η πολυαγαπημένη μάννα του
έξ' απ' την ξύλινη θύρα καθόταν και περίμενε το κορίτσι
όπως κάθονται απάνω στ' άνθη οι πεταλούδες
μια ωραία πεταλούδα κι' έν' άδειο γραμματοκιβώτιο
ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές
νύχτα ερχόταν και τον έβρισκε
στον μυχό του κόλπου όπου εκβάλλει η ενδοχώρα
στο αναπεπταμένο πέλαγος που κατάπιε τον πατέρα
όταν δε μπόρεσε να καταλάβει τις κινήσεις του γιου του
ότι το πένθος σημαίνει νίκη και τρανή χαρά
έρχεται να φορτώσει σιτάρι στην αποβάθρα
και σχολιάζουν το θέαμα οι γνωστικοί
ερμηνευτές του ζωντανού ονείρου δακτυλοδεικτούν
πίσω ταφόπετρες με μάτια το χωριό
με αναστήματα υψηλά πλούσια βλάστηση το σκιάζει
ανάμεσα στις υπερκείμενες στέγες των φυλλωμάτων
και στους υπόρροφους θάμνους ανέρπει μνήμη
αφωσίωσις και πίστη θερμή ο κισσός
όπως ακριβώς ήσουν και ήταν
κάτω από την επιφάνεια κάνοντας βουτιά
όπου τα πλοία του Mαρδονίου εναυάγησαν
αλλά ξέρουμε ασφαλώς πως ο θησαυρός διεσώθη
στις θαλασσοσπηλιές όπου οι φώκες μοιρολογούν
στου αγιώνυμου Όρους τους βράχους τους κρυσταλλώδεις
αρωγή σε όποιον τεκταίνεται μεγάλα και πολλά
τον ήλιο που βυθά στη λεκάνη της μάννας του
και θρηνούν όσοι τον πίστεψαν γιατί σβύνει
άλλη δυνατότητα προσφέροντας εκ των υγρών εγκάτων

να μας πας στην ξενητειά
να μας πας στα πέρα μέρη
φύσα θάλασσα πλατειά
φύσ' αγέρι, φύσ' αγέρι.

Τρίτη

κ. καβάφης-πρόσθεσις



 





Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω.
Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω —
που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ)

που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί
απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό
δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί.


 







(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)

Σάββατο

εις αναμάρτητον χώραν




Εἰς ἀναμάρτητον χώραν, καὶ ζωηράν,
ἐπιστεύθην,

γεωσπορήσας τὴν ἁμαρτίαν,
τῇ δρεπάνῃ ἐθέρισα, τοὺς στάχυας τῆς ἀμελείας,

καὶ δραγμάτων ἐστοίβασα, πράξεών μου τὰς θημωνίας,
ἃς καὶ κατέστρωσα οὐχ ἅλωνι τῆς μετανοίας. 



Ἀλλ' αἰτῶ σε, τὸν προαιώνιον γεωργὸν ἡμῶν Θεόν,
τῷ ἀνέμῳ τῆς σῆς φιλευσπλαγχνίας 
ἀπολίκμισον τὸ ἄχυρον τῶν ἔργων μου 


καὶ σιτάρχησον τῇ ψυχῇ μου τὴν ἄφεσιν, 
εἰς τὴν οὐράνιόν σου συγκλείων με ἀποθήκην 

καὶ σῶσόν με.




από τα εσπέρια της Κυριακής του Ασώτου

Τετάρτη

θ.ντοστογιέφσκι-το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου





Θυμάμαι, πως ξαφνικά είδα εν' αστεράκι μέσ' στο σκοτάδια. - Είν' ο Σύριος; ρώτησα χωρίς να μπορώ να κρατηθώ, μ' όλο που τόθελα πολύ. -«Όχι, είναι τ' αστέρι που είχες δη μεσ' απ' τα σύννεφα, σα γύριζες σπίτι σου», μου απάντησε το ον που με μετέφερε. Ήξερα πως ήταν ανθρώπινης καταγωγής, μα περίεργο πράγμα, δεν το συμπαθούσα καθόλου αυτό το ον, και μάλιστα μου προκαλούσε βαθειά απέχθεια. Περίμενα πως θάβρισκα το απόλυτο μηδέν, και γι' αυτό έχωσα τη σφαίρα στην καρδιά μου. Και τώρα, να που βρισκόμουν στην αγκαλιά ενός όντος, όχι ανθρώπινου βέβαια, μα που ήταν και υπήρχε.
«Ώστε υπάρχει λοιπόν πέραν του τάφου ζωή!» σκέφτηκα μ' εκείνη την παράξενη ζαλάδα του ονείρου, μα ωστόσο, η καρδιά μου διατηρούσε κατά βάθος την ουσιαστική αρετή της: «αφού θα ξαναϋπάρξω, έλεγα μέσα μου, και θα ξαναζήσω επειδή το θέλει μια αδυσώπητη βούληση, δε θέλω ούτε να νικηθώ ούτε να ταπεινωθώ!»- «Ξέρεις πως σε φοβάμαι και γι' αυτό με περιφρονείς», είπα ξαφνικά στο σύντροφό μου μη μπορώντας να συγκρατήσω την ταπείνωση αυτής της ερώτησης όπου διαφαινόταν μια ολόκληρη ομολογία, και νοιώθοντας πως αυτή η δειλία μου τρυβέλιζε την καρδιά σα να με τσιμπούσε βελόνα. Εκείνος δεν απάντησε στην ερώτησή μου, μα ξαφνικά ένοιωσα πως δε με περιφρονούσε, πως δε με κορόιδευε κι ούτε καν με λυπόντανε, και πως το ταξείδι μας έτεινε σ' ένα μυστηριώδη κι' άγνωστο σκοπό που μόνο εμένα αφορούσε. Ο τρόμος μεγάλωνε μέσα στην καρδιά μου. Η σιωπή του συντρόφου μου μεταδόθηκε και σε μένα και με διαπότιζε, όχι χωρίς πόνο, με την σιωπηλή παρουσία του. Πηγαίναμε μεσ' από αβυθομέτρητα σκοτάδια. Από καιρό, δεν έβλεπα πια τους γνωστούς μου αστερισμούς. Ήξερα πως στο βάθος τ' ουρανού υπάρχουν αστέρια που οι αχτίνες τους φτάνουνε στη γης μόνο υστέρα από χιλιάδες κι εκατομμύρια χρόνια, ίσως να χαμε περάσει κιόλας αυτά τα χρονικά διαστήματα.
Περίμενα κάτι, γεμάτος από ένα νοσταλγικό πόνο που μου ράγιζε την καρδιά. Και ξαφνικά ένα πολύ γνωστό συναίσθημα που μούφερνε βαθιές αναμνήσεις με συγκλόνισε ολόκληρο. Ξανάβλεπα τον ήλιο μας! Ήξερα πως δεν μπορούσε να είναι ο ήλιος μας, εκείνος που γέννησε τη γη μας, και πως βρισκόμαστε σε άπειρη απόσταση από τον ήλιο μας, μα μέσα μου καταλάβαινα πως ήταν ένας ήλιος απόλυσα όμοιος με τον δικό μας, κάτι σαν αντίλαλος και σαν σωσίας του. Μια απέραντη, τρυφερότητα πλημμύρισε την ψυχή μου, φέρνοντάς της ενθουσιασμό: Το φως εκείνου που με δημιούργησε αντιλαλούσε μεσ' στην καρδιά μου και την ανάσταινε, κι' ένοιωσα για πρώτη φορά από τότε που κατέβηκα στον τάφο το γυρισμό της ζωής, της παλιάς ζωής.-Αφού είναι ο ήλιος, ακριβώς ο ίδιος ήλιος με τον δικό μας, τότε που είναι η γη;- Κι ο σύντροφος μου μου 'δειξε εν' αστέρι σα σμαράγδι που αστροφτοκόπαγε μέσα στη νύχτα.

Πετούσαμε ολόισια καταπάνω του.

-Μα είναι δυνατόν να γίνωνται τέτοιες επιστροφές μέσα στο σύμπαν, είναι δυνατό να είν' αυτός ο φυσικός νόμος; Κι' αν είναι γης αυτό μπορεί νάναι η ίδια γης με τη δικιά μας;... Εντελώς όμοια, το ίδιο δύστυχη και το ίδιο φτωχιά, κι' όμως αγαπητή, αιώνια αγαπημένη, μια γης που ξέρει ν' αγαπιέται ακόμα και απ' τα πιο αχάριστα παιδιά της;... Φώναξα αναρριγώντας από αβάσταγη, αγάπη γι' αυτή τη γης που γεννήθηκα και που λιποτάχτησα απ' αυτήν. Και εμπρός μου, σαν αστραπή, πέρασε η εικόνα του μικρού κοριτσιού που είχα προσβάλλει.

-Θα τα μάθης όλα, μου απάντησε ο σύντροφός μου, και στα λόγια του, διαφαινόταν ένας θλιμμένος τόνος.

 
Μα γρήγορα ζυγώναμε στον πλανήτη. Μεγάλωνε μπρος στα μάτια μου, κι άρχισα κι όλας να διακρίνω τον ωκεανό και τα περιγράμματα της Ευρώπης, όταν ξαφνικά ένα παράξενο αίσθημα ζήλειας - μια ευγενική και άγια, ζήλεια - άναψε μεσ' στην καρδιά μου. Πως μπορεί να γίνεται μια τέτοια επανάληψη, είπα μέσα μου, και για ποιο σκοπό; Αγαπώ, και μόνο αυτή τη γης που άφησα μπορώ ν' αγαπήσω, που πάνω της έμμειναν οι στάλες απ' το αίμα μου, όταν, σαν αχάριστος γιός, έβαλα τέλος στη ζωή μου με μια πιστολιά πάνω στην καρδιά μου. Μα ποτέ, όχι, ποτέ δεν έπαψα να την αγαπώ αυτή τη γης, ακόμα και κείνη, τη νύχτα που την αποχαιρέτησα. Να υπάρχη τάχα ο πόνος πάνω σ' αυτή την καινούργια γης; Εκεί - πέρα, στη γης μας, μόνο με πόνο μπορούμε,ν' αγαπήσουμε, και μόνο ,μεσ' απ' τον πόνο. Δεν ξέρουμε ν' αγαπούμε διαφορετικά, κι' ούτε ξέρουμε άλλη αγάπη. Ζητώ τον πόνο για να μπορέσω ν' αγαπήσω, ποθώ, διψώ ν' αγκαλιάσω κλαίγοντας αυτή τη μοναδική γης που παράτησα, και δε θέλω να ζήσω, αρνιέμαι να ζήσω σ' οποιανδήποτε άλλη! ...
Μα κιόλας, ο σύντροφός μου μ' είχε παρατήσει. Ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα ,σ' αυτή την άλλη γη, μέσα στο εκθαμβωτικό φως μιας λιόλουστης μέρας, όμορφης σαν τον παράδεισο. Μου φαινότανε σα να βρισκόμουν σ' ένα από κείνα τα νησάκια του ελληνικού αρχιπέλαγου της γης μας ή κάπου αλλού στα ερείπια μιας ηπείρου, κοντά στο αρχιπέλαγο. Σ' εκείνα τα μέρη, όλα είτανε ακριβώς όπως και σε μας, κι' όμως όλα αχτινοβολούσανε με μια σοβαρή κι' επίσημη χαρά, πού έφτανε ως το υπέροχο. Μια σμαραγδένια θάλασσα έσκαζε απαλά στην ακρογιαλιά, χαϊδεύοντάς την με φανερή, σαρκική και σχεδόν συνειδητή αγάπη. Δέντρα με θαυμαστά κλωνάρια ορθώνονταν μ' όλο τον οργιώδη χυμό τους, και τ' αναρίθμητα φυλλαράκια τους, κι' είμαι βέβαιος πως με χαιρετούσανε με το γλυκό τους θρόισμα και μοιάζανε σα να ψιθυρίζανε ερωτόλογα. Το λιβάδι αστραφτοκοπούσε με τη φλογερή και χυμώδη άνθησή του. Τα πουλιά σκίζανε σμήνη - σμήνη τον αέρα, κι' έρχονταν άφοβα ν' ακουμπήσουνε στους ώμους και στα χέρια μου με χαρούμενα φτεροκοπήματα. Ύστερα, είδα επιτέλους και τους κατοίκους αυτής της μακάριας γης. Ήρθανε μόνοι τους κοντά μου, με περιτριγύρισαν και με φιλούσαν. Παιδιά του ήλιου, παιδιά του ήλιου τους - ω! τι ωραίοι που ήταν! Ποτές στη γης μας δεν είχα δει τόση, ομορφιά στον άνθρωπο! Μόνο στα παιδιά μας, και μάλιστα στα πρώτα παιδικά τους χρόνια, μπορούσες να διακρίνης κάτι σα μια μακρυνή ανταύγεια, μα πολύ εξασθενημένη, αυτής της ομορφιάς. Τα μάτια αυτών των μακάρων λάμπανε ολοκάθαρα. Τα πρόσωπα τους αχτινοβουλούσαν τη σοφία και τη συνείδηση, μια συνείδηση που είχε φτάσει στην υπέρτατη, γαλήνη, όμως, αυτά τα πρόσωπα μένανε χαρούμενα και μια παιδιάστικη χαρά αντηχούσε μέσα στα λόγια και στη φωνή αυτών των όντων!  
Ω! τα είχα καταλάβει όλα, όλα από την πρώτη ματιά! Εδώ ήταν η γης, προτού την μολύνη το προπατορικό αμάρτημα. Οι κάτοικοί της, μια και δεν ξέρανε το κακό, ζούσανε στον ίδιο εκείνο παράδεισο όπου, σύμφωνα με τις παραδόσεις της ανθρωπότητας, είχανε ζήσει κι' οι ένοχοι προπάτορές μας, με μόνη τη διαφορά πως εδώ η γης είτανε παντού ένας και ο αυτός παράδεισος. Αυτοί οι άνθρωποι με το χαρούμενο χαμόγελο με περιτριγυρίζανε και μου χάριζαν άφθονα χάδια. Με πήγανε στα σπίτια τους και όλοι τους θέλανε να με ξεκουράσουν. Δε μου κάναν ερωτήσεις, φαίνονταν πως τα ξέρανε όλα, και μόνο ένα πράγμα θέλανε, να διώξουνε το γρηγορώτερο αυτή την οδύνη που είτανε χαραγμένη πάνω στα χαρακτηριστικά μου.

απόσπασμα από εδώ