πένθος χαρωπόν= η βαθιά συναίσθηση και το υπέροχο βίωμα της μακαρίας χαρμολύπης , πού υπάρχει και εγκρύπτεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Αφορμή ένας στίχος του Ν. Καρούζου, από το ποίημα "απολέλυσαι της ασθενείας σου". Όλοι οι ποιητές , είτε το γνωρίζουν , είτε το αρνούνται,είτε το αγνοούν είναι λίγο πολύ χαρμολυπικοί.Η μακαρία χαρμολύπη όμως εντοπίζεται απόλυτα μόνο στους βιωματικούς μυστικούς της ορθόδοξης πνευματικότητας.

Σάββατο

κική δημουλά - παρανομίες


Ἐπεκτείνομαι καὶ βιώνω
παράνομα
σὲ περιοχὲς ποὺ σὰν ὑπαρκτὲς
δὲν παραδέχονται οἱ ἄλλοι.
Ἐκεῖ σταματῶ καὶ ἐκθέτω
τὸν καταδιωγμένο κόσμο μου,
ἐκεῖ τὸν ἀναπαράγω
μὲ πικρὰ κι ἀπειθάρχητα μέσα,
ἐκεῖ τὸν ἀναθέτω
σ᾿ ἕναν ἥλιο
χωρὶς σχῆμα, χωρὶς φῶς,
ἀμετακίνητο,
προσωπικό μου.
Ἐκεῖ συμβαίνω.

Κάποτε, ὅμως,
παύει αὐτό.
Καὶ συστέλλομαι,
κι ἐπανέρχομαι βίαια
(πρὸς καθησυχασμόν)
στὴ νόμιμη καὶ παραδεκτὴ
περιοχὴ
στὴν ἐγκόσμια πίκρα.

Καὶ διαψεύδομαι.

Δευτέρα

....ψαυέτω μηδαμῶς χεὶρ ἀμυήτων....

 




Εαγγελζου γχαρν μεγλην, ανετε ορανοΘεοτν δξαν.
 
ς μψχΘεοκιβωτῷ, ψαυτω μηδαμς χερ μυτων.


Χελη δπιστν τΘεοτκῳ ἀσιγτως.  


Φωνν τοῦ Ἀγγλου ναμλποντα, ἐν γαλλισει βοτω· 



Χαρε Κεχαριτωμνη Κριος μετσο



ειρμός της θ΄ ωδής του ευαγγελισμού



 

Κυριακή

τ'Αθάνατο κρασί του 21

Αυτό το λόγο θα σας πώ, δεν έχω άλλο κανένα:ΜΕΘΥΣΤΕ ΜΕ Τ'ΑΘΑΝΑΤΟ ΚΡΑΣΙ ΤΟΥ 21!




...σε τούτα δω τα μάρμαρα, κακιά σκουριά δεν πιάνει...

ναι αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή 
και ακατάπαυστα γυρεύει ή την νίκη ή την θανή....


Η Μεγαλοσύνη των λαών δεν μετριέται με το στρέμμα. Με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα 

της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη εσύ δοξαστική
μην παρακαλώ σας, μη λησμονάτε την χώρα μου 
Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό
τα
γυρίζω πίσω απ' τον καιρό
ΤΟΥΣ ΠΑΛΙΟΥΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΥΣ ΚΑΛΩ
Με φοβέρες και μ' αίματα!

απ'τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά και σαν πρώτα
Αντρειωμένη
χαιρ'ω χαίρ' Ελευθεριά.

αυτό το λόγο θα σας πώ δεν έχω άλλο κανένα
μεθύστε με τ'Αθάνατο κρασί του 21


Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις
εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο
με το λουρί στο σβέρκο

Νάτη πετιέται απο ξαρχής
κι αντριεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό
με το καμάκι του ήλιου!




Πέμπτη

γ. σεφέρης- Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος Μιλᾶ

ιερόν εγκλείστρας, άγιος νεόφυτος


... τῷ δὲ βασιλεῖ Ἰσσακίῳ κατακλείει ἐν καστελλίῳ καλουμένῳ Μαρκάππω. Κατὰ δὲ τοῦ ὁμοίου αὐτῷ Σαλαχαντίνου ἀνύσας μηδὲν ὁ ἀλιτήριος, ἤνυσε τοῦτο καὶ μόνον, διαπράσας τὴν χῶραν Λατίνοις, χρυσίου χιλιάδων λιτρῶν διακοσίων. Διὸ καὶ πολὺς ὁ ὀλολυγμός, καὶ ἀφόρητος ὁ καπνός, ὡς προείρηται, ὁ ἐλθῶν ἐκ τοῦ βορρᾶ...

NEOΦYTOY EΓKΛEIΣTOY
ΠEPI TΩN KATA THN XΩPAN KYΠPON ΣKAIΩN

Ὑπέρογκες ἀρχιτεκτονικές· Λαρίων φαμαγκούστα Μπουφαβέντο· σχεδὸν σκηνικά.
Ἤμασταν συνηθισμένοι νὰ τὸ στοχαζόμαστε ἀλλιῶς τὸ «Ἰησοῦς Χριστὸς Νικᾶ»
ποὺ εἴδαμε κάποτε στὰ τείχη τῆς Βασιλεύουσας, τὰ φαγωμένα ἀπὸ γυφτοτσάντιρα καὶ στεγνὰ χορτάρια,
μὲ τοὺς μεγάλους πύργους κατάχαμα σὰν ἑνὸς δυνατοῦ ποὺ ἔχασε, τὰ ριγμένα ζάρια.

Γιὰ μᾶς ἦταν ἄλλο πράγμα ὁ πόλεμος γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ
καὶ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καθισμένη στὰ γόνατα τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ,
ποὺ εἶχε στὰ μάτια ψηφιδωτὸν τὸν καημὸ τῆς Ρωμιοσύνης, ἐκείνου τοῦ πελάγου τὸν καημὸ σὰν ἧβρε τὸ ζύγιασμα τῆς καλοσύνης.

Ἂς παίζουν τώρα μελοδράματα στὰ σκηνικὰ τῶν σταυροφόρων Λουζινιᾶ
κι ἂς φλομώνουμε μὲ τὸν καπνὸ ποὺ μᾶς κουβάλησαν ἀπὸ τὸ βοριά.

Ἄσ᾿ τους νὰ τρώγουνται καὶ ν᾿ ἀνεμοδέρνουνται ὡσὰν τὸ κάτεργο ποὺ δένει μοῦδες·
Καλῶς μᾶς ἤρθατε στὴν Κύπρο, ἀρχόντοι. Τράγοι καὶ μαϊμοῦδες!

Ἐγκλείστρα, 21 Νοεμ. ῾53

Δευτέρα

...τεσσαρακοστή...




Γυμνός εἰμι τοῦ Νυμφῶνος, γυμνός εἰμι καὶ τοῦ γάμου, ἅμα καὶ δείπνου, ἡ λαμπὰς ἐσβέσθη ὡς ἀνέλαιος, ἡ παστὰς ἐκλείσθη μοι καθεύδοντι, τὸ δεῖπνον ἐβρώθη· ἐγὼ δὲ χεῖρας καὶ πόδας, δεθεὶς ἔξω ἀπέρριμμαι.

Γυμνός είμαι από νυφικά ρούχα , γυμνός και δεν μπορώ να έρθω στον Γάμο σου και στο γαμήλιο δείπνο. η λαμπάδα μου δεν είχε λάδι και σβήστηκε, η θύρα για το νυφικό κρεβάτι κλείστηκε ενώ κοιμόμουν, και το δείπνο φαγώθηκε. Και εγώ δεμένος χειροπόδαρα πετάχτηκα έξω.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
από τον Μεγάλο Κανόνα, ποίημα Ανδρέου οσίου επισκόπου Κρήτης

Σάββατο

θ.παπακωνσταντίνου-σιμούν


 
 
Ψέλνει στη Σιμωνόπετρα κι ακούγεται στον Άδη
μα οι τρομαγμένοι κάνουνε πως τάχα δεν ακούν.
Κλέβει το χνούδι απ'τα παιδιά, τα μονοπάτια σβήνει,
βαφτίζεται στην έρημο και γίνεται Σιμούν.

Στέλνει καράβια στο γκρεμό,
τον ίσκιο ξεθωριάζει,
κάνει κι εμένα φρύγανο,
μα εμένα δε με νοιάζει.

Με το 'να χέρι στη χαρά και τ' άλλο στην ομίχλη,
δεμένο με γλεντήσανε τα λαίμαργα πουλιά.
Γυρεύω την πανσέληνο να πέσει στο πηγάδι,
να κοιταχτώ, να θυμηθώ πως ήμουνα παλιά.

Να θυμηθώ, να ξεχαστώ
να γίνω ερυθρελάτη
οι ρίζες μου στον ουρανό,
τα φύλλα στο κρεβάτι.

Να βρω κι εσάς αδέρφια μου, που 'χετε ξεθυμάνει,
το φόβο και την ομορφιά να βάλουμε μαζί.
Να πλύνουμε με το κρασί τα νυσταγμένα μάτια
κι ύστερα να σαλπάρουμε στη θάλασσα πεζοί.

Και τα παρτάλια οι σκέψεις μας,
πειρατική σημαία.
Όλα στραβά γινήκανε
και όλα είν' ωραία

Παρασκευή

Μίλτος Σαχτούρης, Ο ΜΟΤΣΑΡΤ



 




Ο ΜΟΤΣΑΡΤ μ’ ἕνα μαῦρο σκύλο τριγυρίζει τά καμένα
σπίτια• ψάχνει κεῖ μέσα στήν καφτή τέφρα καί τήν κάρβουνίλα.

 
Σέ μερικές γωνιές δέν ἔχουν ἀκόμη σβήσει οἱ φωτιές…

- ΠΑΡΑΞΕΝΟ - λέει - ΠΟΥΘΕΝΑ ΔΕΝ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ
ΠΙΑ Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥ…


ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ (1971)

Τετάρτη

μ.λουντέμης-ο σταχτὺς θάνατος


Θαρροῦσα ὡς τώρα -φίλοι μου καλοί-
θαρροῦσα ὡς τώρα...
πῶς ὅλα τὰ πράματα
βαδίζουν στὴ γῆ
μὲ τὸ ἀληθινό τους χρῶμα.
Ἡ Χαρὰ ἄσπρη.
Ἡ Θλίψη χλωμή.
Ὁ Ἔρωτας ρόδινος
Ο Θάνατος μαῦρος.
Ἔτσι θαρροῦσα...

Καὶ περνοῦσα τὶς μέρες μου,
μὲ τὰ χρώματά μου τακτοποιημένα.
Με τα ὄνειρά μου συγυρισμένα.
Μὲ τὰ ποιήματά μου καθαρογραμμένα...
Γιατὶ ἔτσι τά ῾βλεπα.
Ἔτσι νόμιζα.

Δευτέρα

μοναχός αμόναχος-Δὲν ἠμπορῶ νὰ γράφω πιὰ



Δὲν ἠμπορῶ νὰ γράφω πιὰ
στημένα ρήματα
τὶς λέξεις νὰ μετράω σὰν φλουριά
ἑνὸς ἐμπορίου ποὺ ξεπουλήθηκε.
Μ’ ἀρέσει ὁ ποταμὸς
Ποὺ ξεπηδᾶ ἀπὸ τὸ στῆθος
δίχως σχήματα κι ἀναστολὲς
συμβολισμοὺς καὶ σοβαρότητα σαθρή.
Ἀγάπησα τὸν κάμπο καὶ τὴ θάλασσα
καὶ τοῦ κλουβιοῦ ἡ μπόχα μὲ ἀπόκαμε.
Ψυχή μου Σαμαρείτισσα.
Τὸν Κύριό σου δὲ θυμᾶσαι
Ποῦ ἀπάτησες.
Χωράφι τῆς ψυχῆς μου
πού 'γινες δρόμος τῆς βιοτῆς.
Πατήθηκε τοῦ ἀγαπητοῦ ὁ σπόρος
καὶ μπήχτηκε στὸ στῆθος μου.
Μὲ καίει ὅλη νύχτα
ποὺ πλάγιασα ἀμετανόητος.
Σιμὰ ἡ αὐγὴ κι ἀνάξιος νὰ μεταλάβω.




εδώ 
εικονα εδω

Κυριακή

ΤΑ ΚΑΘΑΡΑ ΧΕΡΙΑ


Είδα αυτό το όνειρο : Ένας άνθρωπος παρουσιάστηκε στο κριτήριο του Κυρίου :
«Δες, Θεέ μου, του έλεγε, τήρησα τον Νόμο Σου, δεν έκαμα τίποτε το αισχρό, το κακό ή το αντίθρησκο. Κύριε, τα χέρια μου είναι καθαρά.
-Ασφαλώς, ασφαλώς του απαντούσε ο Καλός θεός…
Αλλ’ είναι άδεια».

Ρ. Φολλερώ

Σάββατο

...τῇ βασιλίδι τῶν ἀρετῶν...







Προκαθάρωμεν ἑαυτούς, ἀδελφοί, 
τῇ βασιλίδι τῶν ἀρετῶν·

 ἰδοὺ γὰρ παραγέγονε, πλοῦτον ἡμῖν ἀγαθῶν κομίζουσα, 

τῶν παθῶν κατευνάζει τὰ οἰδήματα, καὶ τῷ Δεσπότῃ καταλλάττει τοὺς πταίσαντας·


 διὸ μετ' εὐφροσύνης ταύτην ὑποδεξώμεθα, βοῶντες Χριστῷ τῷ Θεῷ,

ὁ ἀναστὰς ἐκ τῶν νεκρῶν, ἀκατακρίτους ἡμᾶς διαφύλαξον, 

δοξολογοῦντάς σε τὸν μόνον ἀναμάρτητον.

Πέμπτη

κ. καρυωτάκης- θάνατοι





Χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα
κι απ' τη χαρά ζεστά των φιλημάτων,
χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα
χτυπήσατε τις πόρτες των θανάτων·

ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε
και διψασμένα εμείνατε ποτήρια,
ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε
κι εμείνατε κλεισμένα παραθύρια·

ω, που' χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,
κι ο λόγος σας εδιάλεξε για τάφο,
ω, που' χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,
και τον καημό δεν είπατε που γράφω·
 

μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
τον πόνο κάποιας ώρας, κάποιου τόπου
μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
τον Πόνο των Πραγμάτων και του Ανθρώπου.
 
 
 
ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων 
 
 
 
 
 
 
 

Σάββατο

Πάτερ αγαθέ...





Πάτερ αγαθέ, εμακρύνθην από σου μη εγκαταλίπης με,

μηδέ αχρείον δείξης της βασιλείας σου· 

ο εχθρός ο παμπόνηρος εγύμνωσέ με, και ήρε μου τον πλούτον· 


της ψυχής τα χαρίσματα ασώτως διεσκόρπισα, 


αναστάς ουν, επιστρέψας προς σε εκβοώ· 

Ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου, 

ο δι' εμέ εν Σταυρώ τας αχράντους σου χείρας απλώσας,

ίνα του δεινού θηρός αφαρπάσης με,

και την πρώτην καταστολήν επενδύσης με, ως μόνος πολυέλεος.

Παρασκευή

ν. βρεττάκος- ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ


Ἀναδύθηκε δάσος ζοφερὸ
ἀπ᾿ τὸ πνεῦμα μας
κι ἐκάλυψε τὸν ὁρίζοντα.
Μόνο ἀτραποὶ τρυπώνουν
καὶ χάνονται μέσα στὸ φόβο.
Μέλλον δὲν φαίνεται.

Τρέχουν, χορεύουν ἀνύποπτα
γιὰ ὅ,τι γίνεται πάνω τους
τὰ παιδιά, ἐνῷ γέρνοντας γύρω
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια τους, (ὡς
ν᾿ ἀκοῦν τὴ βοὴ καὶ νὰ βλέπουν
τὸ σύννεφο) σὰν ἕνα ἀπέραντο
ὑπαίθριο ἐκκλησίασμα
τὰ λουλούδια προσεύχονται.